Άρθρο του Απόστολου Καρασακαλίδη (Νομική Σχολή ΑΠΘ) στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.
Αναλυτικά:
«Το πρόσφατο διάγγελμα του Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, σχετικά με την απαγόρευση της άσκοπης κυκλοφορίας πυροδότησε ένα κύμα διενέξεων και αμφισβητήσεων μεταξύ των Ελλήνων πολιτών που εκδηλώνεται έντονα στο διαδίκτυο και τα social media το τελευταίο 24ωρο αναφορικά με την αναγκαιότητα του μέτρου αλλά και τη νομική του θεμελίωση.
Είναι γεγονός πως τις τελευταίες εβδομάδες ολόκληρος ο πλανήτης έχει τεθεί αντιμέτωπος με μία πρωτοφανή-για τα σύγχρονα δεδομένα-απειλή, η οποία ακούει στο όνομα «κορωνοϊός». Με την κατάσταση να έχει ξεφύγει εντελώς από τον έλεγχο της κυβέρνησης σε γείτονες χώρες όπως η Ιταλία, όπου τα κρούσματα και οι θάνατοι από τον ιό πολλαπλασιάζονται καθημερινά με εκθετικούς ρυθμούς, η Ελληνική Κυβέρνηση (η οποία από την αρχή χειρίστηκε την κατάσταση με μεγάλη υπευθυνότητα) αποφάσισε να προβεί σε απαγόρευση κάθε άσκοπης κυκλοφορίας εντός της ελληνικής επικράτειας ώστε να προλάβει την περαιτέρω εξάπλωση του ιού.
Αρκετές είναι όμως οι φωνές που υποστηρίζουν πως το συγκεκριμένο μέτρο ήταν αχρείαστο λόγω του μικρού αριθμού των κρουσμάτων που έχουν ανακοινωθεί στη χώρα μας, ενώ παράλληλα ισχυρίζονται πως αποτελεί καταχρηστική προσβολή, από την πλευρά του κράτους, της προσωπικής ελευθερίας του ατόμου που κατοχυρώνεται Συνταγματικά στο άρθρο 5 παρ. 3.
Πράγματι, το συγκεκριμένο μέτρο περιορίζει σε έναν βαθμό την προσωπική ελευθερία των πολιτών αλλά όχι καταχρηστικά και αυθαίρετα, καθώς λαμβάνεται στο πλαίσιο υλοποίησης της θεμελιώδους υποχρέωσης του Κράτους να μεριμνά για τη Δημόσια Υγεία(Αρ.21 παρ. 3 Συντάγματος). Ειδικότερα, η υψηλή μεταδοτικότητα του ιού και η επικινδυνότητά του, σε συνδυασμό με την ημερήσια αύξηση των κρουσμάτων στη χώρα μας παρά τα μέτρα που ελήφθησαν κατά το προηγούμενο διάστημα, καθιστούν πρόσφορο και αναγκαίο το μέτρο της απαγόρευσης όλων των άσκοπων μετακινήσεων.
Επιπρόσθετα, παρόλο που φαινομενικά το μέτρο της απαγόρευσης αυτής εμφανίζεται να θίγει τον «σκληρό κανονιστικό πυρήνα» του δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας, στην ουσία κάτι τέτοιο δεν ισχύει, καθώς έχουν προβλεφθεί πολλές εξαιρέσεις έτσι ώστε να επιτρέπονται, με εύκολο τρόπο, όλα τα ακόλουθα:
1) Η μετακίνηση προς και από τον τόπο εργασίας.
2) Η μετακίνηση για την προμήθεια τροφίμων και φαρμάκων.
3) Η μετάβαση σε τράπεζα.
4) Η μετακίνηση για επίσκεψη σε γιατρό ή σε πρόσωπο που χρειάζεται φροντίδα.
5) Η κυκλοφορία σε όσους συνοδεύουν το κατοικίδιό τους ή αθλούνται σε εξωτερικό χώρο.
6) Η εφάπαξ μετάβαση στον τόπο κατοικίας τους για όσους βρίσκονται σε αστικά κέντρα
Αυτές οι εξαιρέσεις που προβλέφθηκαν έτσι ώστε, εν τέλει, να απαγορεύεται μόνο η άσκοπη μετακίνηση (πχ ταξίδια αναψυχής, έξοδοι για διασκέδαση), καθιστούν Συνταγματικά ανεκτό τον περιορισμό που έθεσε η κυβέρνηση, ενόψει της προστασίας της Δημόσιας υγείας, ενός αγαθού που είναι τόσο σπουδαίο, ώστε αποτελεί προϋπόθεση για όλα τα υπόλοιπα. Πέραν όμως από το νομικό σκέλος, ο συγκεκριμένος περιορισμός είναι ηθικοπολιτικά επιβεβλημένος για κάθε σύγχρονο κοινωνικό κράτος δικαίου που σέβεται την ανθρώπινη ύπαρξη ως αυταξία και αυτοσκοπό. Τέλος, το γεγονός πως ο ιός έχει δυσμενέστερες επιπτώσεις στην υγεία των μεγαλύτερης ηλικίας ανθρώπων δεν αποτελεί ικανό έρεισμα για να κρίνουμε τα μέτρα της κυβέρνησης ως υπερβολικά, αλλά αφορμή για να επιδείξουμε -ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί – κοινωνική αλληλεγγύη».