Αρχισαν να γίνονται αισθητές οι παρενέργειες της πολιτικής Ερντογάν, που επιμένει να στηρίζει την ανάπτυξη με τον φθηνό και ανεξέλεγκτο δανεισμό. Ολα δείχνουν πως τα μέτρα που επιβάλλουν οι τουρκικές αρχές στον χρηματοπιστωτικό τομέα πλήττουν την κερδοφορία των τραπεζών και τις εξωθούν σε αναδίπλωση. Λίγες ημέρες μετά την απόφαση της Τράπεζας της Τουρκίας να μειώσει τις προμήθειες που δικαιούνται να χρεώνουν οι τράπεζες στις συναλλαγές με τους πελάτες τους, η μεγαλύτερη τράπεζα της Ολλανδίας, η ING Groep NV, είναι η τελευταία μιας σειράς ευρωπαϊκών τραπεζών που αναθεωρούν την έκθεσή τους στη γειτονική χώρα.
Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg, η ING ετοιμάζεται να εκποιήσει τη μονάδα της στην Τουρκία και βρίσκεται σε επαφή με πιθανούς συμβούλους για την πώληση θυγατρικής της στην Κωνσταντινούπολη. Η κίνησή της δεν οφείλεται μόνον στα τελευταία μέτρα που ανακοίνωσε η Τράπεζα της Τουρκίας. Η ολλανδική τράπεζα έχει έρθει σε επαφή με εγχώριους ανταγωνιστές από τα τέλη του περασμένου έτους, ανιχνεύοντας ενδεχόμενο ενδιαφέρον για εξαγορά της θυγατρικής της. Οπως τονίζουν οι πηγές της τράπεζας που μίλησαν στο Bloomberg σε καθεστώς ανωνυμίας, δεν έχει ακόμη ληφθεί οριστική απόφαση. Η ολλανδική τράπεζα σκέπτεται εδώ και καιρό να εγκαταλείψει την Τουρκία, καθώς η κυβέρνηση Ερντογάν ασκεί έλεγχο στην τραπεζική βιομηχανία και πιέζει τις τράπεζες να χορηγούν εκτεταμένα πιστώσεις προκειμένου να ενισχύεται η ανάπτυξη.
Είχε προηγηθεί μάλιστα δριμεία κριτική που άσκησε στις ιδιωτικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένων των τουρκικών ιδιωτικών τραπεζών, ο Τούρκος υπουργός Οικονομικών Μπεράτ Αλμπαϊράκ, κατηγορώντας τες ότι δεν ενδιαφέρονται για την ευρύτερη οικονομία και δεν χορηγούν επαρκείς πιστώσεις όπως οι κρατικές τράπεζες. Την περασμένη εβδομάδα, άλλωστε, η κεντρική τράπεζα μείωσε τις προμήθειες που δικαιούνται να χρεώνουν τα πιστωτικά ιδρύματα στις συναλλαγές τους, πλήττοντας όμως την κερδοφορία τους, καθώς οι προμήθειες αντιπροσωπεύουν περίπου το 12% των εσόδων τους. Από το 2007 οπότε εισήλθε για πρώτη φορά στην τουρκική αγορά εξαγοράζοντας την Oyakbank AS έναντι 2,7 δισ. δολαρίων, η ING δεν είχε πάντα θετικές εμπειρίες από τη γειτονική χώρα.
Το περασμένο έτος τα κέρδη της θυγατρικής της στην Τουρκία, που κατέχει τη 12η θέση ανάμεσα στις 47 τράπεζες της χώρας, αυξήθηκαν κατά 39% σε 1,47 δισ. τουρκικές λίρες. Η αξία των περιουσιακών της στοιχείων μειώθηκε ελαφρώς, ενώ τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έφτασαν στο 4,3% του συνόλου το τέταρτο τρίμηνο, σημειώνοντας αύξηση από το 2,8% του 2018, οπότε και πούλησε ένα χαρτοφυλάκιο κόκκινων δανείων αξίας 533 εκατ. τουρκικών λιρών έναντι συμβολικού τιμήματος 10 εκατ. λιρών. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη ξένη τράπεζα που αναθεωρεί την έκθεσή της στη γειτονική χώρα. Είχε προηγηθεί η ιταλική UniCredit που μείωσε δραστικά το μερίδιό της στην τουρκική τράπεζα Yapi ve Kredi Bankasi AS. Σύμφωνα, άλλωστε, με πρόσφατο ρεπορτάζ του Reuters, η HSBC Holdings εξετάζει την προοπτική να εγκαταλείψει την τουρκική αγορά στην οποία η πολυεθνική τράπεζα έχει παρουσία από τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Μείωση επιτοκίων
Εν τω μεταξύ, οι κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο ετοιμάζονται να χαλαρώσουν τη νομισματική τους πολιτική και η Τράπεζα της Τουρκίας αναμένεται να ακολουθήσει στην ίδια γραμμή. Ο διοικητής της, Μουράτ Ουισάλ, είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα προχωρήσει σε σειρά μειώσεων των επιτοκίων της τουρκικής λίρας, τις οποίες εγκαινίασε το καλοκαίρι αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του. Θα επικαλεστεί ενδεχομένως την επιβράδυνση του πληθωρισμού που αυξήθηκε τον Φεβρουάριο, αλλά λιγότερο από τις προβλέψεις και βρίσκεται κατ’ εκτίμησιν στο 12,7%. Παραμένει σε ανησυχητικά υψηλά επίπεδα, και ένας νέος γύρος χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής μπορεί να προκαλέσει ξανά μαζική έξοδο του ξένου κεφαλαίου από τους τουρκικούς τίτλους και από τη χώρα. Σε ό,τι αφορά τον κ. Ουισάλ, διαδέχθηκε τον Μουράτ Τσετίνκαγια τον οποίο απέπεμψε πέρυσι το καλοκαίρι η κυβέρνηση Ερντογάν ως «ανυπάκουο», επειδή αντιστεκόταν στις πιέσεις για μειώσεις των επιτοκίων.
kathimerini.gr