Φαρμακευτικές εταιρείες και εταιρείες βιοτεχνολογίας δίνουν μάχη με το χρόνο για την ανάπτυξη του εμβολίου καταπολέμησης της νόσου Covid-19.
Με ερωτηματικό για το πότε θα είναι διαθέσιμο, εξίσου άγνωστο είναι και το πόσο θα κοστίζει το πολύτιμο εμβόλιο και ποιος θα πληρώσει για τη χορήγησή του, καθώς οι τιμές κυμαίνονται από 3 δολάρια έως πάνω από 30 δολάρια η δόση. Υπό αυτό το πρίσμα, εγείρονται ερωτήματα για το εάν οι φτωχότερες χώρες θα έχουν πρόσβαση στο εμβόλιο.
Η συζήτηση επικεντρώνεται στο εξής ερώτημα, τόσο από ηθική όσο και από πρακτική άποψη: Εάν οι φαρμακευτικές θα πρέπει να συνεργασθούν με τις ανεπτυγμένες χώρες, διασφαλίζοντας την επιβολή πλαφόν στις χρεώσεις για τις φτωχότερες χώρες, επισημαίνουν οι «FT» σε δημοσίευμά τους.
Παρότι έχουν διατεθεί αρκετά δισ. δολάρια δημόσιου χρήματος για την ανάπτυξη του εμβολίου Covid-19, μέχρι τώρα οι φαρμακευτικές εμφανίζονται απρόθυμες να συζητήσουν πόσο θα κοστίζει η δόση, αναφέρεται στο δημοσίευμα. Σύμφωνα με τις εταιρείες, η κοστολόγηση του εμβολίου εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η αποτελεσματικότητα, αποτελέσματα κλινικών δοκιμών, ανάπτυξη και κόστος παραγωγής, ανταγωνισμό, ζήτηση, καθώς και εάν ο αγοραστής είναι ιδιώτης -όπως οι ασφαλιστικές- ή κρατικός φορέας.
Μέχρι στιγμής, η τιμολόγηση όλων των συμφωνιών για τα εμβόλια περιβάλλεται από πέπλο μυστικότητας, με τις εταιρείες και δημόσιους οργανισμούς να υπερασπίζονται το δικαίωμά τους στην εμπιστευτικότητας. Σύμφωνα όμως με τους «FT», που επικαλούνται πηγές με γνώση των συνομιλιών μεταξύ φαρμακευτικών και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η AstraZeneca έχει πωλήσει το εμβόλιό της περίπου στα 3 με 4 δολάρια ανά δόση σε συμφωνίες με την Ε.Ε., ενώ στην περίπτωση της Johnson & Johnson και του εμβολίου που αναπτύσσει από κοινού με τις Sanofi και GSK υπολογίζεται περίπου στα δέκα δολάρια ανά δόση.
Στον αντίποδα, η Moderna -μια σχετικά νεότερη και ζημιογόνος εταιρεία- επεδίωξε τιμή περίπου 50 με 60 δολάρια ανά δόση, έχοντας ζητήσει αρχικά διπλάσιο ποσό. Κάποιες άλλες εταιρείες βιοτεχνολογίας, όπως η CureVac, έχουν αναφέρει ότι θα ζητήσουν «ηθικό εύρος» για τις τιμές τους.
Κατόπιν πιέσεων από κοινωνικές οργανώσεις και έπειτα από διάφορα δημοσιεύματα στα media, ορισμένες εταιρείες αποκάλυψαν λεπτομέρειες για την τιμολόγηση του εμβολίου. Η Moderna προέβη στη συγκεκριμένη κίνηση τον Αύγουστο, ανακοινώνοντας μέγιστη τιμή στα 37 δολάρια ανά δόση. Η Sinovac -μια από τους πρωτοπόρους της Κίνας στην ανάπτυξη του εμβολίου- άρχισε αυτή την εβδομάδα την πώλησή του σε επιλεγμένες πόλεις και σε τιμή 60 δολαρίων για δύο δόσεις, στο πλαίσιο προγράμματος έκτακτης χρήσης με εκατοντάδες χιλιάδες συμμετέχοντες.
Το μείζον ερώτημα που ανακύπτει αφορά το κατά πόσον οι φτωχότερες χώρες θα έχουν τη δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στο κόστος του εμβολίου ή θα μείνουν πίσω. Ο δισεκατομμυριούχος ιδρυτής της Microsoft, Μπιλ Γκέιτς, υποστήριξε σε συνέντευξή του στους «FT» ότι οι φαρμακευτικές θα πρέπει να υποστηρίξουν ένα σύστημα όπου οι πλούσιες χώρες θα επιδοτούν τα εμβόλια, έτσι ώστε οι φτωχές χώρες να μην πληρώνουν περισσότερα από 3 δολάρια για κάθε δόση. Ο κ. Γκέιτς, εκ των προέδρων του φιλανθρωπικού Ιδρύματος Bill & Melinda Gates, εξέφρασε την ελπίδα ότι μακροπρόθεσμα ο ανταγωνισμός θα κρατήσει χαμηλές τις τιμές. Από την άλλη, παραδέχθηκε ότι οι τιμές για ορισμένα εμβόλια πιθανότατα θα παραμείνουν πιο υψηλές έναντι άλλων. Για παράδειγμα, τα εμβόλια mRNA, όπως αυτά που αναπτύσσουν οι Moderna, Pfizer και η συνεργασία BioNTech, είναι πιο ακριβά στην παρασκευή τους από ό,τι τα εμβόλια που βασίζονται σε τροποποιημένο αδενοϊό, όπως τα εμβόλια που αναπτύσσουν οι AstraZeneca και το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.
Μια βασική πρόκληση για αποτελεσματικό σχεδιασμό και τιμολόγηση είναι ότι στην περίπτωση του εμβολίου κατά της νόσου Covid-19 δεν ακολουθήθηκε ο φυσιολογικός, δεκαετής κύκλος ανάπτυξης, δηλώνει στους «FT» ανώτατος Ευρωπαίος αξιωματούχος. «Προσπαθούμε να συμπιέσουμε το χρόνο σε 12 με 18 μήνες και όχι για την παραγωγή λίγων εμβολίων αλλά εκατοντάδων εκατομμυρίων, ίσως και δισεκατομμυρίων. Και αυτό είναι ριψοκίνδυνο», εξηγεί ο αξιωματούχος.