Σε συμφωνία να χρησιμοποιείται η αεροπορική Βάση της Λάρισας για την ανάπτυξη μη επανδρωμένων αεροσκαφών της αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας, προχώρησε η κυβέρνηση διά μέσου του υπουργού Εθνικής Aμυνας, Πάνου Καμμένου.
Αυτά ανακοινώθηκαν χθες στο Πεντάγωνο τη 18η Συνάντηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Υψηλού Επιπέδου Ελλάδας και ΗΠΑ.
Στη συνάντηση, που έγινε υπό τη σκιά πιθανής επέμβασης των αμερικανικών και συμμαχικών δυνάμεων στη Συρία, εκτός από τον υπουργό, από την ελληνική πλευρά παρευρέθη και ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Ευάγγελος Αποστολάκης, ενώ από την αμερικανική πλευρά συμμετείχαν ο αναπληρωτής βοηθός υπουργός Aμυνας των ΗΠΑ, Τόμας Γκόφους, ο αναπληρωτής βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ υπεύθυνος για τα ευρωπαϊκά και ευρασιατικά θέματα, Τζόναθαν Κοέν, ο Αμερικανός πρέσβης, Τζέφρι Πάιατ, και ο πτέραρχος Τοντ Γουόλτερς, επικεφαλής της διοίκησης αμερικανικών αεροπορικών δυνάμεων Ευρώπης-Αφρικής.
Σε αυτήν, όπως ανέφερε η ανακοίνωση του υπουργείου, επιβεβαιώνοντας τις πληροφορίες που κυκλοφορούσαν, τονιζόταν ότι: «Σε αυτό το πλαίσιο (σ.σ.: της διεύρυνσης της συνεργασίας) και ως απτό δείγμα της πολιτικής βούλησης για περαιτέρω ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας, οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία για Μνημόνιο Κατανόησης για προβλήτα ΝΑΤΟ και εγκαταστάσεις ναυτικής υποστήριξης, καθώς και Τεχνική Διευθέτηση για ανάπτυξη αεροσκαφών της Πολεμικής Αεροπορίας των ΗΠΑ».
Συγκεκριμένα, οι πληροφορίες ανέφεραν ότι θα συζητείτο η αναβάθμιση της στρατηγικής σημασίας βάση της Σούδας και θα επικυρωνόταν η συμφωνίας της μετασταθμεύσεως των αμερικανικών μη επανδρωμένων αεροσκαφών (UAV) τύπου MQ-9 Reaper στην Αεροπορική Βάση της Λάρισας.
«Αμυντική συνεργασία»
Αξίζει να αναφερθεί ότι η προηγούμενη συνάντηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχε πραγματοποιηθεί το καλοκαίρι του 2016 στην Ουάσινγκτον και έκτοτε είχε μείνει ανενεργή.
Για την ίδια συνάντηση σημειώνεται ότι εξέδωσε ανακοίνωση και η αμερικανική πρεσβεία, στην οποία αναφερόταν πως συζητήθηκαν οι «ευκαιρίες για την προώθηση της διμερούς αμυντικής συνεργασίας τους προσεχείς μήνες» και ότι συζητήθηκαν «θέματα κοινού στρατηγικού ενδιαφέροντος, όπως η σταθεροποίηση της Ανατολικής και Νότιας Πτέρυγας του ΝΑΤΟ, οι κοινές επιχειρήσεις της ευρωατλαντικής συμμαχίας και οι ευκαιρίες εμβάθυνσης της συνεργασίας στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο».