Αντισυνταγματικές κρίθηκαν από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας διατάξεις των υπουργικών αποφάσεων που καθιέρωσαν υποχρέωση δηλώσεως πόθεν έσχες για όλους τους υπόχρεους, κρατικούς λειτουργούς, δικαστές, δημοσιογράφους και άλλους, μετρητών, κινητών και πολυτελών αντικειμένων που έχουν στα σπίτια τους ή σε θυρίδες.
Το ανώτατο δικαστήριο της χώρας με την υπ΄αριθμό 2649 του 2017 απόφασή της Ολομέλειάς του έκρινε ότι οι διατάξεις που επιβάλλουν σε όλους τους υπόχρεους δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης να δηλώνουν μετρητά πάνω από 15 χιλιάδες ευρώ που έχουν εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων ή σε θυρίδες, αλλά και κινητά αξίας πάνω από 30 χιλιάδες ευρώ, αντίκεινται σε βασικές συνταγματικές διατάξεις.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την απόφαση, κρίθηκε ότι:
«Ως προς το σύνολο των υπόχρεων σε υποβολή Δ.Π.Κ., στους οποίους περιλαμβάνονται και οι δικαστικοί λειτουργοί, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβαλλόμενη υποχρέωση να συμπεριληφθούν στη Δ.Π.Κ., ποσά σε μετρητά που υπερβαίνουν τα 15.000 ευρώ και φυλάσσονται εκτός πιστωτικών ιδρυμάτων ή εντός θυρίδων, καθώς και κινητά περιουσιακά στοιχεία, των οποίων η αξία υπερβαίνει τα 30.000 ευρώ, αντίκειται στα άρθρα 5 παρ. 1, 9 παρ. 1 και 9Α του Συντάγματος, καθώς και στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. δ΄ του Συντάγματος)».
Η απόφαση της Ολομέλειας εκδόθηκε μετά από προσφυγές που είχαν καταθέσει ενώσεις δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών βάλλοντας κατά της κοινής υπουργικής απόφασης των υπουργείων Δικαιοσύνης και Οικονομικών για τις διατάξεις εκείνες που υποχρέωναν τους δικαστικούς να δηλώσουν στοιχεία της προσωπικής τους κατάστασης (διευθύνσεις κατοικιών και λοιπά) στην ηλεκτρονική πλατφόρμα όπου κατατίθενται οι δηλώσεις πόθεν έσχες. Για τους δικαστικούς η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε ότι η εν λόγω υπουργική απόφαση είναι σαν να μην υπήρξε («δεν απέκτησε ποτέ νόμιμη υπόσταση», όπως αναφέρεται στην απόφαση της Ολομέλειας, διότι δεν δημοσιεύθηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως «παραμετρικές τιμές και οδηγίες συμπλήρωσης των πεδίων» της ηλεκτρονικής πλατφόρμας. «Με αποτέλεσμα, όπως αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ, να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος νομιμότητας των ουσιωδών αυτών στοιχείων της κανονιστικής ρύθμιση».
Λόγω της μείζονος σπουδαιότητας όμως των θεμάτων που αφορούν στον έλεγχο περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας του ανωτάτου δικαστηρίου, ο έλεγχος του πόθεν έσχες γι αυτούς πρέπει να γίνεται, αλλά στο εν λόγω όργανο να μετέχουν, συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου του κατά πλειοψηφία ανώτατοι δικαστές από τα τρία ανώτατα δικαστήρια της χώρας.
«Το Δικαστήριο, έκρινε η Ολομέλεια του ΣτΕ, όσον αφορά ειδικώς τους δικαστικούς λειτουργούς, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο έλεγχος της περιουσιακής κατάστασης αυτών συνδέεται άμεσα με την εκπλήρωση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος και πρέπει να διενεργείται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η συνταγματικώς επιβαλλόμενη ανεξαρτησία αυτών έναντι των οργάνων των δύο άλλων λειτουργιών, κατέληξε, κατ’ αποδοχή σχετικού λόγου, στο ότι το επιφορτισμένο με τον έλεγχο όργανο πρέπει να συγκροτείται, τουλάχιστον κατά πλειοψηφία, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων».
Σε ότι αφορά τις αιτιάσεις για την ασφάλεια του πληροφοριακού συστήματος προκειμένου να μην υπάρχουν διαρροές προσωπικών δεδομένων το δικαστήριο έκρινε ότι έχουν ληφθεί τα αναγκαία μέτρα και επιπλέον ότι οι προβλεπόμενες ποινικές κυρώσεις είναι εντός συνταγματικών πλαισίων με την επισήμανση πως η ελλιπής υποβολή δήλωσης πόθεν έσχες θα επισύρει ποινικές κυρώσεις ότι η έλλειψη είχε σκοπό να αποκρύψει κάτι και όχι όταν ήταν μία παράλειψη.
Τέλος κατά την απόφαση του ανωτάτου δικαστηρίου σε περιπτώσεις ελέγχων για το πόθεν έσχες ο ενδιαφερόμενος πρέπει να καλείται σε εξηγήσεις και σε διευκρινίσεις.
kathimerini.gr