Yπό την «επήρεια» των πρόσφατων πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων (ευρωεκλογές και αυτοδιοικητικές εκλογές), θα διεξαχθούν οι εθνικές εκλογές την επόμενη Κυριακή, γεγονός με πολλαπλά συνακόλουθα, τα οποία θα έχουν άμεσο αντίκτυπο στο πολιτικό σκηνικό που θα διαμορφωθεί από την επόμενη ημέρα. Επιπλέον, στις 7 Ιουλίου θα πραγματοποιηθούν για πρώτη φορά εθνικές εκλογές στην Ελλάδα, εν μέσω θέρους, έπειτα από μία σχεδόν εκατονταετία. Οι προηγούμενες εθνικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν καλοκαίρι ήταν τον Αύγουστο του 1928. Ετσι, ενώ οι πολίτες θα προσέλθουν στις κάλπες μετά σχεδόν μία τετραετία για να εκλέξουν κυβέρνηση και μάλιστα σε μια κρίσιμη για την πορεία της χώρας στιγμή, είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει μεγάλη φόρτιση στην κοινωνία, που φαίνεται να αντιμετωπίζει το γεγονός περισσότερο διεκπεραιωτικά, επισημαίνει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Θανάσης Διαμαντόπουλος.
Οι παράγοντες
«Οι εθνικές εκλογές μοιάζουν για τους πολίτες ως επέκταση των ευρωεκλογών, όπου έδειξαν τις διαθέσεις τους» επισημαίνει, γεγονός που επηρεάζει και τη συσπείρωση των κομμάτων. Δύο είναι τα καθοριστικά στοιχεία όσον αφορά τα αποτελέσματα των εκλογών και το τι θα συμβεί από… Δευτέρα, εκτός φυσικά από το ποσοστό που θα επιτύχει το κάθε κόμμα: Αν και υπό ποιες προϋποθέσεις το πρώτο κόμμα, το οποίο όπως όλα δείχνουν θα είναι η Νέα Δημοκρατία θα επιτύχει αυτοδυναμία και πόσο υψηλό θα είναι το ποσοστό της αποχής.
Προκειμένου το πρώτο κόμμα να έχει αυτοδυναμία, πρέπει να συγκεντρώσει ποσοστό τουλάχιστον 40,4%, ωστόσο το αναγκαίο αυτό ποσοστό «μειώνεται κατά 0,4% για κάθε ποσοστιαία μονάδα που παίρνουν αθροιστικά τα εκτός Βουλής κόμματα», τονίζει ο κ. Διαμαντόπουλος. Κατά συνέπεια, είναι εξαιρετικά καθοριστικό το πόσα κόμματα θα αποτελούν την επόμενη Βουλή, πόσα δηλαδή θα ξεπεράσουν το όριο του 3% που απαιτείται.
Επιχειρώντας μια –εν πολλοίς αυθαίρετη αλλά διαφωτιστική– προσέγγιση σε αναλογία με βάση τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών όπου τα εκτός Βουλής κόμματα (λοιπά) συμπλήρωσαν ποσοστό 21% συνολικά, η Νέα Δημοκρατία με το ποσοστό 33,12% θα εξέλεγε 155 έδρες στη Βουλή και θα κατόρθωνε την αυτοδυναμία. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά σε αυτές τις εθνικές εκλογές, καθώς το 12% του ποσοστού των κομμάτων που έλαβαν κάτω του 3%, αναλογεί σε κόμματα τα οποία δεν κατεβαίνουν στις εθνικές εκλογές. Στις πρόσφατες ευρωεκλογές έλαβαν μέρος 40 κόμματα (καθώς το κόστος συμμετοχής είναι πολύ μικρό σχετικά), ενώ στις εθνικές εκλογές ο αριθμός των κομμάτων που θα συμμετάσχουν περιορίζεται στα 20. Κατά συνέπεια και το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που δεν θα επιτύχουν το αναγκαίο 3% αναμένεται να μειωθεί σημαντικά. Επίσης, οι ψηφοφόροι στις εθνικές εκλογές προσέρχονται με διαφορετικά κριτήρια από εκείνα των ευρωεκλογών. Για παράδειγμα, το ΜέΡΑ 25 με ποσοστό 2,99% δεν κατάφερε να εκλέξει ευρωβουλευτή για μόλις λίγες δεκάδες ψήφους, ωστόσο όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις είναι πολύ πιθανό να καταφέρει να εισέλθει στην εθνική Βουλή.
Ενδεικτικά, εφόσον το ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων συνολικά φτάσει το 9%, το πρώτο κόμμα θα εξασφαλίσει αυτοδυναμία με ποσοστό 36,8%, ενώ αν το ποσοστό αναντιπροσώπευτων κομμάτων κατέβει στο 6%, απαιτείται 38% για το πρώτο κόμμα προκειμένου να εξασφαλίσει αυτοδυναμία. «Η διαφορά των δύο πρώτων κομμάτων μεταξύ τους δεν παίζει ρόλο όσον αφορά την αυτοδυναμία. Θα μπορούσε θεωρητικά το πρώτο και το δεύτερο κόμμα να έχουν μόλις μία ψήφο διαφορά και πάλι το πρώτο κόμμα να εξασφαλίσει αυτοδυναμία», εξηγεί ο ο κ. Διαμαντόπουλος.
Αντίπαλος το… καλοκαίρι
Δεύτερος καθοριστικός παράγοντας για το πολιτικό σκηνικό που θα διαμορφωθεί την επόμενη ημέρα είναι το ποσοστό αποχής των ψηφοφόρων κάθε κόμματος, δηλαδή ποιο κόμμα θα έχει τις μεγαλύτερες απώλειες λόγω… καλοκαιριού. Αυτοί που απέχουν αποφασίζοντας να μην… αποφασίσουν ή απλώς να μη διακόψουν την κυριακάτικη ραστώνη τους επηρεάζουν ιδιαίτερα τα εκλογικά αποτελέσματα με βάση τα δεδομένα του ισχύοντος εκλογικού συστήματος. Το ποσοστό αποχής που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στις εκλογές στην Ελλάδα είναι σαφώς υψηλό. Σχεδόν ένας στους δύο δεν προσέρχεται στις κάλπες –αν και η ψήφος τυπικά τουλάχιστον παραμένει υποχρεωτική– παρά μάλιστα το κρίσιμο πολιτικό σκηνικό της τελευταίας δεκαετίας στη χώρα. Στις προηγούμενες εθνικές εκλογές (Σεπτέμβριος 2015) το ποσοστό αποχής που σημειώθηκε ήταν 43,84%, ενώ στις πρόσφατες ευρωεκλογές –οι οποίες όμως είχαν λάβει χαρακτήρα εκλογικής αναμέτρησης εθνικών εκλογών– το ποσοστό της αποχής μειώθηκε ελάχιστα στο 41,31%.
«Εχει σημασία από ποιους πολιτικούς χώρους θα προέρχονται οι πολίτες που θα απέχουν» εξηγεί ο κ. Διαμαντόπουλος, καθώς αυτή η αποχή θα δώσει πλεονέκτημα στον αντίπαλο. Αν και η ψήφος είναι νομικά υποχρεωτική και ηθικά επιβεβλημένη για κάθε πολίτη, έχει παρατηρηθεί ότι περισσότερο… επιρρεπείς στο να απέχουν από τις κάλπες είναι οι νέοι ηλικίας από 17-25 ετών, κάποιοι μάλιστα από τους οποίους θα κληθούν να συμμετάσχουν για πρώτη φορά σε εθνικές εκλογές. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης απευθυνόμενος στους νέους ψηφοφόρους, τους κάλεσε να ψηφίσουν πριν ή μετά το κυριακάτικο μπάνιο.
Ψήφος ανοχής
Η πιθανότητα η Νέα Δημοκρατία να μην έχει αυτοδυναμία την επομένη αυτής της εκλογικής αναμέτρησης είναι ένα ενδεχόμενο που οπωσδήποτε θα οδηγήσει σε εμπλοκή και περιπέτειες δεδομένης της πολιτικής κουλτούρας που υπάρχει –ή ίσως καλύτερα δεν υπάρχει–στην Ελλάδα. «Οσες φορές είχαμε συμμαχικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα, ο μέσος χρόνος ζωής τους δεν ξεπέρασε τους 4,5 μήνες» επισημαίνει ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης. Το στοιχείο αυτό καταδεικνύει πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα στην πολιτική πράξη από ό,τι ενδεχομένως θα ευχόταν κάποιος στο πλαίσιο του πολιτικού πολιτισμού και της συνεργασίας.
Οσον αφορά το ενδεχόμενο να δοθεί ψήφος ανοχής σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας όπως έχει προτείνει τις τελευταίες ημέρες η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ κ. Φώφη Γεννηματά, δεν φαίνεται επίσης ένα σενάριο που μπορεί να λειτουργήσει μακροπρόθεσμα με θετικά αποτελέσματα. Ψήφος ανοχής στην πράξη σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα λάβει ψήφο εμπιστοσύνης επί των παρόντων βουλευτών. Η απουσία των βουλευτών του ΚΙΝΑΛ στη συγκεκριμένη ψηφοφορία θα δώσει τη δυνατότητα να σχηματιστεί κυβέρνηση. Πρόκειται όμως για κυβέρνηση που δεν θα έχει σταθερή βάση, καθώς στη συνέχεια πρακτικά θα είναι δέσμια του κόμματος που έχει επιδείξει «ανοχή» διά της απουσίας του. Οπως επισημαίνει ο καθηγητής, «στη Δανία 9 στις 10 φορές κυβερνάει κόμμα που έχει τη μειοψηφία στις εκλογές χωρίς να υπάρχει πρόβλημα. Ωστόσο, σε αυτές τις χώρες η πολιτική κουλτούρα είναι πολύ διαφορετική».
Έντυπη ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ