Οι προκλητικές αναφορές της Βόρειας Κορέας, την περασμένη Πέμπτη,περί δοκιμαστικής εκτόξευσης βαλλιστικών πυραύλων προς τη νήσο Γκουάμ βάθυναν την πρόκληση που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση Τραμπ για το πώς να χειριστεί τα πυραυλικά προγράμματα της Πιονγιάνγκ, χωρίς να διολισθήσει σε έναν ευρύτερο πόλεμο.
Ο πρόεδρος Τραμπ έχει καταστήσει σαφές ότι στόχος του είναι να μην επιτρέψει στη Βόρεια Κορέα να αποκτήσει την ικανότητα να διαθέτει μεγάλου βεληνεκούς πυρηνικό βαλλιστικό πύραυλο που θα μπορούσε να χτυπήσει τις ΗΠΑ. Και παρότι το Πεντάγωνο εξακολουθεί να ελπίζει σε μία διπλωματική λύση, έχουν αρχίσει να συζητούνται απόρρητες στρατιωτικές επιλογές, οι οποίες είχαν τεθεί σοβαρά επί τάπητος για τελευταία φορά, όταν η κυβέρνηση Κλίντον εξέταζε μία προληπτική δράση προκειμένου να σταματήσει το πυρηνικό πρόγραμμα της Βόρειας Κορέας. Ωστόσο, ακόμα και μία περιορισμένης έκτασης επίθεση εναντίον ενός βορειοκορεατικού πυραύλου στη βάση του, ή η καταστροφή ενός πυραύλου στον αέρα, θα μπορούσαν να προκαλέσουν άλλες συνέπειες, καθώς ο ηγέτης της Βόρειας Κορέας ίσως να απαντούσε βυθίζοντας την κορεατική χερσόνησο σε έναν πόλεμο.
«Ακόμα και στην περίπτωση ενός προληπτικού χτυπήματος κατά του Κιμ, όχι απαραίτητα με πυρηνικό όπλο, είναι πολύ πιθανό ότι θα προκαλούσε την αντίδραση του τελευταίου τουλάχιστον με συμβατικά όπλα κατά της Νότιας Κορέας», σημειώνει ο ναύαρχος εν αποστρατεία και νυν πρύτανης της Σχολής Φλέτσερ, Τζέιμς Σταυρίδης.
Η πρώτη αντίδραση της κυβέρνησης Τραμπ κινήθηκε στον χώρο της διπλωματίας. Ο υπουργός Εξωτερικών Ρεξ Τίλερσον άφησε να εννοηθεί ότι η Ουάσιγκτον θα ξεκινούσε διάλογο με την Πιονγιάνγκ εάν η τελευταία σταματούσε τις δοκιμές πυραύλων. Ωστόσο, την Πέμπτη η τελευταία ανέβασε τους τόνους, λέγοντας ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να δοκιμάσει τέσσερις πυραύλους στα διεθνή ύδατα κοντά στην Γκουάμ, όπου βρίσκονται η αεροπορική και η ναυτική βάση των ΗΠΑ.
Από την πλευρά του ο πρόεδρος Τραμπ διεμήνυσε ότι υπάρχουν πολλές στρατιωτικές επιλογές. Αυτές περιλαμβάνουν τη χρήση βομβαρδιστικών και την εκτόξευση πυραύλων από πλοία. Ωστόσο, πολύ λίγες από τις επιλογές αυτές είναι απλές. Πρώην αξιωματούχοι του Πενταγώνου υπογραμμίζουν το περίπλοκο σκηνικό, τονίζοντας κυρίως το δύσκολο έργο της μεταφοράς των περίπου 250 χιλιάδων Αμερικανών που ζουν στη Σεούλ και σε άλλες πόλεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν στόχο. Το γεγονός, δε, ότι η Βόρεια Κορέα εκτός από πυρηνικά όπλα, έχει στην κατοχή της επίσης χημικά και βιολογικά, περιπλέκει ακόμα περισσότερο την εξίσωση.
Αμερικανοί στρατιωτικοί ειδικοί δεν είναι βέβαιοι ότι θα είναι δυνατόν να εντοπισθούν και να καταστραφούν όλοι οι πύραυλοι και οι πυρηνικές κεφαλές της Βόρειας Κορέας. Και τότε θα εναπόκειτο στα αντιπυραυλικά συστήματα άμυνας των ΗΠΑ να καταστρέψουν τους εισερχόμενους πυραύλους που θα στόχευαν την Αμερκή και τους συμμάχους της.
«Ολο αυτό δεν θα τελείωνε καλά. Οι ΗΠΑ θα νικούσαν, αλλά το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν πολύ άσχημο», εκτιμά η Κριστίν Γουόρμουθ, επικεφαλής στρατηγικής του Πενταγώνου στο τέλος της κυβέρνησης Ομπάμα.
Οι διπλωματικές προσπάθειες περιπλέκονται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι η Αμερική θα πρέπει να πείσει την Κίνα για τη σοβαρότητα με την οποία αντιμετωπίζει το θέμα και την ετοιμότητά της να επιτεθεί, καθώς μόνο σ’ αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να εξασφαλίσει την παρέμβαση του Πεκίνου προς την Πιονγιάνγκ, που είναι αναγκαία για την επίτευξη πολιτικής λύσης.