Η αύξηση του δανεισμού της κυβέρνησης εξαιτίας της ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία έχει φέρει τις ΗΠΑ σε μια κατάσταση ανάλογη εκείνης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: προκειμένου να αποπληρώσει το δημόσιο χρέος, η χώρα θα κληθεί να καταβάλει ένα κεφάλαιο σχεδόν ισόποσο με το σύνολο της αμερικανικής οικονομίας. Και όμως, αρκετοί οικονομολόγοι και φανατικοί της δημοσιονομικής πειθαρχίας ασκούν πιέσεις ζητώντας από την κυβέρνηση να δανειστεί περισσότερα για να δώσει ώθηση στην ανάκαμψη της οικονομίας.
Ο όγκος του δημοσίου χρέους των ΗΠΑ έχει αυξηθεί τόσο ώστε τείνει να υπερβεί το μέγεθος της οικονομίας για το δημοσιονομικό έτος 2020. Σύμφωνα, άλλωστε, με ανακοίνωση που εξέδωσε χθες το γραφείο προϋπολογισμού του Κογκρέσου, αναμένεται να το υπερβεί το επόμενο έτος, όταν η ύφεση της πανδημίας θα οδηγήσει σε πτώση των φορολογικών εσόδων και αύξηση των κρατικών δαπανών, ενώ θα υπαγορεύσει ρεκόρ δανεισμού.
Το χρέος του ομοσπονδιακού κράτους των ΗΠΑ ως ποσοστό της οικονομίας αναμένεται ότι το 2023 θα έχει υπερβεί τα επίπεδα της εποχής μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκτιμάται ότι στο τέλος του οικονομικού έτους το χρέος θα έχει φθάσει συνολικά στα 20,3 τρισεκατομμύρια δολάρια, όταν το ΑΕΠ των ΗΠΑ υπολογίζεται ότι θα ανέρχεται σε 20,6 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Παλαιότερες προβλέψεις αναλυτών κατέτειναν σε ένα τέτοιο επίπεδο χρέους για τα τέλη της δεκαετίας. Η προοπτική αυτή είχε ήδη ανησυχήσει τους «ιέρακες» της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ουάσιγκτον, που προειδοποιούσαν πως η διόγκωση των ελλειμμάτων θα δημιουργήσει πρόβλημα στον προϋπολογισμό και θα οδηγήσει σε «πάγωμα» των επενδύσεων. Η πανδημία, όμως, κατέστησε εκτός τόπου και χρόνου αυτές τις προβλέψεις και εξώθησε ακόμη και τους πλέον πιστούς οπαδούς της δημοσιονομικής σύνεσης να πιέζουν για αύξηση του δανεισμού προκειμένου να κρατηθούν στη ζωή άνθρωποι και επιχειρήσεις και να αντέξουν τα δεινά μιας ραγδαίας ύφεσης και μιας υποτονικής πλέον ανάκαμψης. Οπως τόνισε η Μάγια Μαγκίνες, πρόεδρος της επιτροπής Υπεύθυνου Ομοσπονδιακού Προϋπολογισμού, «πρέπει να ανησυχούμε πολύ για το έλλειμμα και να προχωρήσουμε στη διεύρυνσή του».
Το τέλοςΠρόκειται για το τέλος μιας μακράς περιόδου στη διάρκεια της οποίας υποχωρούσε διαρκώς η ανησυχία για τον δανεισμό της Ουάσιγκτον, ιδιαιτέρως μεταξύ των Ρεπουμπλικανών. Το 2017 οι Ρεπουμπλικανοί υπερψήφισαν φοροαπαλλαγές ύψους 1,5 τρισεκατομμυρίου δολαρίων που προωθούσε ο πρόεδρος Τραμπ και τα στελέχη του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος επέμεναν ότι θα είναι ένα μέτρο αποδοτικό. Τελικά, όμως, απλώς αύξησε το έλλειμμα, που υπερέβη το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια το 2019, πριν από την πανδημία, κάνοντας άλμα 17% από τα επίπεδα του 2018. Στο μεταξύ, οι φοροαπαλλαγές και οι αυξημένες δαπάνες οδηγούσαν την κυβέρνηση σε όλο και περισσότερο δανεισμό.
Η πανδημία έχει βυθίσει την αμερικανική οικονομία στη χειρότερη ύφεση τριμήνου των τελευταίων 75 χρόνων και διόγκωσε παράλληλα το έλλειμμα. Δεδομένου ότι εκατομμύρια Αμερικανοί έχουν μείνει άνεργοι και αμέτρητες επιχειρήσεις έχουν κλείσει, τα φορολογικά έσοδα έχουν μειωθεί τόσο για την κεντρική κυβέρνηση όσο και για τις πολιτείες και τις κοινοτικές αρχές. Το Κογκρέσο και ο πρόεδρος Τραμπ έσπευσαν να εγκρίνουν μέτρα άνω των 3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων για να βοηθήσουν επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Αυτές οι δαπάνες υπαγόρευσαν την αύξηση του δανεισμού, που οδήγησε σε περαιτέρω διεύρυνση των ελλειμμάτων. Είχαν, όμως, προηγηθεί χρόνια στη διάρκεια των οποίων διευρύνονταν τα ελλείμματα ακόμη και εν μέσω μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης. Το δημοσιονομικό έλλειμμα αναμένεται, έτσι, να φθάσει στα 3,3 τρισεκατομμύρια δολάρια το οικονομικό έτος 2020 και να είναι υπερτριπλάσιο εκείνου του περασμένου έτους.