Της Μαριάννας Θ. Αποστόλου*
Όλες τις γλώσσες των ανθρώπων κι αν μιλώ και των αγγέλων, μα αν δεν έχω αγάπη, είμαι ένα χάλκινο δοχείο που θορυβεί ή ένα κύμβαλο που αλαλάζει. Κι αν έχω χάρισμα να προφητεύω και όλα τα μυστήρια να γνωρίζω κι όλη τη γνώση να κατέχω, να έχω μέσα μου όλη την πίστη, που και βουνά ακόμα να μετακινώ, μα αγάπη αν δεν έχω, είμαι ένα τίποτα! Και αν μοιράσω στους φτωχούς όλα μου τα υπάρχοντα, και στη φωτιά κι αν πέσω ακόμα να καώ, χωρίς να έχω αγάπη, κανένα όφελος δεν έχω. Η αγάπη είναι μακρόθυμη, γλυκιά, η αγάπη δεν φθονεί και δεν περηφανεύεται, δεν παραφέρεται και τίποτα άσχημο δεν κάνει, τίποτα για τον εαυτό της δεν ζητάει, δεν εξοργίζεται και το κακό ποτέ δεν βάνει ο νους της, δεν χαίρεται όταν γίνεται αδικία, μα χαίρεται μαζί με κείνους που εφαρμόζουν την αλήθεια. Πάντα η αγάπη συναινεί, πάντα πιστεύει, πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει. Η αγάπη ουδέποτε ξεπέφτει, ακόμα κι αν καταργηθούν οι προφητείες, ακόμα κι αν οι άνθρωποι πάψουνε να μιλούν, ακόμα κι αν καταργηθεί η γνώση! Ό, τι μας απομένει τώρα είναι η πίστη, η ελπίδα, η αγάπη. Μα πιο μεγάλη από όλες είναι η αγάπη !!! (Απ. Παύλου, προς Κορινθίους Επιστολή, ΙΓ. 1-9, 13)
Με τον ύμνο της Αγάπης ο Επιμορφωτικός & Πολιτιστικός Σύλλογος Κρηνίτσας – «Ε.ΠΟ.Σ.» Κρηνίτσας στέλνει μήνυμα ελπίδας παντού και σας θυμίζει λίγα από τα έθιμα του χωριού μας, ότι απέμεινε από τα νεανικά χρόνια του παππού και της γιαγιάς.
Τα Κάλαντα Χριστουγέννων όπως τα μάθαμε από τους παππούδες μας
Χριστούγεννα πρωτούγεννα , τώρα χριστός γιννιέται (δις)
γιννιέται και βαφτίζεται στους ουρανούς απάνου (δις)
όλοι οι Αγγέλοι χαίροντι κι όλοι δοξολογούντι (δις)
και τα δαιμόνια σκάζουν, σκάζουνε και πλαντάζουν τα σίδερα ταράζουν
σε τούτο το σπίτι πού ήρθαμι, μι μάρμαρο στρουμένο (δις)
εδώ ‘χουν κόρη για παντρειά, κόρη για αρρεβώνα (δις)
της τάζουν γιό του βασιλιά , της τάζουν γιό του ρήγα (δις)
δεν θέλει γιο του βασιλιά, δεν θέλει γιο του ρήγα (δις)
μον’ θέλει το αρχοντόπουλο, που πιρπατάει καβάλα (δις)
σε τούτο το σπίτι που ήρθαμε πέτρα να μην ραγίσει (δις)
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει (δις)
αφέντη μου πρωτύτερε και πρωτιμημένε (δις)
πρώτα ο Θεός σε τίμησε, κατόπι ου κόσμους όλους (δις)
σε τίμησαν κι οι άρχοντες κι ήρθανι να σι δούνε (δις)
Τα κάλαντα Πρωτοχρονιάς όπως τα τραγουδούσαν παλιότερα …
Αη Βασίλης έρχιτι Γινάρης ξημερώνει
Φέρνει μουλάρια δώδεκα γκαμήλες δεκαπέντε
Φέρνει και παλιομούλαρα καν δυο καν τρεις χιλιάδες
Βασίλη μ΄πούθι έρχισαι κι απούθε κατεβαίνις.
Απού τα ξένα έρχομι και στα δικά μου πάου.
Αν έρχισαι απ΄την ξενιτειά πες μας κάνα τραγούδι.
Τραγούδι ιγώ δεν έμαθα τα γράμματα μαθαίνου
Σαν έμαθις τα γράμματα πες μας την αλφαβήτα
Στην πατερίτσα ακούμπησε να πει την αλφαβήτα.
Και η πατερίτσα ήταν χλωριά κι αμόλησε κλουνάρι
Κλουνάρι χρυσουκλώναρου χρυσοκουμπουδιμένου
Που το κομπόδεσε ο Χριστός με του δεξί του χέρι
Μι του δεξί με του ζερβί με τ’ Άγιου το βαγγέλιου.
Και του χρόνου, χρόνια πολλά
Λίπα – κριάς –λουκάνικα
Όταν η νοικοκυρά τους έδινε λίπα – κριάς – λουκάνικα για το καλό του χρόνου την ευχαριστούσαν
Αφέντη μου στην τάβλα σου χρυσή καντήλα φέγγει
Φέγγει εσένα φέγγει την κυρά σ’
κι από τα παραθύρια φέγγει τη γειτονιά σ’
Εάν δεν έδινε τίποτα για το καλό του χρόνου συνέχιζαν ως εξής
Του κασιδιάρη τ’ άλογου στη βυσσινιά διμένου
Τα καλιακούδια του τσιμπούν κι τούβγαλαν τα μάτια
ή
Αφέντη μου στην τάβλα σου γεμάτη καλιακούδια
Τα μσά γιννούν τα μσά κλουσσούν τα μσά σι βγάζ’ τα μάτια
Κι τάλλα τα μικρότερα σι κουτσουλάν τα μουστάκια.
Όλα αυτά μας θυμίζουν πιο όμορφα χρόνια τότε που οι σχέσεις της Ελληνικής οικογένειας ήταν αλώβητες από τα ξενόφερτα ήθη και έθιμα. Τότε που το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν γεμάτο με τα δώρα της αγάπης, της πίστης και της ελπίδας. Με τη χριστουγεννιάτικη σούπα από την πιο παχουλή κότα που μετά τη νηστεία ήταν το πρώτο πιάτο της ημέρας για να μπορέσουν να συνεχίσουν με το μεσημεριανό φαγοπότι, τις τσιγαρίδες και την πρασοτηγανιά, αλλά και το ζυμωτό χριστόψωμο που μοσχομύριζε σε όλη τη γειτονιά. Το χριστόψωμο είναι το γνωστό ψωμί των Χριστουγέννων που ήταν ζυμωτό ψωμί επάνω στο οποίο η νοικοκυρά κεντούσε ένα σταυρό και στόλιζε περίτεχνα. Συναντάται σε πολλά μέρη της Ελλάδας ακόμα και στην Κύπρο.
Είναι το σύμβολο, ο φορέας της ευεργετικής δύναμης που ενσαρκώνεται στο νεογέννητο Χριστό. Παρασκευάζεται όπως το συνηθισμένο ψωμί, από καλύτερο όμως αλεύρι, κοσκινισμένο με ψιλή σήτα. Είναι συνήθως στρογγυλό και στην επάνω επιφάνεια του έχει σταυρό από ζυμάρι ή σφραγίδα και είναι πασπαλισμένο με σουσάμι. Σε πολλά μέρη βάζουν επίσης και καρύδια με το τσόφλι, ξερά σύκα, σταφίδες και αμύγδαλα, με τα οποία κάνουν διάφορα σχήματα. Το χριστόψωμο δεν το κόβουν με μαχαίρι, γιατί τη δύναμη του καλού που είναι μέσα στο ψωμί δεν θέλουν να την βιάσουν με σίδερο που συμβολίζει τη δύναμη του κακού.
Τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα ακολουθούσε η «γουρνοχαρά» ένα έθιμο που διατηρείται μέχρι σήμερα. Το έθιμο της γουρνουχαράς προξενούσε μεγάλη χαρά για κάθε σπιτικό, διότι γέμιζε το σπιτικό με λίπα, αλλά και κρέας κάτι που ήταν δύσκολο να συντηρηθεί τις άλλες εποχές πριν το 1968 καθώς τότε ήρθε το ρεύμα στην Κρηνίτσα. Το γουρουνάκι από πολύ νωρίς μεγάλωνε δίπλα στην οικογένεια με αποφάγια, τυρόγαλο που μάζευε η νοικοκυρά από το πήξιμο του γάλακτος για να φτιάξει τυρί και λίγα πίτουρα. Ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε οικογένεια αναζητούσε γουρουνόπουλα που να αποθηκεύουν πολύ λίπος μέσα από το δέρμα τους, για να φτιαξει τη λίπα, για τις πίτες ή τους τραχανάδες της χρονιάς, διότι το λάδι ήταν μετρημένο ή γουρουνόπουλα που έδιναν πολύ κρέας για να φτιάξουν τα διάφορα εδέσματα τηγανιές, πρασοσέλινο, λουκάνικα, κουραμπιέδες κ.ά. Τα περισσότερα γουρούνια σφάζονταν παρέες-παρέες τη 2η μέρα των Χριστουγέννων ή του Αγίου Στεφάνου. Έτσι βοηθούσαν ο ένας τον άλλον τη μέρα της γουρνουχαράς έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν μαζί και οι σχέσεις των ανθρώπων ήταν διαφορετικές από τις σημερινές.
Σε ένα υπόστεγο ή αποθήκη στήνονταν μια φωτιά για να πάρει πάνω της τη θέση του ένα μεγάλο χαλκοματένιο, συνήθως, καζάνι. Αφού γινόταν η σφαγή, ακολουθούσε το άνοιγμα της κοιλιάς του ζώου και η αφαίρεση όλων των εντόσθιων, συκώτι, καρδιά, σπλήνα τα οποία αν ήταν καθαρά, συμμετείχαν στην τηγανιά. Τα πνευμόνια τα πετούσαν. Τα έντερα τα καθάριζαν πολύ σχολαστικά για να φτιάξουν τα λουκάνικα. Με το θυμιατό η νοικοκυρά θυμιάτιζε για να διώξει τους καλικάντζαρους. Θυμάμαι τον πατέρα μου να παίρνει μια φτυαριά κάρβουνα και τη μάνα που έριχνε το θυμίαμα και θυμιάτιζε όλους τους παρευρισκόμενους και στη συνέχεια το έριχνε στον λαιμό του γουρουνιού. Πίστευαν με το θυμίαμα θα είχαν την ευλογία του Χριστού και θα έδιωχναν μακριά τα καρκατζάλια που θα μαγάριζαν το κρέας και τα άλλα προϊόντα του γουρουνιού.
Η κύστη του ζώου αποτελούσε δώρο, για τα μικρά αγόρια της γειτονιάς που περίμεναν, ανυπόμονα, μέχρι να τους την παραδώσουν και μετά από καλό πλύσιμο και φούσκωμα, γινόταν η μπάλα που τους έλειπε και έπαιζαν με την ψυχή τους μέχρι να σπάσει!!! Στη συνέχεια έκοβαν τα πόδια και το κεφάλι, τα οποία μαγείρευαν πατσά ή με πατάτες λεμονάτες στον φούρνο. Θυμάμαι τον πατέρα μου που έγδερνε με επιμέλεια το γουρούνι γιατί το δέρμα το έφτιαχναν γουρνοτσάρουχα. Αν το γουρούνι ήταν παχύ αφαιρούσαν το λίπος και το έριχναν στο καζάνι που είχαν βάλει ήδη στη φωτιά για να φτιάξουν λίπα και τσιγαρίδες. Το λίπος που ήταν αποθηκευμένο εξωτερικά κάτω από το δέρμα και είχε πάχος αρκετά εκατοστά ονομαζόταν παστό.
Από τα γουρούνια χρησιμοποιούσαν τη λίπα, το κρέας που πάστωναν και τα έντερα για να φτιάξουν τα λουκάνικα. Ακόμα και το δέρμα του γουρουνιού ήταν υλικό που θα έφτιαχναν τα παπούτσια τους τα «γουρνοτσάρουχα». Από το παστό γινόταν η λίπα και οι τσιγαρίδες. Το παστό έλιωνε και η λίπα αποθηκευόταν για να χρησιμοποιηθεί στις πίτες, στους τραχανάδες, στις μπατζίνες, στους κουραμπιέδες. Αν το γουρούνι ήταν μεγάλο αφαιρούσαν το ψαχνό κρέας και το έκαναν λουκάνικα, τηγανιές, πρασοσέλινο, αλευριά σε λίπα (βρασμένο κρέας που διατηρούσαν μέσα στη λίπα), κεφτέδες κ.ά..Τα κόκκαλα με το λιγοστό κρέας που έμενε πάνω ήταν απο τα πρώτα που μαγείρευαν με γλυκό τραχανά, με ζυμαρικά, στιφάδο, κουρκούτι κ.ά.
Μεγάλη ποσότητα του κρέατος γινόταν κιμάς, για τα λουκάνικα η για τις κεφτέδες. Πολλές οικογένειες είχαν μηχανή του κιμά διαφορετικά το έκοβαν με υπομονή σε μικρά τεμάχια και τα χτυπούσαν πάνω σε μια ξύλινη επιφάνεια. Όταν τελείωναν την κοπή του κρέατος άρχιζαν την ετοιμασία των λουκάνικων. Ανακάτευαν το ψιλοκομμένο κρέας με ψιλοκομμένο πράσο αλάτι πιπέρι και γέμιζαν με την κρεατομηχανή ή πατώντας στο χωνί με το χέρι τα καλοκαθαρισμένα έντερα του ζώου. Τα λουκάνικα τα κρεμούσαν σε ασφαλές μέρος να αερίζονται και να παρακολουθούνται από κάθε πονηρό βλέμμα διότι οι καλικάντζαροι παραμόνευαν. Όταν όλα αυτά τελείωναν το τραπέζι είχε στρωθεί και περιείχε τα βασικά είδη: τηγανιά τσιγαρίδες ζυμωτό ψωμί πράσα απο τον κήπο και φέτα. Συμπλήρωμα όλων αυτών το καλό κρασί από το βαρέλι και τα τραγούδια της τάβλας.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές ζύμωναν την βασιλόκ’λουρα και κουλούρες για τα ζώα τους, τις οποίες έσπαζαν στην πλάτη μιας αγελάδας ή ενός προβάτου ανήμερα της Πρωτοχρονιάς και έδιναν μερικά κομμάτια να τα φάνε, για να είναι γερά τα ζωντανά. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς η νοικοκυρά ετοίμαζε την Πρωτοχρονιάτικη βασιλόπιτα, που συνήθως στην Κρηνίτσα ήταν τυρόπιτα, αλλά σε σπίτια που ήταν περίσσια το τυρί, το κρέας, το λάδι η νοικοκυρά έβαζε μπόλικα και με … πολύ μεράκι, τοποθετούσε ένα νόμισμα, ένα άχυρο/ή μαλλί, ένα κλήμα, το καλαμπόκι και το σιτάρι. Έτσι όποιος κέρδιζε το νόμισμα θα είχε τη σακούλα (τα οικονομικά της οικογένειας), αυτός που πετύχαινε το κλήμα θα φρόντιζε το αμπέλι, ο τυχερός που θα έπαιρνε το άχυρο/ή το μαλλί θα φρόντιζε τα ζώα και όποιος πετύχαινε το καλαμπόκι και το σιτάρι θα είχε την επιμέλεια των χωραφιών. Όλοι κάτι κέρδιζαν και όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Το πρωί της Πρωτοχρονιάς όλη η οικογένεια πήγαινε με τα γιορτινά ρούχα στην εκκλησία. Σαν σχολούσε η εκκλησία, μικροί και μεγάλοι, γυναίκες και άνδρες, μέσα και έξω στην εκκλησία έλεγαν «χρόνια πολλά» και επέστρεφαν για την κοπή της βασιλόπιτας με την προσμονή να τους τύχει το φλουρί.
Την ημέρα του Σταυρού όλοι καθάριζαν τα σπίτια και τις αυλές γιατί οι Καλικάντζαροι θα επέστρεφαν στη γη … θα τους μάζευε ο παπάς με την αγιαστούρα του και για να το πετύχει αυτό θα περνούσε από όλα τα σπίτια του χωριού να ραντίσει με αγίασμα. Στο χέρι του κρατούσε τον σταυρό και ένα ματσάκι βασιλικό, τον οποίο βουτούσε σε ένα μπακράτσι με αγιασμένο νερό και με αυτόν ράντιζε τους νοικοκυραίους και όλους τους χώρους του σπιτιού, ψάλλοντας συγχρόνως το τροπάριο «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε..». Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τις κουλούρες και τους σταυρούς για την ημέρα των Φώτων. Το απόγευμα οι άνδρες ντύνονταν «καρκατζάλια»- τα ρουγκατσάρια (βάφανε το πρόσωπο με γάνες από το τζάκι) και με κουδούνες γύριζαν σε όλο το χωριό και μάζευαν κρέας-λίπα-λουκάνικα για να γλεντήσουν όλοι μαζί το βράδυ. Τα Φώτα πήγαιναν όλοι στην εκκλησία και έφερναν αγίασμα στο σπίτι για να ραντίσουν τα ζώα, τα αμπέλια και τα χωράφια.
Τα ρουγκατσάρια ήταν έθιμο στο οποίο δεν συμμετείχαν γυναίκες αλλά μόνο άνδρες ηλικίας 20-χρόνων και πάνω αλλά και λίγο μικρότερα παιδιά, μετά την Πρωτοχρονιά μέχρι την παραμονή των Φώτων, , γύριζαν από σπίτι σε σπίτι στο χωριό τους αλλά όπως μου διηγούνταν ο πατέρας μου πήγαιναν και σε άλλα χωριά και προκαλούσαν φόβο στα μικρά παιδιά και γέλιο στους μεγαλύτερους. Στο μπουλούκι υπήρχε γαμπρός, νύφη (ένα αγόρι ντυμένο με γυναικεία ρούχα), παπάς, γιατρός και όλοι προστάτευαν τη νύφη και για το πετύχουν αυτό πετούσαν στάχτη. Μαζί τους είχαν ένα γαϊδουράκι στο οποίο κρέμονταν από τη μια μεριά ο τενεκές για τη λίπα και στην άλλη μεριά ο τενεκές για τα κοψίδια. Πάνω στο σαμάρι του γαϊδουριού ήταν ένας νέος για να τα φυλάγει και να τα τακτοποιεί. Σε κάθε σπίτι που πήγαιναν, χόρευε ο γαμπρός με τη νύφη και στο τέλος του χορού η νύφη έσκυβε να φιλήσει τα χέρια να της δώσουν χρήματα και ταυτόχρονα οι ρογκατσιάρηδες κουνούσαν με δύναμη του κορμί τους και προκαλούσαν μεγάλο θόρυβο με τις κουδούνες που τρόμαζαν τα μικρά παιδιά, τα οποία έτρεχαν στην αγκαλιά της μάνας τους ή της γιαγιάς τους.
Όταν τελείωναν τις επισκέψεις σε όλα τα σπίτια του χωριού, μαζεύονταν σε ένα σπίτι ρουγκατσιάρη και εκεί έστηναν ένα γλέντι με φαγοπότι, χορό και τραγούδι. Έτσι πορεύονταν στην Κρηνίτσα από το 1950 και μετά. Οι άνθρωποι παλαιότερα και ιδιαίτερα αυτοί που κατοικούσαν στα χωριά ζούσαν έντονα το δωδεκαήμερο από τα Χριστούγεννα μέχρι την ημέρα των Θεοφανίων. Οι νοικοκυρές καθάριζαν τα σπίτια ασβέστωναν, παλάμιζαν, φουκάλιζαν τις αυλές κι έστρωναν τις μπατανίες και τα κιλίμια για να περιμένουν τη γέννηση του Θείου βρέφους. Σήμερα χάνονται αυτές οι συνήθειες σιγά σιγά Μια καλή προσπάθεια γίνεται από τους πολιτιστικούς συλλόγους που προσπαθούν όχι μόνο να διατηρήσουν τα έθιμα πολλές φορές αναβιώνουν ορισμένα απ’ αυτά πριν χαθούν οριστικά.
Ο Επιμορφωτικός και Πολιτιστικός Σύλλογος Κρηνίτσας προσπαθεί να διατηρήσει την πολιτιστική κληρονομιά του χωριού μας. Με εθελοντική προσπάθεια έχουμε στήσει το «Μουσείο Παιδείας» κι ελπίζουμε με τη λήξη της Πανδημίας να σας καλέσουμε στο Πανηγύρι του χωριού μας των Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, στις 21 Μαΐου 2022 σε μια τιμητική εκδήλωση για τους δασκάλους και τις δασκάλες που υπηρέτησαν στο Δημοτικό σχολείο Κρηνίτσας, να καθίσουν τα παιδιά στα θρανία, όπως χρόνια πριν έκαναν οι γονείς τους, οι παππούδες τους, οι πρόγονοί τους. To Δημοτικό σχολείο Κρηνίτσας λειτούργησε από το 1915-16 μέχρι το 2010-11. Συγκεντρώνουμε πληροφορίες για να μπορέσουμε να διοργανώσουμε πληρέστερα την τιμητική εκδήλωση για τους δασκάλους και τις δασκάλες, οι οποίοι πρόσφεραν στη νεολαία της Κρηνίτσας και βοήθησαν όλους μας να γίνουμε καλύτεροι για τον εαυτό μας, το χωριό μας και την κοινωνία μας γιατί σύμφωνα με τον Κωστή Παλαμά μόνο οι δάσκαλοι /οι δασκάλες “κρατούσαν το λυχνάρι της γνώσης και πυροδοτούσαν το σκοτάδι της αμάθειας “
Χρόνια Πολλά, Υγεία και Αγάπη για το 2022!!!
*Η Μαριάννα Αποστόλου είναι Καθηγήτρια Γαλλικής και Φιλολογίας , Πολιτισμολόγος, Ερευνήτρια Τοπικής Ιστορίας και Λαογραφίας και Προέδρος του Επιμορφωτικού και Πολιτιστικού Συλλόγου Κρηνίτσας