Το πείραμα της εβδομάδας τεσσάρων ημερών επιχειρεί η θυγατρική της εταιρείας Unilever στη Νέα Ζηλανδία χωρίς μείωση μισθών. Υιοθετεί, έτσι, σχετική πρόταση της νεοζηλανδικής κυβέρνησης για την ανάκαμψη της οικονομίας που επλήγη από την πανδημία του κορωνοϊού.
Η εταιρεία διευκρίνισε ότι 81 εργαζόμενοί της θα μπορέσουν να συμμετάσχουν σε αυτό το πρόγραμμα, που ξεκινά εντός του μήνα και θα διαρκέσει ένα χρόνο. Βάσει των αποτελεσμάτων στη Νέα Ζηλανδία, η εβδομάδα των τεσσάρων εργάσιμων ημερών ενδέχεται να υιοθετηθεί και σε άλλες χώρες στις οποίες δραστηριοποιείται η Unilever.
«Στόχος μας είναι να μετρήσουμε τις επιδόσεις στην παραγωγή όχι στον χρόνο. Πιστεύουμε ότι ο παλιός τρόπος εργασίας έχει ξεπεραστεί», δήλωσε ο γενικός διευθυντής της Unilever Νέας Ζηλανδίας, Νικ Μπανγκς.
Η Νεοζηλανδή πρωθυπουργός Τζασίντα Αρντερν είχε από τον Μάιο παρουσιάσει την ιδέα της εβδομάδας των τεσσάρων εργάσιμων ημερών ως τρόπο ανάκαμψης της οικονομίας της χώρας. Τότε η Αρντερν είχε ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να έχουν καινοτόμους ιδέες, που να ενισχύουν την ευελιξία.
Ο Μπανγκς εξήγησε ότι υπάρχει ήδη μια τάση υπέρ μιας εργάσιμης εβδομάδας μικρότερης διάρκειας, καθώς η πανδημία έχει αλλάξει εντελώς την κουλτούρα της εργασίας στο γραφείο. Η εταιρεία ελπίζει πως θα αυξηθεί η παραγωγικότητα των εργαζομένων της εάν τους επιτρέψει μεγαλύτερη ευελιξία. Τα αποτελέσματα αυτού του πειράματος θα αναλυθούν από το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ.
Δεν είναι πρώτη φορά που εφαρμόζεται η καινοτόμος ιδέα στη χώρα. Εχει προηγηθεί από το 2018 η εταιρεία Perpetual Guardian, που επέτρεψε στους υπαλλήλους της να εργάζονται μόνο τέσσερις ημέρες την εβδομάδα χωρίς να μειωθεί ο μισθός τους. Εκρινε μάλιστα το πείραμα τόσο εξαιρετικά επιτυχές ώστε εξέφρασε την ελπίδα ότι θα επιφέρει μόνιμη ανατροπή στην αγορά εργασίας. Σύμφωνα με την εταιρεία, η παραγωγικότητα εκτινάχθηκε στα ύψη μεταξύ των 240 υπαλλήλων της, οι οποίοι ερωτώμενοι σχετικά από δημοσιογράφους δήλωσαν ιδιαίτερα ικανοποιημένοι. Οπως εξήγησαν, είχαν τη δυνατότητα να περνούν περισσότερο χρόνο με τις οικογένειές τους, να ασκούνται, να μαγειρεύουν και να κάνουν κηπουρική.
Το πείραμα, η μείωση δηλαδή της εργάσιμης εβδομάδας σε 32 ώρες εργασίας από 40 που ήταν πριν, διήρκεσε όλον τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2018. Η εταιρεία προσέλαβε τότε δύο ερευνητές στους οποίους ανέθεσε την παρακολούθηση του προγράμματος και τον αντίκτυπό του στο προσωπικό της. Σύμφωνα με τον Τζαρντ Χάαρ, καθηγητή ανθρώπινων πόρων στο Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο του Οκλαντ, οι υπάλληλοι της εταιρείας ανέφεραν σε ποσοστό 24% βελτίωση στη σχέση εργασίας και προσωπικής ζωής, και προπαντός επέστρεφαν στην εργασία με περισσότερη ενέργεια και δύναμη μετά τις ημέρες ανάπαυσης. Οπως τονίζει, «οι επόπτες του προγράμματος διαπίστωσαν πως οι υπάλληλοι της εταιρείας ήταν πιο δημιουργικοί, είχαν οξύτερη προσοχή, προσέρχονταν στη δουλειά εγκαίρως και δεν επιδίωκαν ούτε να φύγουν νωρίτερα ούτε να κάνουν διάλειμμα».
Το σημαντικότερο πόρισμα εκείνου του αρχικού προγράμματος ήταν, όμως, πως η συνολική επαγγελματική απόδοσή τους δεν άλλαξε στο ελάχιστο όταν εργάζονταν τέσσερις ημέρες αντί για πέντε. Ερωτώμενοι, άλλωστε, οι υπάλληλοι δήλωσαν πως έβρισκαν τρόπους για να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους όσες ώρες βρίσκονται στο γραφείο τους. Οπως τονίζει ο κ. Χάαρ, «εξακρίβωσαν πού σπαταλούσαν χρόνο και άρχισαν να εργάζονται πιο έξυπνα, όχι απαραιτήτως πιο σκληρά».
Ανάλογα πειράματα, άλλοτε με τη μείωση των εργάσιμων ημερών και άλλοτε με τη μείωση των ωρών εργασίας, έχουν δοκιμαστεί σε άλλες χώρες. Πάντα κίνητρο και κεντρική ιδέα των προγραμμάτων ήταν η προσδοκία για αναβάθμιση της παραγωγικότητας των εργαζομένων με τη μείωση του χρόνου που περνούν στον χώρο εργασίας. Στη Σουηδία, για παράδειγμα, στην πόλη Γκότενμπεργκ, το σχετικό πείραμα περιόριζε την εργάσιμη ημέρα σε έξι ώρες και οι υπεύθυνοι διαπίστωσαν πως οι υπάλληλοι διεκπεραίωναν τον ίδιο όγκο εργασίας ή ακόμη και περισσότερο. Στη Γαλλία, όμως, το 2000 όταν τέθηκε σε εφαρμογή η εβδομάδα εργασίας των 35 ωρών, οι εργοδότες άρχισαν να διαμαρτύρονται ότι μειώθηκε η ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους και αυξανόταν το κόστος των προσλήψεων.