Του Αποστόλη Β. Παππά
Δημοτικού Συμβούλου
Δήμου Τρικκαίων
Το νομικό πλαίσιο που ορίζει το δίκαιο των θαλασσών είναι πολύ απλό για όσα κράτη διαθέτουν ανοικτές θάλασσες,αλλά αποκτά μια συνθετότητα και μια πολυπλοκότητα μεταξύ γειτνιαζόντων κρατών που διεκδικούν τα ίδια πελάγη και αρχιπελάγη.Παλαιότερα δεν υπήρχαν οι σύγχρονοι όροι και ορισμοί περί αιγιαλίτιδας ζώνης και υφαλοκρηπίδας,αλλά επικρατούσε το κοινόν των θαλασσών.Με τη μετάβαση από το φεουδαλισμό στον καπιταλισμό,που σηματοδότησε πέραν της οικονομικής και μιας άλλης μορφής πολιτειακή οργάνωση,τα αρτιγέννητα τότε κράτη-έθνη για λόγους ασφαλείας εν αρχή επινόησαν την έννοια των χωρικών υδάτων.Κατά τον 17ο αιώνα έγινε και ο πρώτος εκτασιακός προσδιορισμός,και το πλάτος της επιχωρίου θαλάσσης ορίσθη όσο και το βεληνεκές των βολών των παράκτιων πολυβόλων,που με την τεχνολογία της εποχής εκείνης ήτο περίπου τρία ναυτικά μίλια.Την εκδοχή αυτή απεδέχθη και ενσωμάτωσε στο δίκαιό της εθιμικό και μη ,και η νεοσύστατη ελληνική πολιτεία προϊόν της Επανάστασης του1821.Με τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας,η οποία άνοιξε προοπτικές εκμετάλευσης του θαλάσσιου και υποθαλάσσιου χώρου,του βυθού και του υπεδάφους αυτού,εκρίθη αναγκαίος ένας επαναπροσδιορισμός του πλάτους των χωρικών υδάτων.Επικράτησε μια χαώδης κατάσταση,με μια πανσπερμία απόψεων και έναν βαβυλωνιακό ερμηνευτισμό περί της επαναπροσδιορίσιμης έκτασης αυτών.Κάποιες χώρες προέκτειναν τα χωρικά τους ύδατα στα 6 ναυτικά μίλια,άλλες στα 12ν.μ. στα 20ν.μ. στα 50ν.μ. και οι έχουσες ανοικτές θάλασσες όπως οι Λατινοαμαρικανικές στα 200ν.μ.Μεταπολεμικά,και συγκεκριμένα το έτος 1945 από τον Αμερικανό πρόεδρο Τρούμαν συνελήφθη η έννοια της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας,δηλαδή της φυσικής προέκτασης του χερσαίου εδάφους στη θάλασσα.Το ανακύπτον πρόβλημα ήτομέχρι ποίου βάθους έπρεπε να ορισθεί αυτή ως αποκλειστικώς εκμεταλεύσιμη από το παράκτιο κράτος.Για την αρτιότερη κατανόηση του Αιγαιακού προβλήματος,κρίνεται σκόπιμη μια σύντομη ιστορική αναφορά του θαλάσσιου καθεστώτος,όπως αυτό ισχύει σήμερα σύμφωνα με το υφιστάμενο Διεθνές Δίκαιο.Η πρώτη συντονισμένη παγκόσμια προσπάθεια για την οριοθέτηση τόσο της αιγιαλίτιδας ζώνης,όσο και της υφαλοκρηπίδας,έγινε το 1958 με τη σύμβαση της Γενεύης.Όσον αφορά το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης,και σ’αυτή τη σύμβαση δεν επετεύχθη ένας σαφής προσδιορισμός ως προς το μέγιστο πλάτος,επιτείνοντας τα συγχυτικά φαινόμενα.Σαφής και ομοιόμορφος προσδιορισμός επετεύχθη το 1982 με τη Διεθνή Σύμβαση του ΟΗΕ «Περί του Δικαίου της θαλάσσης» άρθρο 3,η οποία επέβαλλε ως μέγιστο πλάτος τα 12 ναυτικά μίλια.Επί πλέον με την ίδια σύμβαση ορίσθη και το «καθεστώς των νήσων»,όπου ρητά προβλέπεται,ότι για τον προσδιορισμό της αιγιαλίτιδας ζώνης αυτών ισχύει ότι και για την εδαφική επικράτεια,δηλαδή τα 12ναυτικά μίλια(άρθρο 121 παρ.2).Σχετικά με την ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα,η Σύμβαση της Γενεύης στο άρθρο 1 ορίζει ότι με τον όρο αυτό εννοούμε το βάθος της θάλασσας και του υπεδάφους αυτού,που γειτονεύουν με την ακτή μέχρι του βάθους των 200 μέτρων,όπου το κράτος δυνητικά ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα,όσον αφορά την εξερεύνηση και την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων αυτής.Η Διεθνής Σύμβαση του ΟΗΕ «Περί του Δικαίου της θαλάσσης» του 1982,υιοθέτησε τον ορισμό της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας της Σύμβασης της Γενεύης.Επιπροσθέτως στο άρθρο 121 της σύμβασης ρητώς ορίζεται,ότι τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα.Συνεπώς,ό ισχυρισμός της Τουρκίας ότι τα ελληνικά νησιά δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα,δεν ευσταθεί σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο.Βέβαια,η Τουρκία δεν υπέγραψε τις συμβάσεις αυτές,και κτάσυνέπεια δεν δεσμεύεται εξ αυτών.Από του σημείου αυτού ξεκινούν οι αμφισβητήσεις και διαφοροποιήσεις της Τουρκικής πλευράς,η οποία διατείνεται ότι τα νησιά δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα,και κατά συνέπεια η τουρκική ηπειρωτική υφαλοκρηπίδα εισχωρεί μέχρι το μέσον του Αιγαίου.Κατά την άποψη της Τουρκίας,το Αιγαίο τέμνεται σε δύο κυριαρχικές ζώνες,όπου η δικαιοδοσία εκμετάλλευσης της ανατολικής ανήκει σ’αυτήν και της δυτικής στην Ελλάδα.Επί πλέον αρνείται πεισμόνως την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12ν.μ.,κάτι που θα επέλυε ουσιαστικά και το πρόβλημα της υφαλοκρηπίδας,θεωρώντας μια τέτοια ενέργεια ως αιτία πολέμου(casus belli),αν και η ίδια τόσο στον Εύξεινο Πόντο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο έχει επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12ν.μ.Καθίσταται λοιπόν πασιφανές,ότι το Αιγαιακό ζήτημα έχει περιέλθει σε μια αδιέξοδη κατάσταση.Η Ελλάδα μπορεί μεν να ομιλεί από θέση νομικής ισχύος,αδυνατεί όμως παρ’όλα αυτά να επιτύχει έναν νομικό διακανονισμό,καθώς για μια διεθνή εκδίκαση της υποθέσεως,το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης θέτει ως προϋπόθεση την από κοινού προσφυγή των διϊστάμενων πλευρών με την υπογραφή σχετικού συνυποσχετικού,κάτι το οποίο η Τουρκία αρνείται να πράξει.Εξάλλου,η μονομερής προσφυγή της Ελλάδας το 1976 το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για τη λήψη προσωρινών μέτρων μετά την έξοδο του «Χόρα» στο Αιγαίο,απερρίφθη γιάυτόν ακριβώς το λόγο.Πρόμοια τύχη είχε και η προσφυγή στο ύπατο πολιτικό όργανο του ΟΗΕ,στο συμβούλιο Ασφαλείας,το οποίο με την 395/25 Αυγούστου 1976 απόφασή του,απέρριπτε την προσφυγή της χώρας για λήψη προσωρινών μέτρων και προέτρεπε τη συνέχιση ων συνομιλιών των δύο χωρών.Μονομερείς κατά το παρελθόν προσπάθειες αλλαγής του Status quo στο Αιγαίο θα κατάληγαν σε θερμό επεισόδιο,εάν η κάθε φορά μονομερώς ενεργούσα χώρα δεν υπαναχωρούσε.Δύο τρανταχτά παραδείγματα.Πρώτον.Η έξοδος του «Σισμίκ 1» τον Μάρτη του 1987 για πετρελαϊκές έρευνες μεταξύ Λήμνου και Λέσβου,προκαλεί την οξεία τηλεγραφική αντίδραση ανακοίνωση των Αθηνών,ότι τούτο αποτελεί casus belli,με αποτέλεσμα η Άγκυρα να το αποσύρει.Δεύτερον.Τον Ιούλιο του 1994 η Ελλάδα υπογράφει μαζί με άλλα 40 κράτη σύμβαση,δια της οποίας δίδεται η δυνατότητα επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12ν.μ. με ημερομηνία εφαρμογής τη 16η Νοεμβρίου του ιδίου έτους.Η αντίδραση της Τουρκίας εκδηλώνεται άμεσα με ρηματική διακοίνωση,διά της οποίας απειλεί απόβαση στα νησιά του Αν.Αιγαίου σε περίπτωση εφαρμογής του μέτρου,με αποτέλεσμα η Ελλάδα να ανακρούσει πρύμναν.Παρεπόμενο βέβαια της κρίσεως είναι και η αμφισβήτηση του FIR Αθηνών,ο έλεγχος δηλαδή των πτήσεων της εναέριας περιοχής που υπέρκειται του Αιγαίου,από την πλευρά της Τουρκίας.Εδώ να σημειώσουμε,ότι το καθεστώς αυτό απεφασίσθη κατά την περιοχική συνδιάσκεψη του Παρισιού του ICAO(Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας)το 1952,απόφαση με την οποία είχε συμφωνήσει τότε και η Τουρκία.Εξ’όσων προανεφέρθησαν,το καταληκτικό συμπέρασμα για όσους τουλάχιστον διαθέτουν στοιχειώδη πολιτικό ορθολογισμό,είναι το εξής:Στην καταφατική περίπτωση,που ο υποπυθμένιος Αιγαιακός χώρος υποκρύπτει υδρογονάνθρακες,φυσικό αέριο,ή οτιδήποτε άλλο,η μονομερής εκμετάλευση αυτών κρίνεται αδύνατη και η προσφυγή σ’έναν πολιτικό διακρατικό διακανονισμό,αναλογικής συνεκμετάλλευσης αποτελεί μονόδρομο.Αναφέρομαι σε αναλογική π.χ. 60-40 και όχι ισομερή συνεκμετάλλευση,κάτι που αποτελεί θέση της Τουρκίας,διότι τούτο θ’αδικούσε καταφανώς τη χώρα μας,η οποία λόγω των ειδικών συνθηκών του Αιγαίου με το πλήθος των νήσων να της ανήκουν,κατέχει διαπραγματευτικό και νομικό πλεονέκτημα.Βέβαια,από την άλλη μεριά μια χώρα που διαθέτει 1000 χλμ. Ακτογραμμής σε μια θάλασσα,έστω κι αν αποστερείται της νομικής δυνατότητας διεκδίκησης του μείζονος,διαθέτει όμως την ηθική νομιμοποίηση διεκδίκησης του ελάσσονος.Η πολιτική αυτή συμφωνία θ’αφορά μόνο το συγκεκριμένο ζήτημα και θα’ναι αυστηρά ορισμένου χρόνου,μέχρι της εξαντλήσεως των υποτιθέμενων αποθεμάτων,χωρίς να υπεισέρχεται σε νομικούς και πολιτικούς διακανονισμούς επί του Αιγαιακού καθεστώτος,των κυριαρχικών δικαιωμάτων,ή των όποιων άλλων αμφισβητήσεων.Καθώς τα τυχόν υπάρχοντα ενεργειακά αποθέματα είναι πεπερασμένα,και ως εκ τούτου έχουν ημερομηνία λήξης,εκτιμώ ότι η συμφωνία αυτή δεν θα υπερβαίνει την πεντηκονταετία.Η Ελλάδα,ως ευρισκόμενη σε πλεονεκτικότερη θέση μπορεί να απαιτήσει και να επιτύχει τη θέσπιση ρήτρας,ότι μετά το πέρας της συμφωνίας,στον Αιγαιακό χώρο θα ισχύσει ότι προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο,το εθιμικό δίκαιο,και τη διεθνή πρακτική.Πρέπει να συνειδητοποιηθεί,ότι μονομερής εκμετάλευση του Αιγαίου μπορεί να υπάρξει μόνο στην περίπτωση αλλαγής των γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών συσχετισμών υπέρ ημών,εάν ποτέ κάτι τέτοιο συμβεί.Το πιθανότερο όμως,είναι να συμβεί το αντίστροφο,καθώς η Τουρκία πλεονεκτεί γεωστρατηγικά,γεωπολιτικά,πληθυσμιακά κ.λ.π.Δεν είμαι βέβαιος,αν οι σημερινές πολιτικές ηγεσίες των δύο χωρών,συμπολιτευόμενες και αντιπολιτευόμενες,διαθέτουν την πολιτική γενναιότητα μετά από έναν έντιμο και ειλικρινή διάλογο να καταλήξουν σε κάποια συμφωνία.Η αίσθησίς μου με πληροφορεί,ότι μοιάζουν αιχμαλωτισμένες στη δογματική αντίληψη του όλα ή τίποτα,κάτι που προοιωνίζει διατήρηση του καθεστώτος της ακινησίας.Ανατρεπτικές πολιτικές κινήσεις που έρχονται σε μετωπική ρήξη μ’έναν εμφανή ή υπολανθάνοντα στείρο εθνικισμό,προϋποθέτουν επαναστατικά πολιτικά πνεύματα.Είναι εκ προοιμίου βέβαιον,ότι αν την επαύριον ηγέτες των δύο χωρών ήταν οι Ελευθέριος Βενιζέλος και Κεμάλ Ατατούρκ,η ταιριαστή χημεία τους και η εμπέδωση υπ’αυτών της ρήσης του Ότο Φον Μπίσμαρκ ότι «η πολιτική είναι η τέχνη της επιτυχίας του εφικτού» θα επέφερε το συμπεφωνημένον.Σήμερα αιώνιοι περιπατητές στη συμπαντική απεραντοσύνη,είμαι βέβαιος ότι θα συνομιλούν και θα έχουν ήδη καταλήξει σ’έναν έντιμο ιστορικό συμβιβασμό.Εξ’άλλου,φιλοσοφικά κρίνοντας τη ζωή από τη σωρεία των ιστορικών αποδείξεων,η διαπίστωση είναι ότι αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας διαρκής συμβιβασμός.Ας μου υποδείξει ο οιοσδήποτε,κάποια ατραπό μονομερούς εκμετάλλευσης του Αιγαίου χωρίς την πρόκληση θερμού επεισοδίου,και τον διαβεβαιώ ότι θα προσχωρήσω αμέσως στην άποψή του.Ματαιδοξεί όμως όποιος το επιχειρήσει.
Ευχαριστώ
Υ.Γ.
Το παρόν σημείωμα δημοσιεύθηκε τη 01.06.2011 στο φύλλο της εφημερίδας Πρωϊνός Λόγος.Παρήλθε σχεδόν μια δεκαετία και καμμία πρόοδο επί του συγκεκριμένου ζητήματος.Τουναντίον,βλέπουμε μια εντατικοποίηση της αντιπαράθεσης.Πολύ φοβάμαι,ότι με το ρυθμό που πάμε,αν οψέποτε καταλήξουμε σε συμφωνία θα’ναι πολύ αργά.Τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων του Αιγαίου και της Αν.Μεσογείου,καθώς οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα κερδίζουν συνεχώς έδαφος,αφήνουμε στην άκρη την μέθοδο παραγωγής ενέργειας δια της πυρηνικής συντήξεως που βρίσκεται ήδη σε προχωρημένο στάδιο και θα θέσει οριστικό τέλος στη χρήση των ενεργειακών ορυκτών,θα υποβαθμίζονται συνεχώς και μετά από 15-20 χρόνια,θα χαρακτηρισθούν ως οικονομικά μη εκμεταλεύσιμα και θα εγκαταλειφθούν.Οι δύο γείτονες απλώς θα συνεχίζουν να ερίζουν,μη αντιλαμβανόμενοι ότι η πραγματικότητα τους έχει ξεπεράσει.Αφορμή για την αναδημοσίευση είναι η αποπομπή του προέδρου του Επιστημονικού Συμβουλίου του ΥΠΕΞ Χρήστου Ροζάκη για τα όσα αυτονόητα είπε,ο οποίος γνωρίζει όσο ελάχιστοι από νομικής και τεχνικής απόψεως το συγκεκριμένο ζήτημα.
Θες να μαθαίνεις πρώτος τα νέα από το TrikalaVoice.gr;
