Το τρένο δεν σφυρίζει πια στις παλιές γραμμές του τρένου, όμως η γοητεία της ξεχασμένης γέφυρας παραμένει αναλλοίωτη. Επιβλητική και μελαγχολική προκαλεί τη νοσταλγία μας για μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια.
Προορισμός γέφυρα Παπαδιάς
Η ιδανική πρόσβαση είναι σίγουρα με πεζοπορία στο περιβόητο Μονοπάτι των Σιδηροδρομικών, που χρονολογείται από τον 19ο αιώνα, την εποχή που κατασκευάστηκε η σιδηροδρομική γραμμή Κάτω Τιθορέας – Λιανοκλαδίου και συγκεκριμένα το τμήμα μεταξύ των σταθμών Ασωπού και Τραχίνας. Το μονοπάτι χαράχτηκε για την μεταφορά των υλικών και των εργατών που γίνονταν με ζώα παράλληλα με την σιδηροδρομική γραμμή.
Επιμέλεια: Λίλιαν Χαχοπούλου
Φωτό-Βίντεο: Πάνος Κατσώνης
Για τις ανάγκες του ρεπορτάζ όμως επιλέξαμε το οδικό δίκτυο ακολουθώντας τη διαδρομή από τη Λαμία προς τον Μπράλο και εν συνεχεία στον Σκαμνό. Ο Σκαμνός είναι ένα μικρό χωριουδάκι σε υψόμετρο 700 μ., στο δρόμο για το χωριό Παύλιανη. Από τον Σκαμνό ατενίζει κανείς από το Βορρά προς το Νότο την Οροσειρά της Οίτης, την Γκιώνα και τον Παρνασσό. Όμορφες ξύλινες ταμπέλες μας καθοδηγούν μέσα στο χωριό για τον αγροτικό δρόμο που κατεβαίνει ως τη γραμμή. Συναντάμε ένα μικρό παρκάκι με τρεχούμενο νερό και ένα γραφικό ξωκλήσι. Αφήνουμε το αυτοκίνητο και κατηφορίζουμε με τα πόδια απολαμβάνοντας τη φύση.
Έτσι κι αλλιώς το φθινόπωρο είναι μαγικό. Η μαγεία του όμως απογειώνεται όταν η διαδρομή είναι γεμάτη δέντρα, χρώματα και αρώματα θυμαριού και ρίγανης.
Μετά από αρκετό περπάτημα η θέα της γέφυρας καθηλώνει το βλέμμα…
Ένας αιώνας ιστορία…
Η γραμμή όπως αναφέρει το athenstransport.com, σχεδιάστηκε τη δεκαετία του 1880 και η υλοποίηση του έργου ξεκίνησε το 1889 επί πρωθυπουργίας Χαρίλαου Τρικούπη. Αν και αρχικά είχε σχεδιαστεί μία πεδινή όδευση της γραμμής ώστε να αποφευχθούν οι ορεινοί όγκοι του Καλλίδρομου και τη Οίτης τελικά επιλέχθηκε η πιο δύσκολη κατασκευαστικά ορεινή όδευση για λόγους εθνικής άμυνας καθώς έτσι οι αμαξοστοιχίες θα ήταν εκτός βεληνεκούς των πυροβόλων των πολεμικών πλοίων.
Μετά από διεθνή μειοδοτικό διαγωνισμό, την εργολαβία ανέλαβε η αγγλική εταιρεία των Eckersley, Godfrey και Liddelow. Τα έργα ξεκίνησαν το 1890 και σε αυτά εργάστηκαν εργολάβοι και εργάτες πολλών εθνικοτήτων (Άγγλοι, Γάλλοι, Πολωνοί, Ιταλοί, Μαυροβούνιοι και Πέρσες). Το πρώτο τμήμα που κατασκευάστηκε ήταν η σημερινή προαστιακή γραμμή της Στυλίδας (Αγία Μαρίνα – Λαμία). Το τμήμα αυτό ήταν απαραίτητο προκειμένου να γίνει η μεταφορά υλικών τα οποία ξεφόρτωναν ατμόπλοια στην Αγία Μαρίνα.
Το 1893 όμως ξεκίνησαν τα οικονομικά προβλήματα της εταιρείας. Η έλλειψη κεφαλαίων κίνησης σε συνδυασμό με την επερχόμενη χρεωκοπία της Ελλάδας οδήγησαν στην διακοπή των έργων. Το Μάρτιο του 1893 η αγγλική εταιρεία κηρύχθηκε έκπτωτη και ακολούθησε η κατάσχεση της περιουσίας της. Ένα χρόνο αργότερα ο Τρικούπης παραιτήθηκε και όλα τα έργα εγκαταλείφθηκαν.
Το 1900 η κυβέρνηση υπέγραψε με τη Γαλλική εταιρεία Batignolles για τη συνέχιση των έργων. Η καταγραφή της κατάστασης των έργων έδειξε πως το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου και του χρήματος θα απορροφούσε το ορεινό τμήμα από τον Μπράλο ως την κοιλάδα του Σπερχειού. Ένα τμήμα που περιλαμβάνει αλλεπάλληλες μικρότερες και μεγαλύτερες γέφυρες και σήραγγες, μεταξύ των οποίων και η πετρόκτιστη γέφυρα του Γοργοποτάμου μήκους 210 μετρων, η κατασκευή της οποίας πέρασε από 40 κύματα. Το 1903 το υπουργείο Εσωτερικών διέταξε η γέφυρα να ξαναχτιστεί από την αρχή λόγω πλημμελούς κατασκευής ενώ ένα χρόνο αργότερα ένα εργατικό ατύχημα είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθεί μία γυναίκα ενώ πολλοί εργάτες τραυματίστηκαν. Το 1906 κατά τη διάρκεια δοκιμών αντοχής διαπιστώθηκε ότι υπήρχαν ελλείψεις με αποτέλεσμα να χρειαστούν επιπλέον παρεμβάσεις.
Τελικά, όλα τα έργα ολοκληρώθηκαν ως το 1908 και στις 24 Αυγούστου το πρώτο τρένο έκανε το δρομολόγιο Αθήνα – Λάρισα σε 12 ώρες και 45 λεπτά
Η γέφυρα της Παπαδιάς, έχει ανατιναχθεί και γκρεμισθεί δύο φορές: Μία από τους Άγγλους, κατά την αποχώρηση τους το 1941 και μία από τους Γερμανούς, κατά την αποχώρηση τους από την Ελλάδα το 1944.
Η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας επιχείρησε να ξεκινήσει την αποκατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου, ο Εμφύλιος Πόλεμος όμως καθυστέρησε όλα τα έργα. Τελικά, τα έργα ολοκληρώθηκαν σταδιακά και ως το τέλος του 1949 η κυκλοφορία της γραμμής Αθήνας – Θεσσαλονίκης είχε αποκατασταθεί. Το 1983 ξεκίνησε και η λειτουργία της τηλεδιοίκησης στη μονή γραμμή μεταξύ Τιθορέας – Δομοκού.
Με την κατασκευή του νέου σιδηροδρομικού δικτύου το τρένο δεν τη διασχίζει πια. Αν και κατά καιρούς έχουν ακουστεί υπουργικές υποσχέσεις ότι θα αξιοποιηθεί ως τουριστική γραμμή τίποτα προς το παρόν δεν οδηγεί σε πράξεις….
Μα ποια ήταν η τελικά η παπαδιά…της γέφυρας;
Αφού γνωρίσαμε για τα καλά τη γέφυρα της παπαδιάς, έμενε να απαντηθεί και το ερώτημα ποια ήταν εν τέλει η παπαδιά της γέφυρας. Και κάπως έτσι ανακαλύψαμε δύο ιστορίες που διασώθηκαν μέχρι σήμερα μέσα από διηγήσεις των παλαιότερων. Ιστορίες σαν σίριαλ!
Κατά ένα παλαιό δημοσίευμα στο περιοδικό Φθιωτικός Λόγος η παπαδιά ήταν παραδόπιστη και ηθική αυτουργός ενός εγκλήματος με θύμα το ίδιο της το αίμα. Στην δεύτερη ιστορία η “παπαδιά” είναι μια τσαπερδόνα βοσκοπούλα που βρήκε φρικτό θάνατο από τα χέρια του παππά.
Η παραδόπιστη παπαδιά
«Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την εκδοχή, σε γειτονικό προς τη γέφυρα χωριό που η παράδοση δεν το κατονομάζει, ζούσαν κάποτε ένας παπάς με την παπαδιά του και τον μονάκριβο γιο τους (ανώνυμους τους θέλει κι αυτούς η παράδοση). Φτωχικά ζούσε όλο το χωριό και μόνον ο παπάς με τα ευχολόγια και τα σαρανταλείτουργα, τους γάμους, τα βαφτίσια και τ’ άλλα μυστήρια, τα βόλευε καλύτερα και ξεχώριζε από τους άλλους χωριανούς στα έχοντα. Αλλά ήταν παραδόπιστος.
Ο γιος του, παραδόπιστος επίσης σαν τον πατέρα του, στα 18 του χρόνια ξενιτεύτηκε για να πλουτίσει. Έφυγε στην Αμερική. Κι εκεί γρήγορα απέκτησε πολλά χρήματα, αλλά όπως όχι σπάνια συμβαίνει με τα παιδιά που εκπατρίζονται, ξέχασε και γονείς και συγγενείς! Ούτε ένα τσακιστό δολάριο έστειλε ποτέ στους γονείς του, ούτε καν ένα γράμμα για να μάθουν αν ζει πήραν ποτέ οι δικοί του. Πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια από τότε που έφυγε και καμιά είδηση δεν δόθηκε έστω και από τρίτους για τον Έλληνα μετανάστη. Έτσι, λοιπόν, όλοι οι χωριανοί, αλλά και οι γονείς του τον θεωρούσαν χαμένο και μάλλον πεθαμένο!
Κάποια μέρα πέρασε από το χωριό ένας ξένος. Μικρασιάτης Ελληνοαμερικανός, έλεγε πως ήταν. Ήταν περαστικός από το χωριό. Η παραποιημένη προφορά του και το ασυνήθιστο στον τόπο μας ντύσιμο του, επιβεβαίωναν την ξενόφερτη προέλευση του.
Ήταν απόγευμα και ως το βράδυ κουβέντιαζε με τους χωρικούς στο καφενείο για τη ζωή και τις ασχολίες τους στο χωριό. Σαν νύχτωσε για τα καλά και οι κάτοικοι άρχισαν να αποσύρονται ένας-ένας για τα σπίτια τους, κάποιος τον προσκάλεσε να μείνει το βράδυ σπίτι του, να τον φιλοξενήσει. Εκείνος τον ευχαρίστησε αλλά δεν δέχθηκε. Ήθελε -είπε- να μείνει στου παπά το σπίτι. Έτσι μ’ ένα παιδί ο χωρικός τον έστειλε στο σπίτι του παπά. Πρόθυμα ο παπάς και η παπαδιά δέχθηκαν να φιλοξενήσουν τον «ξένο» μια και η όλη παρουσία του έδειχνε πως δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο.
Ο «ξένος» ούτε και σ’ αυτούς φανέρωσε την πραγματική του ταυτότητα, εκείνη τη βραδιά. Το άφησε για την επομένη μέρα. Ήθελε φαίνεται να τους κάνει έκπληξη. Είπε τα ίδια που είχε πει στο καφενείο. Είναι Μικρασιάτης, έρχεται από την Αμερική, είναι περαστικός από το χωριό.
Σαν ακούσανε εκείνοι πως έρχεται από την Αμερική, του διηγηθήκανε την ιστορία του γιου των και τον ρώτησαν μήπως έτυχε να τον γνωρίζει ή αν άκουσε κάτι γι αυτόν. Ο «ξένος» είπε ότι ούτε είδε, ούτε άκουσε οτιδήποτε γι’ αυτόν.
Σαν έφτασε η ώρα να κοιμηθούνε, η παπαδιά οδήγησε τον «ξένο» στο δωμάτιο που ήταν το κρεβάτι του. Τον καληνύχτισε και σαν του έκλεισε την πόρτα τον παρακολούθησε από την κλειδαρότρυπα. Ο «ξένος» ξεντύθηκε, δίπλωσε το παντελόνι του και το έβαλε σε μία καρέκλα δίπλα στο κρεβάτι και στην ίδια καρέκλα έβαλε το σακάκι του. Έβγαλε ύστερα από το σακάκι το πορτοφόλι του, το έβαλε κάτω από το μαξιλάρι του και έπεσε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.
Η πονηρή παπαδιά που είδε τον ξένο ότι έβαλε το πορτοφόλι του κάτω από το μαξιλάρι του, πάει και το λέει στον παπά:
-Το και το, παπά μου, τσουπωτό ήταν το πορτοφόλι του! Πολλά δολάρια έχει! Τι λες, δεν τον σκοτώνουμε να του πάρουμε τα χρήματα:
-Τι λες, παπαδιά; Επιτρέπεται εγώ, παπάς άνθρωπος, να κάνω τέτοιο έγκλημα; Τι θα πει ο Θεός;
-Πού θα το μάθει ο Θεός παπά μου; Σου είπε ποτέ τίποτα για το λάδι και τα λεπτά που τόσα χρόνια τώρα παίρνεις από την εκκλησία; Όχι βέβαια! Μην αφήνουμε την τύχη να μας φύγει μέσα από τα χέρια μας. Τον σκοτώνουμε, νύχτα είναι, εξαφανίζουμε το πτώμα και λέμε αύριο στους χωριανούς πως έφυγε νύχτα από το σπίτι μας! Πες παπά το ναι, εσύ και τ’ άλλα άφησε τα σε μένα, επέμεινε η παπαδιά. Πες, πες η παπαδιά, παραδόπιστος ο παπάς, κλονίστηκε και δέχθηκε!
Έτσι, λίγες ώρες μετά τα μεσάνυχτα και πριν ξημερώσει, παπάς και παπαδιά σκοτώνουν τον «ξένο» στον ύπνο του και ρίχνουν το πτώμα σ’ ένα κάρκανο.
Όταν γυρίσανε στο σπίτι, τρέξανε στο μαξιλάρι, πήρανε το πορτοφόλι, τ’ άνοιξαν και πήραν μερικές δέσμες δολάρια! Πόσα ήταν, δεν μας το λέει πάλι η παράδοση. Ίσως δεν προφθάσανε να τα μετρήσουν, γιατί τους ήρθε αστροπελέκι στο κεφάλι τους! Μία ταυτότητα του «ξένου» που βρήκανε μέσα στο πορτοφόλι του, έδειχνε πως ο «ξένος» δεν ήταν… ξένος, αλλά… ο ίδιος ο γιος τους! Το παιδί τους που γύριζε στους γονείς του! Κι η μοίρα τους τιμώρησε με το σκληρότερο τρόπο.
Δεν ξέρουμε τι έγινε ύστερα από αυτά ο παπάς και αν ξαναλειτούργησε για τους πιστούς του. Η παπαδιά όμως που συνέλαβε αυτό το σατανικό σχέδιο και το εκτέλεσε μαζί με τον παπά της, κι έγινε άθελα της φόνισσα το παιδιού της πήγε σ’ εκείνη τη χαράδρα, που στήθηκε αργότερα η σιδηροδρομική γέφυρα κι έπεσε και σκοτώθηκε. Κι από τότε η γέφυρα που χτίστηκε αργότερα πήρε τ’ όνομα της! Γέφυρα της Παπαδιάς».
Ο διαβολοπαπάς και η βοσκοπούλα που αμάρτησε….
Ήτανε λένε άλλοτε πάνω στο χωριό, μισή ώρα δρόμο με τα πόδια απ’ τη γέφυρα στη δημοσιά που πάει οδικός από τον Μπράλο στη Λαμία ένας νεαρός ιερέας βίαιος κι αυστηρός.
Μισούσε αυτούς που είχαν ξεφύγει απ΄το δρόμο του Θεού. Πρώτα αυστηρός στον ίδιο του τον εαυτό, ήταν αμείλικτος για θέματα θρησκείας μ΄ όλους τους παραβάτες τους πιστούς. Μα προπαντός αυτό που τον αηδίαζε και τον εξόργιζε ήτανε ένα πράγμα, ο έρωτας. Τον καταλάμβανε ανεξέλεγκτη οργή μπροστά στο βρομερό όπως έλεγε σμίξιμο των ρυπαρών, μες τα χωράφια κάτω από τα σκοίνα ,η πάνω στ’ άχυρα σε κάποιο στάβλο για τα ζώα του χωριού. Ήτανε κτήνη έλεγε ετούτοι οι άνθρωποι και τους μισούσε για την βρομερή τους την ψυχή. Ακόμα και τα καλαμπούρια των γερόντων που μίλαγαν στον καφενέ για τέτοιες απολαύσεις, τα’ άκουγε με αηδία και περιφρόνηση.
Ίσως κάποιες ορέξεις ανικανοποίητες να τον δυνάστευαν, κάποιες κρυφές επιθυμίες του κορμιού του, που τις κρατούσε δέσμιες, ο πουριτανισμός του σχήματος του τόπου και της εποχής. Σε κάθε τι που είχε σχέση με τη σάρκα τον διαβόλευε, γίνονταν εξοφρενών, κι έσπερνε απειλές και τρομερούς υπαινιγμούς, την Κυριακή στα πύρινα κηρύγματά του, που έκαναν τις κοπελιές να κοκκινίζουν κι όλους τους νέους να κοιτάζουν σαν χαμένοι τον παπά.
΄΄ Δεν παίζει ο παπάς με τέτοια πράγματα΄΄ λέγαν οι χωριανοί καθώς γυρίζανε στα σπίτια τους σαν σχόλαγε την Κυριακή η λειτουργία.
Μάλιστα μια φορά χωρίς να συντρέχει σπουδαίος λόγος αποτρελάθηκε εντελώς. Μες την αυλή ενός αγροτικού σπιτιού που πήγαινε να κάνει βασκανία, είδε ένα τσούρμο από παιδιά της γειτονιάς, γύρω απ’ του σκύλου το σπιτάκι μαζεμένα. Κάτι κοιτούσανε γεμάτα περιέργεια, και χασκογέλαγαν και ο παπάς πλησίασε να δει. Είχαν κολλήσει δυό σκυλιά που ερωτεύονταν, σ’ ένα σκοπό που η φύση τα είχε τάξει, και ήταν φυσικά περίεργο φαινόμενο για τα χαμίνια κάθε γειτονιάς.
Όμως ο μαυροφορεμένος ρασοφόρος εκεί τρελάθηκε εντελώς.
Χάνοντας κάθε έλεγχο γεμάτος αγανάχτηση, σήκωσε την ομπρέλα και άρχισε να κοπανάει τα παιδιά, που σκόρπισαν φωνάζοντας αλαλιασμένα. Και τότε άρχισε αφρίζοντας, αδίστακτα να κοπανάει άγρια τα σκυλιά που σπάραζαν βογκώντας από πόνο στην οργισμένη κλοτσοπατινάδα του παπά.
Τον έβρισκες ολομόναχο πολλές φορές σε περιπάτους μακρινούς μες τα χωράφια με ανοικτούς δρασκελισμούς να προχωράει με βήμα γρήγορο και με την φάτσα πάντα αγριεμένη.
Μία Μαρτιάτικη βραδιά εκεί που επέστρεφε, κι ακολουθούσε ένα μονοπάτι, σ’; εκείνο το απόκρημνο φαράγγι , πάνω απ΄τη σιδερένια γέφυρα του τραίνου ακριβώς, για να γυρίσει στο χωριό, τον έπιασε ένα δυνατό βροχο-χαλάζι. Ούτε ένα καταφύγιο στο δρόμο, και που σε δέντρο να ζυγώσεις μέσα στη φοβερή αστραποβροντή.
Σφύριζε και λυσσομανούσε ο αέρας , τραβώντας απ΄τα μουσκεμένα ράσα τον παπά, γεμίζοντας τα’; αυτιά του με βουή και με αχό την ταραγμένη του ψυχή. Ξεσκούφωτος δίχως το καλυμμαύχι, του χτύπαγε το κούτελο η καταιγίδα, κι ήτανε τέτοιος ο χαλασμός που δεν μπορούσε πια ούτε να κινηθεί. Έτσι δεν το κατάλαβε πως είχε φτάσει πια σ’εκείνο το μαντρί.
Άλλες φορές ποτέ δεν πέρναγε από εκεί, άλλαζε πάντα δρόμο, γιατί εκείνη η τσαπερδόνα η χαζούλα η βοσκοπούλα, χουνέρια του έκανε πολλά και τον περιγελούσε.
Σε κάποια μάλιστα γιορτή μεγάλη στο χωριό έξω απ’ την εκκλησία, του είχε αφελέστατα ζητήσει να την κάνει Παπαδιά.
Έτσι από τότε της έμεινε το παρατσούκλι Παπαδιά.
Όμως τούτη την ώρα ποιος τα λογάριαζε όλα αυτά, μέσα σε τούτο τον μεγάλο χαλασμό, κι έτρεξε προς τα εκεί για να βρει καταφύγιο.
Δεν σάλεψαν καθόλου τα μαντρόσκυλα, καθώς πλησίαζε το ξύλινο καλύβι.
Δρασκέλισε μια πέτρα που είχε για κατώφλι, και έφτασε στην πόρτα που ήτανε μισάνοιχτη. Ετοιμαζόντανε να μπει ο ιερέας, όταν στο μισοσκόταδο στο βάθος της καλύβας, διέκρινε δύο γυμνά κορμιά σε σφιχταγκάλιασμα.
Το ένα το γνώρισε , ήταν η βοσκοπούλα που την φωνάζαν Παπαδιά.
Τραβήχτηκε δίχως να πάρουν είδηση την παρουσία του, κι αμέσως πάλι ο διάολος άρχισε να του τριβελίζει το μυαλό.
Στην διπλανή την πρόχειρη αποθηκούλα με τις στοιβαγμένες πέτρες, και με τους τσίγκους από ανοιγμένους τενεκέδες για σκεπή, βάζανε πάντα οι τσοπάνηδες από του κοπαδιού το κούρεμα το μαλλί, για να το ξάνουνε αργότερα και να το γνέψουνε, πριν το υφάνουνε σε κάποιο αργαλειό.
Χωρίς να χάσει χρόνο, ένα άρπαξε μεγάλο τσουβάλι με μαλλί από την αποθήκη, του έβαλε φωτιά με το τσακμάκι του, και το σπρωξε με φόρα πάνω στα αγκαλιασμένα και γυμνά κορμιά κλειδομανταλώνοντας μάλιστα απ’ έξω και την πόρτα.
Λαμπάδιασε ο τόπος όλος .
Αρπάξανε μες την καλύβα οι κουρελούδες που υπήρχαν για στρωσίδια κι έπειτα αμέσως η ξύλινη με φτέρες σκεπασμένη οροφή.
Καιγόντανε σε λίγο σαν λαμπάδες τα γυμνά κορμιά, κι όταν κατάφεραν ν’ ανοίξουνε την πόρτα, αλαφιασμένοι στο σκοτάδι τρέχοντας, βρεθήκανε να πέφτουν στο γκρεμό.
Το άλλο πρωί βρεθήκανε μισοκαμένοι, κάτω στη βάση της σιδερένιας γέφυρας σε βάθος 300 μέτρων
Ο διαολόπαπας αρνήθηκε να τους κηδέψει, γιατί τάχατες λέει αυτοκτόνησαν και μάλιστα ότι το έκαναν να διαιωνίσουν την μεγάλη ηδονή.
Την Κυριακή στο κήρυγμα ξεσάλωσε, μιλώντας για το ΄΄ου μοιχεύσεις΄΄ για Θεία δίκη, κι ένα μυστηριώδες χέρι που έστειλε στο παράνομο ζευγάρι την δίκαια τιμωρία, κι εν ώρα αμαρτίας στην καταστροφή.
Σαν σχόλασε όμως η εκκλησία, δυο χωροφύλακες δεν τον αφήσανε για να μοιράσει αντίδωρο. Τον φώναξαν να βγει για λίγο έξω και τον συνέλαβαν.
Κάποιος γεροζητιάνος σ΄ένα χαντάκι κουρνιασμένος κείνη την ώρα του κατακλυσμού, είχε δει τα πάντα και δια όρκου τα ομολόγησε.
Δικάστηκε ισόβια ο παπάς, και η γέφυρα του τραίνου, που από κάτω βρέθηκαν καμένα τα νεκρά κορμιά, πήρε από τότε τ’ όνομα της βοσκοπούλας , που όλοι τότε την φωνάζαν Παπαδιά.
Ο μπάρμπα Αντώνης ο μοναδικός καφετζής,, μπακάλης, τηλεφωνητής, ιεροψάλτης, και πρόεδρος εκείνου του χωριού, που μου διηγούτανε αυτή την ιστορία κάποιο βράδυ, εκείνα τα χρόνια της θητείας μου εκεί, κατέληξε γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι του.
Ήτανε φίλε άνθρωπος περίεργος που ίσως δεν του αρέσαν οι γυναίκες, έτσι έλεγε κι ο μακαρίτης ο πατέρας μου, όπου τον είχε ζήσει από κοντά.