Μια ζεστή ημέρα του Αυγούστου μια ομάδα φίλων με καταγωγή από το Μπανγκλαντές παίζει κρίκετ σε ένα μικρό πλάτωμα από τσιμέντο κοντά στο αεροδρόμιο της Τεργέστης. Ο λόγος για τον οποίο η μικρή παρέα χρειάστηκε να πάει τόσο μακριά για να παίξει το δεύτερο δημοφιλέστερο σπορ στον κόσμο είναι επειδή η ακροδεξιά δήμαρχος της πόλης Μονφαλκόνε, στην οποία ζουν, έχει απαγορεύσει το άθλημα στη μητροπολιτική περιοχή.
«Αν παίζαμε στο κέντρο του Μονφαλκόνε θα μας είχαν ήδη πιάσει», λέει στo BBC ο αρχηγός της ομάδας, Μια Μπαπί, εξηγώντας πως όσοι το δοκίμασαν πλήρωσαν πρόστιμα ύψους μέχρι και 100 ευρώ.
Το Μονφαλκόνε αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση για την Ιταλία: με πληθυσμό 30.000 ανθρώπους, περίπου το ένα τρίτο των κατοίκων είναι ξένοι ή προερχόμενοι κυρίως από το Μπανγκλαντές. Οι περισσότεροι από αυτούς ήρθαν στην πόλη τη δεκαετία του 1990 για να εργαστούν στο ναυπηγείο Φινκαντιέρι, το μεγαλύτερο στην Ευρώπη και ένα από τα μεγαλύτερα στον κόσμο.
«Η ζωή τους είναι ασύμβατη με αυτή των γηγενών Ιταλών», λέει η δήμαρχος Αννα Μαρία Τσισίντ, μέλος του κόμματος Λέγκα του Βορρά. «Και δεν προσφέρουν στην κοινότητά μας απολύτως τίποτα. Μηδέν».
Με πρωτοβουλία της ίδιας ξηλώθηκαν προσφάτως τα παγκάκια που χρησιμοποιούσαν οι μετανάστες για να κάθονται στην κεντρική πλατεία της πόλης, ενώ στις δύο θητείες της έχει πολλάκις ενθαρρύνει διαδηλώσεις ενάντια στα μπουρκίνι (μαγιό – ρούχα που καλύπτουν όλο το σώμα) που φορούν οι μουσουλμάνες στην παραλία. Ερωτηθείσα σχετικά με την απαγόρευση του κρίκετ, δήλωσε πως οι υψηλές ταχύτητες που μπορεί να αναπτύξει το μπαλάκι ύστερα από ένα δυνατό χτύπημα είναι επικίνδυνες για τους πολίτες – και, φυσικά, δεν προτίθεται να δημιουργήσει εγκαταστάσεις για το άθλημα. «Είναι ελεύθεροι να πάνε να παίξουν έξω από την πόλη», λέει.
Ομως οι μετανάστες της πόλης διαμαρτύρονται ότι η μεταχείρισή τους είναι άδικη, καθώς οι ίδιοι αποτελούν νόμιμο και λειτουργικό κομμάτι της πόλης και έχουν δικαίωμα να διασκεδάζουν στον δημόσιο χώρο. «Δεν προκαλούμε κανένα πρόβλημα, πληρώνουμε φόρους», λέει ο Μπαπί. «Ομως δεν μας θέλουν εδώ».
Η 19χρονη Μέχελι, που γεννήθηκε στην Ντάκα του Μπανγκλαντές και ζει από μικρή στην Ιταλία μιλώντας άπταιστα ιταλικά και φορώντας δυτικά ρούχα, λέει πως μόλις πάρει το ιταλικό της διαβατήριο θέλει να φύγει από την πόλη. «Η δήμαρχος νομίζει πως προσπαθούμε να εξισλαμίσουμε την Ιταλία. Εμείς απλώς κοιτάμε τη δουλειά μας και την καθημερινότητά μας», λέει ενώ προσθέτει πως έχει ακούσει βρισιές και έχει δεχθεί επιθέσεις στους δρόμους του Μονφαλκόνε εξαιτίας της καταγωγής της.
Υπογεννητικότητα
Η Ιταλία έχει έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γεννητικότητας στην Ευρώπη. Ενδεικτικά πέρυσι γεννήθηκαν μόλις 379.000 παιδιά στη χώρα των σχεδόν 60 εκατ. κατοίκων. Αντιμετωπίζοντας παράλληλα μια συρρίκνωση της εργατικής τάξης, ειδικοί υπολογίζουν πως η Ιταλία θα χρειαστεί 280.000 ξένους εργάτες έως το 2050 προκειμένου να αντιμετωπίσει το έλλειμμα.
Ομως, με την Ακροδεξιά να κυβερνάει τη χώρα, όλο και περισσότερες φωνές μιλούν για οργανωμένη προσπάθεια αντικατάστασης του πληθυσμού, ρίχνοντας στους μετανάστες το φταίξιμο για τη δημογραφική γήρανση. Στην εν λόγω θεωρία έχει αναφερθεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια και η δήμαρχος Τσισίντ. Πλέον θα μπορεί να μεταδίδει το μήνυμά της από τις Βρυξέλλες, καθώς εξελέγη ευρωβουλευτής στις πρόσφατες εκλογές.