Του Αργύρη Αργυριάδη, Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω, www.alf.gr
Πριν από περίπου τρία χρόνια δημοσιεύθηκε ένα άρθρο μoυ με τίτλο «Κόκκινα» δάνεια και «μαύρες τρύπες». Αναλύαμε τις διαφορετικές προτάσεις που είχαν δει μέχρι τότε το φως της δημοσιότητας για την αντιμετώπιση του προβλήματος των «κόκκινων» δανείων. Η Κυβέρνηση εντέλει επέλεξε να υιοθετήσει την πρόταση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) – παραβλέποντας τις ισχυρές αντιρρήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος – προχωρώντας στην τιτλοποίηση «κόκκινων» δανείων με την εγγύηση του Δημοσίου (Asset Protection Scheme). Πρόκειται για το περιλάλητο πρόγραμμα «Ηρακλής (Ι & ΙΙ)», οι εγγυήσεις του οποίου μέχρι σήμερα ανέρχονται σε περίπου 32 δις ευρώ!
Προειδοποιούσαμε τότε, πως η υιοθέτηση αυτής της πρότασης είναι ιδιαίτερα πιθανό να εκτοξεύσει το δημόσιο χρέος της χώρας και βραχυπρόθεσμα θα υπονομεύσει κάθε προσπάθεια ομαλής εξόδου από την κρίση. Έκτοτε διαβάσαμε σε πηχυαίους τίτλους για την εξαιρετική επιτυχία του προγράμματος – που θεσπίστηκε με το Ν. 4649/2019 – καθόσον το σύνολο των συστημικών τραπεζών έκανε χρήση της συγκεκριμένης ευχέρειας.
Ο νόμος προβλέπει ότι οι τράπεζες μεταβιβάζουν δάνεια μέσω τιτλοποίησης σε ένα όχημα ειδικού σκοπού (Special Purpose Vehicle – SPV). Το τελευταίο εκδίδει ομολογίες (bonds) υψηλής (senior), μεσαίας (mezzanine) και χαμηλής (junior) εξοφλητικής προτεραιότητας. Οι senior ομολογίες, λαμβάνουν έναντι προμήθειας, την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου και διακρατούνται αρχικά από τις τράπεζες με μηδενική στάθμιση κινδύνου, με δυνατότητα να πωληθούν σε τρίτους, όπως και γίνεται.
Μια εγγύηση προφανώς δεν είναι «άμεση οφειλή» για τον εγγυοδότη. Ωστόσο, καθίσταται απαιτητή μόλις περιέλθει σε υπερημερία ο «πρωτοφειλέτης», με κάποιες ειδικότερες προϋποθέσεις όταν εγγυητής είναι το Ελληνικό Δημόσιο. Έτσι, λοιπόν, στη συγκεκριμένη περίπτωση απαιτείται η «κατάπτωση της εγγύησης», η οποία συντελείται μετά την παρέλευση 50 ημερών από τη μη πληρωμή οποιασδήποτε υποχρέωσης προς τους ομολογιούχους υψηλής εξοφλητικής προτεραιότητας. Περαιτέρω, ορίζεται ότι η εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου είναι ρητή, ανέκκλητη, ανεπιφύλακτη και σε πρώτη ζήτηση.
Κατά κανόνα, αυτή η εγγύηση συμπεριλαμβάνεται στο δημόσιο χρέος μόνον όταν «ενεργοποιείται», όπως ανωτέρω περιγράφηκε. Ωστόσο, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Λογαριασμών (ESA 2010) προβλέπει και την περίπτωση της «de facto κατάπτωσης», όταν δηλαδή η χορηγηθείσα εγγύηση σφόδρα πιθανολογείται ότι θα ενεργοποιηθεί. Στην περίπτωση αυτή απαιτεί τη συμπερίληψη της χορηγηθείσας εγγύησης στο δημόσιο χρέος. Πρόσφατα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι η Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Eurostat), ελέγχοντας τις πρώτες τιτλοποιήσεις του «Ηρακλή» καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρέπει να εγγραφούν στο Δημόσιο χρέος, εκτοξεύοντάς το στη … στρατόσφαιρα.
Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να παροραθεί ότι οι εμπνευστές του συγκεκριμένου νόμου, πριν τη θέσπισή του, ορθώς τον έθεσαν υπόψη της αρμόδιας Διεύθυνσης Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για να μην θεωρηθεί απαγορευμένη κρατική ενίσχυση. Δεν προκύπτει, όμως, να διαβουλεύθηκαν επαρκώς και με τη Eurostat.
Η αλήθεια είναι ότι η γενίκευση των καθυστερούμενων πιστώσεων στη χώρα υπερβαίνει τη δυνατότητα αντιμετώπισής τους από τις τράπεζες με τα συνήθη μέσα (απορρόφηση από την κερδοφορία, αυξημένες προβλέψεις, σύναψη αντιστάθμισης κινδύνου, αναγκαστική εκτέλεση, ενεργητική διαχείριση κ.λπ.). Συνεπώς, απαιτείται η μεταβίβαση μέρους των χορηγηθεισών πιστώσεων ως μέσο εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων των τραπεζών, απομόχλευσης των ισολογισμών τους, βελτίωσης της κεφαλαιακής τους θέσης και ενίσχυσης της ρευστότητάς τους. Το ερώτημα είναι εάν απαιτούνταν οπωσδήποτε κρατικές εγγυήσεις για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός και εάν ο τρόπος που επιλέχθηκε νομοτεχνικά ήταν ο αρτιότερος. Μάλλον η ζώσα πραγματικότητα δίνει τις απαντήσεις…