Για πρώτη φορά από τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου, ένας στενός συνεργάτης του Ντόναλντ Τραμπ αναγνώρισε ότι ο Τζο Μπάιντεν είναι πολύ πιθανό να ανακηρυχθεί νικητής της αναμέτρησης και υποσχέθηκε ομαλή μεταβίβαση της εξουσίας, παρά το γεγονός ότι ο απερχόμενος πρόεδρος συνεχίζει τον δικαστικό του αγώνα.
«Αν επιβεβαιωθεί ότι το ψηφοδέλτιο Μπάιντεν/Χάρις είναι αυτό που νίκησε –και προφανώς αυτό φαίνεται να ισχύει τώρα– θα έχουμε μια μετάβαση πολύ επαγγελματική από την πλευρά του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία», δήλωσε ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν. Μιλώντας σε τηλεδιάσκεψη του Global Security Forum, ο σύμβουλος του Τραμπ, ο οποίος τον Αύγουστο είχε δηλώσει ότι ο Αμερικανός πρόεδρος δικαιούται ένα Νομπέλ Ειρήνης, σημείωσε ότι ο Τζο Μπάιντεν και η εκλεγμένη αντιπρόεδρος Κάμαλα Χάρις «έχουν ανθρώπους που είναι πολύ επαγγελματίες» στην ομάδα τους και είναι ικανοί να αναλάβουν τα ηνία της χώρας.
Αίσθηση προκάλεσε και η καταγγελία του Μπραντ Ράφενσπεργκερ, υπουργού Εσωτερικών στη διαφιλονικούμενη πολιτεία της Τζόρτζια, ότι ο Ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκράχαμ, στενός πολιτικός σύμμαχος του Τραμπ, του άσκησε πιέσεις για να ακυρώσει νόμιμες επιστολικές ψήφους. Ο Ράφενσπεργκερ είναι επίσης Ρεπουμπλικανός, αλλά έχει δεχθεί καυστικές επιθέσεις από τον Τραμπ και απειλές για τη ζωή του από εξαγριωμένους οπαδούς του προέδρου λόγω της αμεροληψίας που επέδειξε στην εκλογική διαδικασία. Στην πρώτη καταμέτρηση των ψήφων, ο Μπάιντεν εμφανίστηκε να κερδίζει με διαφορά μόλις 14.000 ψήφων σε σύνολο περίπου πέντε εκατομμυρίων. Η οριακή διαφορά προκάλεσε, βάσει των πολιτειακών νόμων, αυτόματη επανακαταμέτρηση των ψήφων, η οποία βρισκόταν σε εξέλιξη μέχρι χθες το βράδυ. Ο Γκράχαμ χαρακτήρισε «γελοίες» τις κατηγορίες περί άσκησης πιέσεων.
Αποστάσεις από τον Τραμπ, αυτή τη φορά για θέματα εξωτερικής πολιτικής, πήρε και ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών στη Γερουσία Μιτς Μακόνελ, καλώντας τον να μην επιταχύνει την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ και το Αφγανιστάν. «Οι συνέπειες μιας πρόωρης αποχώρησης των ΗΠΑ θα μπορούσαν να είναι ακόμη χειρότερες από την αποχώρηση κατά διαταγή του Ομπάμα από το Ιράκ, που οδήγησε στην αλματώδη ανάπτυξη του Ισλαμικού Κράτους», τόνισε ο έμπειρος Ρεπουμπλικανός πολιτικός.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ αμερικανικών μέσων, το Πεντάγωνο έλαβε οδηγία από τον Λευκό Οίκο να προετοιμάσει την αποχώρηση 2.000 Αμερικανών στρατιωτών από το Αφγανιστάν και 500 από το Ιράκ προτού ο Τραμπ παραδώσει τον προεδρία στον Μπάιντεν, στις 20 Ιανουαρίου. Η πληροφορία δεν είχε επιβεβαιωθεί επισήμως μέχρι χθες, ενώ ο Τραμπ αναμένεται να μιλήσει επί του θέματος εντός της τρέχουσας εβδομάδας. Σχολιάζοντας τις σχετικές φήμες, ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ προειδοποίησε ότι «το τίμημα για μια πρόωρη ή όχι συντονισμένη αποχώρηση μπορεί να αποδειχθεί πολύ υψηλό», καθώς κατά την εκτίμησή του το Αφγανιστάν «απειλεί να μετατραπεί εκ νέου σε πλατφόρμα για να σχεδιάζουν διεθνείς τρομοκράτες επιθέσεις εναντίον των χωρών μας».
Από την πλευρά της, η Γερμανίδα υπουργός Αμυνας Ανεγκρετ Κραμπ-Κάρενμπαουερ υποστήριξε ότι «η Γερμανία και η Ευρώπη δεν μπορούν να προστατευθούν χωρίς τα πυρηνικά και συμβατικά όπλα της Αμερικής» και ότι η ιδέα περί «στρατηγικής αυτονομίας» της Ευρώπης θα χρειαστεί «δεκαετίες» για να γίνει πράξη. Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί έμμεση απάντηση στον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν, ο οποίος δήλωσε, με αφορμή την εκλογή Μπάιντεν, ότι οι ΗΠΑ θα σέβονται την Ευρώπη μόνον εφόσον κατακτήσει την αμυντική της αυτονομία.
Ρεπορτάζ του πρακτορείου Reuters που επικαλείται Αμερικανό αξιωματούχο αναφέρει ότι ο Τραμπ ζήτησε την περασμένη εβδομάδα γνώμες συνεργατών του για το κατά πόσον θα μπορούσε να εξαπολύσει επίθεση εναντίον των εγκαταστάσεων του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος στην πόλη Νατάνζ. Το ίδιο ρεπορτάζ αναφέρει ότι οι συνεργάτες του προέδρου τον αποθάρρυναν από αυτή την ιδέα. Σχολιάζοντας την πληροφορία, ο εκπρόσωπος Τύπου της ιρανικής κυβέρνησης Αλί Ραμπιεΐ δήλωσε ότι οι ΗΠΑ θα εισπράξουν «συντριπτική απάντηση», αν επιχειρήσουν πλήγμα εναντίον της χώρας του.