Εάν κάποιος έχει μολυνθεί από κορωνοϊό και έχει περάσει COVID-19, έχει αποκτήσει φυσική ανοσία για ένα διάστημα, συνεπώς δεν υπάρχει άμεσος λόγος να κάνει το εμβόλιο. Μολονότι οι επιστήμονες ακόμη δεν είναι βέβαιοι κατά πόσο η ίδια η λοίμωξη ή το εμβόλιο δημιουργούν την ισχυρότερη ανοσιακή αντίδραση σε βάθος χρόνου -κάτι που μπορεί να διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο- είναι σίγουροι ότι το εμβόλιο είναι πιο ασφαλές ως επιλογή από ό,τι η φυσική ανοσία.
Ορισμένοι άνθρωποι, ιδίως οι αρνητές των εμβολίων, διακινούν την αντίληψη πως η φυσική ανοσία είναι αποτελεσματικότερη από εκείνη (90% έως 95%) που έχουν εμφανίσει τα διάφορα εμβόλια στις έως τώρα κλινικές δοκιμές τους, αγγίζοντας -υποτίθεται- το 100%. Αυτή η λογική δεν απέχει πολύ από το να προτιμήσει κάποιος να αρρωστήσει από κορωνοϊό, με όποιον κίνδυνο αυτό συνεπάγεται, προκειμένου να αποκτήσει φυσική ανοσία, αντί να εμβολιαστεί.
Το προφανές πρόβλημα με αυτό το σκεπτικό, όπως δήλωσε στους “New York Times” η ανοσολόγος Τζένιφερ Γκόμερμαν του καναδικού Πανεπιστημίου του Τορόντο, είναι πως είναι δύσκολο να προβλέψει κάποιος πόσο σοβαρά θα περάσει τη νόσο COVID-19 ή εάν θα πεθάνει από αυτήν. Εάν ληφθούν υπόψη επίσης διάφορες άλλες άγνωστες παράμετροι, όπως πόση θα είναι η πληρότητα στις ΜΕΘ ή πόσο ισχυρά θα αντιδράσει το ανοσοποιητικό σύστημα στον εισβολέα κορωνοϊό, «η επιλογή της νόσου αντί για το εμβόλιο είναι μία πολύ κακή απόφαση», ανέφερε η ίδια. Το βασικό πλεονέκτημα ενός εμβολίου, πρόσθεσε, είναι πως παρέχει ανοσία με προβλέψιμο και ασφαλή τρόπο.
Στο ερώτημα πώς συγκρίνεται διαχρονικά η φυσική ανοσία μετά από λοίμωξη COVID-19 με εκείνη του εμβολίου κατά του κορωνοϊού, η σύντομη απάντηση είναι: Οι επιστήμονες ακόμη δεν ξέρουν. Αυτό που ξέρουν, όμως, είναι ότι εμβόλια όπως αυτά των Pfizer/BioNTech, Moderna και Οξφόρδης/Astra Zeneca προστατεύουν κάποιον να μην αρρωστήσει από COVID-19 (ακόμη κι αν μολυνθεί) και το κάνουν αυτό με πολύ πιο ασφαλή τρόπο από ό,τι εάν πρέπει να περάσει κάποιος το ρίσκο της λοίμωξης με αβέβαιη κατάληξη. Ενώ θα πρέπει να συνυπολογισθεί και το γεγονός ότι η αδιαφορία για τα εμβόλια σημαίνει πως κάποιος, ιδίως εάν έχει ασυμπτωματική λοίμωξη, θα κυκλοφορεί τριγύρω αδιαφορώντας όχι μόνο εάν θα αρρωστήσει ο ίδιος, αλλά και εάν θα κολλήσει άλλους.
Με βάση την έως τώρα εμπειρία από εμβόλια για άλλες νόσους, ορισμένα (π.χ. κατά των βακτηρίων του πνευμονιόκοκκου) πυροδοτούν καλύτερη ανοσία από ό,τι οι φυσικές λοιμώξεις. Κάποιες πρώτες ενδείξεις δείχνουν ότι τα εμβόλια κατά της COVID-19 θα εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία, καθώς π.χ. στις δοκιμές της Moderna οι εθελοντές που εμβολιάστηκαν είχαν περισσότερα αντισώματα στο αίμα τους σε σχέση με όσους αρρώστησαν από κορωνοϊό.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν περιπτώσεις όπου μία λοίμωξη -για παράδειγμα η παρωτίτιδα (μαγουλάδες)- γεννά ισχυρότερη φυσική ανοσία από ένα εμβόλιο. Εάν αρρωστήσει κάποιος έχει ανοσία εφ’ όρου ζωής, ενώ μερικοί εμβολιασθέντες, είτε με μία είτε με δύο δόσεις, μπορεί να αρρωστήσουν κάποια στιγμή. Όμως, μεταξύ άλλων, η παρωτίτιδα μπορεί να προκαλέσει στειρότητα στους άνδρες, συνεπώς το ρίσκο τού μη εμβολιασμού είναι μεγάλο.
Στην περίπτωση της λοίμωξης από κορωνοϊό, η φυσική ανοσία φαίνεται αρκετά ισχυρή, καθώς η συντριπτική πλειονότητα όσων μολύνονται από τον SARS-CoV-2 παράγουν τουλάχιστον ορισμένα αντισώματα και κύτταρα μνήμης. Οι επιστημονικές εκτιμήσεις για το πόσο διαρκεί η φυσική ανοσία ποικίλουν από τουλάχιστον έξι μήνες έως μερικά χρόνια, ενώ η περίπτωση γρήγορης επαναλοίμωξης του ίδιου ατόμου με COVID-19, αν και όχι αδύνατη, παραμένει πολύ σπάνια.
Έχει παρατηρηθεί, όμως, μία τεράστια ποικιλομορφία στην ανοσιακή απόκριση στον κορωνοϊό, με τα επίπεδα των παραγόμενων αντισωμάτων να διαφέρουν μεταξύ των ανθρώπων μέχρι και 200 φορές. Γενικά, όσοι πέρασαν πολύ ήπια την COVID-19 είναι πιθανό ότι η φυσική ανοσία τους δεν θα τους προστατεύσει περισσότερο από λίγους μήνες, συνεπώς μετά μπορεί να μολυνθούν ξανά.
«Αυτοί οι άνθρωποι μπορεί να ωφεληθούν από το εμβόλιο περισσότερο από ό,τι άλλοι», σύμφωνα με τον επιδημιολόγο Μπιλ Χάνατζ της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ.
Η διαφοροποίηση στην ανοσιακή αντίδραση από άνθρωπο σε άνθρωπο, άρα και στην ισχύ της φυσικής ανοσίας, μπορεί να οφείλεται -εν μέρει- στις διαφορές στο ιικό φορτίο στο οποίο εκτέθηκε κάποιος αρχικά, άρα στην ποσότητα του κορωνοϊού που μόλυνε τον οργανισμό του. Αντίθετα, η ανοσία μέσω εμβολιασμού είναι πιο προβλέψιμη επειδή όλοι παίρνουν την ίδια δόση.
Οι ριψοκίνδυνοι νέοι
Τι γίνεται, όμως, με τους νέους υγιείς ανθρώπους, που -σύμφωνα με όλες τις μελέτες- κινδυνεύουν πολύ λιγότερο να αρρωστήσουν σοβαρά και να πεθάνουν από κορωνοϊό; Μήπως να ρισκάρουν μία λοίμωξη για να αποκτήσουν φυσική ανοσία αντί να εμβολιαστούν; Η απάντηση των ειδικών είναι ομόφωνη: Αυτή είναι μία πολύ πιο ριψοκίνδυνη -και κοινωνικά ανεύθυνη- επιλογή σε σχέση με το εμβόλιο, καθώς ουδείς άτρωτος. «Ο κίνδυνος είναι σαφώς μεγαλύτερος με μία φυσική λοίμωξη», σύμφωνα με την ανοσολόγο Μάριον Πέπερ του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον στο Σιάτλ.
Σε έναν βαθμό, αυτό οφείλεται σε γενετικούς ή άλλους άγνωστους παράγοντες κινδύνου, τους οποίους μπορεί να έχει κάποιος άσχετα από την ηλικία. Μερικές μεταλλάξεις π.χ. κάνουν έναν άνθρωπο πιο ευάλωτο σε σοβαρή COVID-19, είτε είναι γέρος είτε νέος. Σε μία μελέτη άνω των 3.000 ασθενών, ηλικίας 18 έως 34 ετών, που χρειάσθηκαν νοσηλεία για COVID-19, το 20% έπρεπε να εισαχθεί σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας και το 3% τελικά πέθανε.
«Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι άνθρωποι (σ.σ. που μολύνονται από κορωνοϊό) δεν πρόκειται να χρειασθούν εισαγωγή στο νοσοκομείο, οι περισσότεροι δεν θα καταλήξουν σε ΜΕΘ, ούτε θα πεθάνουν. Όμως, κανένας δεν είναι άτρωτος από το να αρρωστήσει σοβαρά με COVID-19», δήλωσε η δρ Υβόν Μαλντονάντο της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδιατρικής και πρόσθεσε ότι, ακόμη κι αν οι ίδιοι οι νέοι δεν κινδυνεύουν τόσο λόγω της ηλικίας τους, κινδυνεύουν περισσότερο οι συγγενείς τους μεγαλύτερης ηλικίας.
Επιπλέον, σχεδόν ένας στους τρεις που περνάνε την COVID-19, ακόμη και πρώην ασθενείς κάτω των 35 ετών και κατά τα άλλα υγιείς, έχουν στη συνέχεια χρόνια προβλήματα, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά. Συνεπώς, σύμφωνα με τους επιστήμονες, δεν είναι καλή ιδέα ένας νέος να «ποντάρει» στη φυσική ανοσία.
Αντίθετα, τα εμβόλια έχουν ελάχιστες πρόσκαιρες και ακίνδυνες παρενέργειες, τουλάχιστον με βάση τις έως τώρα δοκιμές. «Όταν αρχίσουν οι εμβολιασμοί εκατομμυρίων ανθρώπων, μπορεί να βρεθούν μερικές πολύ-πολύ σπάνιες περιπτώσεις (σ.σ. πιο σοβαρών παρενεργειών). Αλλά πρέπει να ξέρουμε ότι θα πρόκειται για πολύ-πολύ σπάνιες και ακόμη πιο σπάνιες περιπτώσεις από τις συνέπειες μίας φυσικής λοίμωξης», τόνισε ο δρ Χάνατζ του Χάρβαρντ.
Εάν κάποιος πέρασε COVID-19 θεωρείται ασφαλές και ωφέλιμο να εμβολιαστεί κάποια στιγμή, αν και γενικά δεν επείγει στην περίπτωσή του τουλάχιστον για 90 ημέρες μετά τη λοίμωξή του. «Δεν υπάρχει τίποτα επιβλαβές στο να ενισχύσει κάποιος με ένα εμβόλιο κι άλλο την ανοσιακή απόκρισή του, σε σχέση με αυτήν που απέκτησε ήδη μετά από μία λοίμωξη», ανέφερε η δρ Πέπερ.
Εκτιμάται ότι στις κλινικές δοκιμές των διαφόρων εμβολίων κατά της COVID-19 περίπου ένας στους δέκα εμβολιασθέντες (10%) είχε προηγουμένως μολυνθεί ασυμπτωματικά από τον κορωνοϊό, χωρίς να το ξέρει. Αυτές οι περιπτώσεις, που συνδυάζουν διπλή ανοσία (φυσική και εμβολιαστική), βρίσκονται υπό μελέτη.