Σε ένα ατέρμονο οικονομικό τέλμα έχουν βρεθεί από την αρχή του lockdown έως και σήμερα οι οίκοι ανοχής, με τις επιχειρήσεις του κλάδου να αναγκάζονται να σβήνουν οριστικά τα κόκκινα φωτάκια εξαιτίας των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος, ενώ την ίδια ώρα παρατηρείται -για ακόμη μία περίοδο- έξαρση στον παράνομο έρωτα κατ’ οίκον.
Ο πληρωμένος έρωτας ανέκαθεν ήταν μια σταθερά στην έντονη νυχτερινή ζωή της Ελλάδας. Εν μέσω ανησυχιών όμως για το κύμα ακρίβειας που σαρώνει την πλειονότητα των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων, ακόμη και το επονομαζόμενο αρχαιότερο επάγγελμα δέχεται σοβαρό πλήγμα. Εκτός από τα αλυσιδωτά λουκέτα, οι δυσβάσταχτοι λογαριασμοί οδηγούν -όσους εναπομείναντες- επιχειρηματίες σε έκτακτες λύσεις με ελπίδα τη μείωση στην κατανάλωση ρεύματος.
Όπως εξηγεί στο ThessToday.gr η πρόεδρος του Σωματείου Εκδιδόμενων Προσώπων Ελλάδας (Σ.Ε.Π.Ε.), Έλλη Κανελλοπούλου, προ πανδημικής – οικονομικής κρίσης οι οίκοι ανοχής λειτουργούσαν επί εικοσιτετραώρου βάσεως τα air-condition. Κάτι, που, όπως σημειώνει η ίδια, έχει πλέον σταματήσει.
Αναμονή να… δροσίσει ο καιρός
«Ο λογαριασμός ρεύματος για έναν μέσο οίκο ανοχής ανέρχεται στα 1.000 ευρώ – ενδεχομένως και περισσότερο. Οπότε όλοι μας λαμβάνουμε τα μέτρα μας, προσπαθώντας να μειώσουμε την κατανάλωση. Πολλοί πλέον κλείνουν τα κλιματιστικά στα δωμάτια όταν δεν υπάρχει πελάτης, με αποτέλεσμα να υπάρχει… αναμονή έως ότου δροσιστεί. Παλαιότερα βέβαια δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, απλώς πλέον είναι μια έκτακτη λύση, όπως φυσικά και το να κλείνουμε τα φώτα», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Σύμφωνα με την πρόεδρο του Σωματείου, η ακρίβεια οδηγεί σε λουκέτα των επιχειρήσεων του κλάδου, τα λουκέτα στην άνθηση της παράνομης εργασίας και η «μαύρη» αγορά στην κατάρρευση του κλάδου. «Οι νόμιμες εργαζόμενες στους οίκους ανοχής αγγίζουν μόλις το 6%, ενώ το ποσοστό των παράνομων έχει εκτοξευτεί πάνω από το 90%. Αυτό που θα γίνει είναι ότι θα τα κλείσουν όλοι και οι εργαζόμενοι του χώρου θα βγουν στους δρόμους, κάτι το οποίο ήδη παρατηρείται σε πολύ μεγάλο βαθμό», σημείωσε χαρακτηριστικά, υπογραμμίζοντας ότι «τίθεται πλέον ζήτημα επιβίωσης. Ο κίνδυνος είναι καθημερινός και πλέον έχουμε φτάσει σε σημείο που λέμε ότι “δεν βγαίνουμε”».