Άρθρο στο ΒΗΜΑ της Κυριακής για το μέλλον της Ευρώπης δημοσίευσε ο Μικέλης Χατζηγάκης. Το άρθρο με τίτλο «Τα δύο Πρόσωπα της Ευρώπης» έχει ως εξης:
Ο Ρωμαϊκός θεός Ιανός ήταν γνωστός για τα δύο του πρόσωπα. Πολλές φορές το ένα κοιτούσε στο παρελθόν και το άλλο στο μέλλον. Κατ’ αναλογία, και η Ευρώπη έχει δείξει ότι έχει δύο πρόσωπα. Μετά από μια μεγάλη πολυετή κρίση η Ευρωπαϊκή συνοχή έχει δοκιμαστεί όσο ποτέ. Το ερώτημα είναι: ποιο από τα δύο πρόσωπα θα επικρατήσει αυτή την φορά; θα γυρίσουμε στο παρελθόν ή θα οδηγηθούμε σε ένα ευοίωνο μέλλον; Στο τέλος, το ποιο πρόσωπο θα επικρατήσει ίσως κρίνει και την βιωσιμότητα της ίδιας της ένωσης.
Το πρώτο πρόσωπο είναι αυτό της ενότητας και της αλληλεγγύης. Είναι η Ευρώπη που στηρίζει τους αδυνάμους με τα κοινοτικά οικονομικά πακέτα και τα διάφορα προγράμματα. Που συμβάλλει στην σύγκλιση των χωρών του Βορρά και του Νότου γιατί, παρόλες τις διαφορές μας, είμαστε μια κοινότητα. Που σηκώνει ανάστημα όταν μια χώρα όπως η Τουρκία παρενοχλεί και απειλεί κράτη μέλη της όπως η Ελλάδα. Αυτή η Ευρώπη, τις περισσότερες φορές με πρωτεργάτη την Γαλλία, δημιούργησε κοινούς στόχους και όραμα και απέδειξε ότι δεν είναι ένα κλαμπ που λειτουργεί υπερ των ισχυρών μελών του, αλλά για όλους τους Ευρωπαίους.
Η άλλη πλευρά της Ευρώπης είναι το σκληρό και άτεγκτο πρόσωπο της λιτότητας και της Προτεσταντικής ηθικής. Το πρόσωπο που λέει ότι οι λαοί που έκαναν λάθη (π.χ. Ελλάδα) πρέπει να «πληρώσουν» ακριβά για αυτά όχι μόνο για να μάθουν – δια της τιμωρίας και του πόνου– αλλά και για να αποτελέσουν το παράδειγμα προς αποφυγήν για τις άλλες χώρες που ενδεχομένως τείνουν να ακολουθήσουν έναν «ανήθικο» δρόμο. Αυτή η γραμμή πρωτίστως εκφράστηκε – και εκφράζεται – από την Γερμανία της Μέρκελ και του Σόιμπλε και των δορυφόρων της. Στην ίδια λογική φαίνεται να κινείται και ο πιθανός διάδοχος στην Καγκελαρία τον Σεπτέμβριο, Άρμιν Λάσετ.
Σε πρόσφατη συνέντευξη του στους Financial Times ο Λάσετ υποστήριξε πως πρέπει να γινεί επιστροφή στην δημοσιονομική ορθοδοξία και έβαλε τέλος στο Ευρωπαϊκό σχέδιο αμοιβαιοποίησης του χρέους. Δηλώνει, μάλιστα, χαρακτηριστικά πως «καμία χώρα δεν είναι υπεύθυνη για τα χρέη της άλλης κάτω από τους κανόνες του Μάαστριχτ», βάζοντας ταφόπλακα σε πιθανό κλείσιμο του χάσματος μεταξύ Βορρά – Νότου. Επίσης, είπε πως οι Ευρωπαϊκές χώρες πρέπει άμεσα να επανέλθουν στην τήρηση των κανόνων για περιορισμό των ελλειμμάτων αγνοώντας ότι επί 1.5 χρόνο η Ευρώπη (και ο κόσμος) δέχτηκε ένα τρομακτικό οικονομικό πλήγμα λόγω πανδημίας. Αυτό σημαίνει ότι η Γερμανία (ξανά) θα επιχειρήσει δυνητικά να βάλει τέλος στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και στην αύξηση των κοινωνικών δαπανών που στηρίζουν τους πιο ευάλωτους πολίτες και την κοινωνική συνοχή σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς.
Η Γερμανική λογική επιτάσσει ότι το τρένο για να φτάσει στον προορισμό του ίσως χρειαστεί να πετάξει έξω τους πιο αδύνατους επιβάτες για να υπάρχει λιγότερο βάρος. Αντίθετα, ωστόσο, από αυτή την λογική η Ευρώπη προόδευσε και κατάφερε σημαντικά επιτεύγματα ακριβώς επειδή δεν άφησε κανέναν έξω. Γιατί επέλεξε ότι το τρένο θα φτάσει στον προορισμό του μόνο αν είμαστε όλοι μαζί και βοηθάει ο ένας τον άλλο.
Μια ενδεχόμενη επιστροφή στην λιτότητα κάτω μια Καγκελαρία Λάσετ ίσως σημάνει το τέλος της Ευρώπης. Και αν όχι σίγουρα, πάντως, θα σημάνει το τέλος της ΕΕ όπως την ξέραμε. Είναι προφανές πως η Ευρώπη βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Ή μετασχηματίζεται με τελικό στόχο την ομοσπονδοποίηση της ή καταλήγει σε ένα μόρφωμα μιας χαλαρής οικονομικής, εμπορικής και τελωνειακής ένωσης. Η μετεξέλιξη της, όμως, αυτή καταρχήν είναι ασυμβίβαστη με οποιαδήποτε μίζερη δημοσιονομική πολιτική. Επιπλέον, η Ευρώπη έχει άμεσα ανάγκη να αποκτήσει ενιαία δική της εξωτερική πολιτική με υπουργικό χαρτοφυλάκιο για την διεθνή της εκπροσώπηση. Οφείλει, επίσης, να προχωρήσει σε οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις ώστε να υπάρξει συνοχή και αλληλεγγύη μεταξύ των χωρών μελών της.
Η σημερινή απειλή απέναντι στο Ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο δεν δημιουργεί άδικα ανησυχίες στους Ευρωπαίους πολίτες οι οποίοι πάντως δεν είναι διατεθειμένοι να το θυσιάσουν εντός ενός «οικονομικού ορθολογισμού» με αμφίβολα αποτελέσματα.