Kάθε φορά που ήθελα κάποιον να τον “διαβάσω” τον κοίταζα από μικρό παιδί στα μάτια… όχι αυτά τα μάτια τα προσβλητικά ή τα μάτια με φθόνο και κακία που τα καταλαβαίνεις πριν ακόμα ανοίξεις το στόμα σου να μιλήσεις σε κάποιον.
Τα μάτια με αγάπη και παρρησία που κοιτάζουν και αγκαλιάζουν τον συνάνθρωπο τους και αφουγκράζονται ότι πλανάται γύρω του. Αυτά τα μάτια που μιλούσαν στην ψυχή μου ήταν και του πατέρα μου. Χωρίς να αρθρώσει λέξη εγώ τα διάβαζα και έκανα τις ιστορίες μου για το τι πέρασε ολόκληρη την μέρα για να κοιτάζει έτσι και πάντα τον είχαν, τα μάτια μου, ως ήρωα γιατί κατέφερνε να νικήσει και στο σπίτι να γυρίσει για να μπορεί να με κοιτάξει!!!Από την άλλη πλευρά είχα τα μάτια της μανούλας μου, της χοντρούλας μου της Αντρομάχους, μάτια γαλανά σαν το χρώμα του ουρανού και εκεί μέσα εγώ πετούσα σαν γλαροπούλι βρίσκοντας στεριά κατευθείαν από τα μάτια της μάνας στη ψυχή της. Με κοίταζε και μου έλεγε ” είμαι καλά γιε μου μην ανησυχείς” και εγώ ήξερα ότι δεν ήταν καλά και στην τσέπη της δεν είχε λεφτά για να πάρει τα απαραίτητα της διατροφής μας γιατί τα βγάζαμε μετά δυσκολίας πέρα ως οικογένεια της βιοπάλης! Ήξερα πως σαν μικρό παιδί δεν της φτάναν τα λεφτά να μου πάρει την… αγαπημένη μου ρέγγα!Απο αυτό και μόνο τσονάκια μου να σκεφτείτε πόσο διαφορετικό παιδάκι ήμουν εξ’ απαλών ονύχων. Οι υπόλοιποι μπόμπιρες ζητούσαν ζαχαρωτά και εγώ ποθούσα “αυτή”… που την έβλεπα στο μπακάλη να με κοιτά! Ποια ; Μα την ρέγγα φυσικά! Σαν μπαίναμε μέσα στο μαγαζί του κυρ Αλέκου του μπακάλη με τις γυαλούπες σαν εστιακούς φακούς μικροσκοπίου έτρεχα γρήγορα, γρήγορα να την δω να στρογγυλοκάθεται πάνω στο τενεκέ της! Αυτόνομη και κυρία των τιμών μακριά απ’ οτιδήποτε άλλο, ανάμεσα σε κάτι λαδόκολλες με χονδρό αλάτι! Εκεί στεκόμουν με προσοχή και εστίαζα στο δικό της θολό και παστωμένο βλέμμα. Έφτιαχνα την ιστορία της από τα βάθη της θάλασσας και αναρωτιόμουν… πόσο ναυτικά μίλια θα διένυε και αυτή η κακομοίρα η ρεγγούλα που για να βρει φαγητό για τα παιδιά της, της έβγαινε η πίστη στο κολύμπι στον απέραντο ωκεανό και ξαφνικά κάποιοι ψαράδες την γράπωσαν στα δίχτυα τους! Έπειτα τσουπ, κατευθείαν την πέταξαν στο αλάτι να την παστώσουν και τότε άλλαζα γνώμη και την λυπόμουν. Δεν ήθελα η μαμά μου να την πάρει που ήταν και ακριβή και με έθλιβε το βλέμμα της… της ρέγγας εννοείται!
Πριν κάποιο χρονικό διάστημα μέσα στην εκκλησία της ενορίας μου εκεί που εκκλησιαζόμουν μια γριούλα με προσέγγισε και με συμβούλευσε πως να κάνω σωστά το σταυρό μου, όταν γύρω υπήρχαν και άλλα νεαρής, τρόπος του λέγειν, άτομα σαν και εμένα. Η γιαγιούλα επίλεξε να έρθει αποκλειστικά και μόνο σε εμένα. Ομολογώ ότι πέρασε από το μυαλό μου ότι… ήρθε μιας και ήμουν αυτός που έκανα τον πιο λάθος σταυρό απ’ όλους τους άλλους! Γιατί ναι όταν κάνω το σταυρό μου εν’ τάχει, μοιάζω λες και είμαι υαλοκαθαριστήρας σε παράκρουση!
Αφού μου είπε τις πανέμορφες νουθεσίες της και την ευχαρίστησα την ρώτησα από περιέργεια: “γιατί καλή μου γιαγιάκα ήρθες σε εμένα για να μου δώσεις την πολύτιμη ορμήνια σου (που έλεγε και η γιαγιά μου) και δεν πήγες σε κάποιο άλλον άνθρωπο δίπλα μου;
Κοντοστάθηκε καλά και με κοίταξε ξανά καλύτερα αυτή την φορά λέγοντας:
“Γιατί παιδάκι μου απ’ όλους όσους δίπλα τους πέρασα, μόνο σε σένα είδα να έχεις Χριστό στα μάτια σου!!!”
Συγκινήθηκα και έτσι όπως είμαι ευσυγκίνητος με έπιασαν τα κλάμματα και ζήτησα να την αγκαλιάσω. Την έσφιξα στην αγκαλιά μου και την ευχαρίστησα που τα μάτια της διάβασαν τα μάτια της ψυχής μου!!!
Για αυτό τσονάκια μου να κοιτάτε πάντα τους συνανθρώπους σας στα μάτια… της ψυχής τους!!!
antonis cooken