Τους αγαθούς του κόσμου τούτου εξέλεξε ο άγιος Τρίκκης και στάθηκε να τους ευλογήσει και τους άφησε να εναποθέσουν εις το πετραχήλιό του, τα βάσανα και τους αναστεναγμούς τους…
Πρώτος μίλησε ο Παπαστεργίου και είπε τον καημό του, ότι παρότι φτιάχνει την πόλη απ’ την αρχή ακόμη υπάρχουν πολλοί που του τη λένε και μάλιστα άγρια…
«Και άμα δεν ήμουνα εγώ» είπε με δάκρυα στον Δέσποτα «ήθελα να κατέχω τίνος θα τση ‘δινε ο Θεός, τση πίκρες που έχω»… «Άφες αυτοίς Δημήτρη μου» του είπε ο άγιος και προχώρησε παρακάτω…
«Ήμουν αητός και είχα φτερά και πέταγα στα ύψη μα ήρθε η μοίρα σε μορφή γυναίκας (Τόκτωρ) να με ρίξει» ψέλλισε ο Ζιώγας και ο Δεσπότης χαμογέλασε τρυφερά για το ερωτευμένο ζευγάρι…
Κι ύστερα στάθηκε μπροστά στον Τζέη Αρ Μπάρδα… «Ήθελα να ‘μουνα εσύ» του λέει ο Τζέη Αρ «και εσύ εγώ να γίνεις να καταλάβεις και να ιδείς πόσους καημούς σηκώνω»… Ο άγιος τον ευλόγησε και απήλθε λυπημένος…
Αγαπημένη μου… Τω βίω μη μάχου…