Η ανθρώπινη υπογονιμότητα αποτελεί, για τον δυτικό κόσμο τουλάχιστον, ένα υπαρκτό ιατρικό πρόβλημα εδώ και δεκαετίες. Ένα πρόβλημα με αίτια όχι μόνο ιατρικά, αλλά και κοινωνικά, ανθρωπολογικά, και μερικές φορές και οικονομικά.
Υπολογίζεται ότι 1 στα 6 ζευγάρια παγκοσμίως θα έρθει αντιμέτωπο με δυσκολίες στην απόκτηση ενός παιδιού. Και στις μισές από αυτές τις περιπτώσεις, ίσως και παραπάνω, το αίτιο σχετίζεται με τον λεγόμενο ανδρικό παράγοντα. Την ικανότητα, δηλαδή, των ανθρώπινων σπερματοζωαρίων να γονιμοποιήσουν το ωάριο.
Παρόλα αυτά, λόγοι κοινωνικοί (ο μύθος του παντοδύναμου αρσενικού) και λόγοι ιατρικοί (τα μεγάλα ποσοστά επιτυχίας της εξωσωματικής) έχουν συμβάλλει ώστε λίγες θεραπείες να έχουν μελετηθεί και ακόμα λιγότερες να έχουν χρησιμοποιηθεί στην καθημερινή κλινική πράξη για τη βελτίωση της ποιότητας του ανθρώπινου σπέρματος.
Είναι γνωστό ότι οι “απαιτήσεις” που υπάρχουν για την ποιότητα του σπέρματος είναι διαφορετικές ανάλογα με τον τρόπο σύλληψης και αυτό μπορεί να δημιουργήσει παρανοήσεις. Για παράδειγμα, χρειάζονται τουλάχιστον 12.000.000 σπερματοζωάρια ανά ml για να επιτευχθεί φυσική σύλληψη. Ως εκ τούτου, υπάρχει σε αρκετούς η εντύπωση ότι με την τεχνική της μικρογονιμοποίησης ICSI (όπου απαιτείται ελάχιστος αριθμός σπερματοζωαρίων), δε χρειάζεται να φροντίσουμε ιδιαίτερα τον ανδρικό παράγοντα.
“ΕΝΑ σπερματοζωάριο θα βρεθεί! ΔΕΝ μπορεί! Και αν δεν βρεθεί, υπάρχει πάντα η λύση της δωρεάς σπέρματος από δότη!” είναι η λανθασμένη σκέψη.
Υιοθετώντας σε έναν βαθμό την παραπάνω λογική, η σύγχρονη Ιατρική σχεδόν εθελοτυφλούσε, μέχρι πρόσφατα τουλάχιστον, μπροστά σε γεγονότα ιατρικά (το σπερματοζωάριο δεν αποτελεί μόνο έναν μεταφορέα γενετικής πληροφορίας, αλλά παίζει σημαντικό ρόλο σε όλη τη διαδικασία της γονιμοποίησης), σε προβλήματα ηθικά και δεοντολογικά (π.χ. τα προβλήματα που προέκυψαν από τη δωρεά γαμετών), και σε ερωτήματα ψυχολογικά (π.χ. ποιος ο ρόλος του άνδρα στην απόκτηση ενός παιδιού).
Τα πιο πρόσφατα επιστημονικά δεδομένα της Ανδρολογίας, του κλάδου δηλαδή της Ιατρικής που ασχολείται με το ανδρικό γεννητικό σύστημα, καταδεικνύουν ότι το ανθρώπινο σπερματοζωάριο είναι εξαιρετικά ευαίσθητο στις επιδράσεις της καθημερινότητας του άνδρα, από το κάπνισμα μέχρι το επαγγελματικό περιβάλλον και την επίδραση βιομηχανικών χημικών (κλασικό παράδειγμα είναι οι φθαλικοί εστέρες που χρησιμοποιούνται στην επεξεργασία του πλαστικού). Αυτό ισχύει ακόμα και αν δεν υπάρχει συνυπάρχουσα νοσηρότητα, αν δηλαδή ο άνδρας δεν πάσχει από άλλα νοσήματα.
Και αν όλοι οι άνδρες, της γενιάς μου τουλάχιστον, θυμούνται τη μαμά τους να τους πηγαίνει με το ζόρι να κολλήσουν “μαγουλάδες”, ώστε να μην πάθουμε μόνιμη βλάβη στους όρχεις αν τις κολλήσουμε στην ενήλικη ζωή, σήμερα δε δίνουμε την ανάλογη σημασία στο γεγονός ότι μία διαταραγμένη ανδρική γονιμότητα, ένα προβληματικό σπερμοδιάγραμμα δηλαδή, μπορεί να οφείλεται σε συνηθισμένα προβλήματα π.χ. την παχυσαρκία ή τις θυρεοειδοπάθειες, προβλήματα δηλαδή τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν, βελτιώνοντας ταυτόχρονα την ποιότητα των σπερματοζωαρίων.
Δεχόμαστε σχεδόν μοιρολατρικά, τόσο οι άνδρες όσο και τα ζευγάρια, τη διάγνωση της ανδρικής υπογονιμότητας, την ολιγο-ασθενο-τερατοζωοσπερμία δηλαδή, συχνά χωρίς να αναζητήσουμε καν την απάντηση στο γιατί και πολύ περισσότερο χωρίς να αναρωτηθούμε αν μπορεί να γίνει κάτι για να θεραπευθεί.
Αν γκουγκλάρουμε (ο νέος τρόπος αναζήτησης ιατρικής πληροφορίας) τον όρο ανδρική υπογονιμότητα, θα διαπιστώσουμε ότι, και στη χώρα μας, υπάρχουν διαθέσιμα κέντρα και θεραπείες για νοσήματα και καταστάσεις που μέχρι πρόσφατα ήταν ένα είδος τελεσίδικης καταδίκης για τον άνδρα, π.χ. για την αζωοσπερμία, την απουσία δηλαδή σπερματοζωαρίων. Εμπειρικές ή μη, ορμονικές ή φυτικές, φαρμακευτικές ή χειρουργικές, οι καινούργιες θεραπευτικές προσεγγίσεις δίνουν όχι μόνο ελπίδες, αλλά και απτά αποτελέσματα, όχι μόνο για τη βελτίωση των αποτελεσμάτων της εξωσωματικής γονιμοποίησης, αλλά και μερικές φορές για την επίτευξη σύλληψης με φυσικό τρόπο.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι θεραπείες της ανδρικής υπογονιμότητας είναι πλέον πολυπαραγοντικές, αφού πολυπαραγοντική συνήθως είναι και η αιτία. Από το οξειδωτικό stress, τις ορμονικές διαταραχές (π.χ. τον υπογοναδισμό, όψιμο ή ιδιοπαθή), τις ανατομικές διαταραχές (συγγενείς ή επίκτητες π.χ. την κιρσοκήλη και τους τραυματισμούς), τη λήψη ή μη φαρμάκων (π.χ. τα αναβολικά), έως τις γενετικές διαταραχές (π.χ. τις μεταθέσεις γενετικού υλικού), πολλά είναι που μπορούν να γίνουν για την ανδρική υπογονιμότητα, τόσο διαγνωστικά όσο και, πρωτίστως, θεραπευτικά.
Η μελέτη της ανδρικής υπογονιμότητας ξεκινά από το σπερμοδιάγραμμα, αλλά δεν τελειώνει εκεί. Ορμονικές εξετάσεις, μελέτη του οξειδωτικού stress, απεικονιστικές εξετάσεις (π.χ. υπερηχογραφικός έλεγχος) είναι απαραίτητες αν θέλουμε να διαπιστώσουμε, σε ένα μεγάλο ποσοστό τουλάχιστον, την αιτία του ανδρικού προβλήματος.
Και ο ακρογωνιαίος λίθος της ιατρικής θεραπείας είναι η αναζήτηση της αιτίας.
Είναι κάτι που ο υπογόνιμος άνδρας δεν οφείλει μόνο στη σύντροφό του και στην κοινή τους προσπάθεια για την απόκτηση ενός υγιούς παιδιού, αλλά και στον εαυτό του, αφού σύμφωνα με τις τελευταίες μελέτες, οι υπογόνιμοι άνδρες ζουν λιγότερο από τον μέσο όρο.
Και αυτό μπορούμε να το προλάβουμε.
Πέτρος Κ. Δρέττας
Ουρολόγος – Ανδρολόγος