Δημοσιοποιήθηκαν πρόσφατα από το υπουργείου Παιδείας οι βαθμολογίες που συγκέντρωσαν οι υποψήφιοι των φετινών πανελληνίων εξετάσεων. Όπως κάθε χρόνο, όμως, έτσι και φέτος το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο κατώτερο άκρο και στις βάσεις εισαγωγής, ενώ ελάχιστοι ασχολήθηκαν με το ανώτερο άκρο του φάσματος. Έτσι, αναμένοντας τα πλήρη στατιστικά στοιχεία για το 2021, θα επιχειρήσω να καλύψω εν μέρει αυτό το κενό, χρησιμοποιώντας δεδομένα από τα 600 νεαρά άτομα με τις υψηλότερες επιδόσεις στις πανελλαδικές εξετάσεις του 2020 και αναδεικνύοντας τρία σημεία τα οποία ενδεχομένως να χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Το πρώτο σημείο φαίνεται να σχετίζεται με δημογραφικούς παράγοντες. Διαπιστώνεται λοιπόν ότι αν και στο δίδυμο Αθήνας-Θεσσαλονίκης συσσωρεύεται περίπου το 64% του πληθυσμού της χώρας, το ποσοστό αυτό συνδέεται μόνο με το 42% των ως άνω 600 αριστούχων. Αντίθετα, το 36% του πληθυσμού της λοιπής χώρας ήταν αισθητά αποτελεσματικότερο συνεισφέροντας με ένα γενναίο 58%. Που να οφείλεται άραγε αυτή η ανεπάντεχη, για πολλούς, διαφορά;
Σύμφωνα με έγκυρες επιστημονικές μελέτες, η έλλειψη ζωτικού ελεύθερου χώρου και οι περιορισμένες δυνατότητες σωματικής δραστηριότητας των νέων, το υποβαθμισμένο οικιστικό περιβάλλον, ο θόρυβος, το καταπατημένο-κατεστραμμένο φυσικό περιβάλλον και οι αυξημένες τιμές ατμοσφαιρικής ρύπανσης -γνωρίσματα των δύο πληθυσμιακά υπερ-κορεσμένων ελληνικών μεγαλουπόλεων- είναι μεταξύ των παραμέτρων που επηρεάζουν αρνητικά τις μαθητικές επιδόσεις, και κάλλιστα εξηγούν τα πιο πάνω ανακόλουθα στοιχεία.
Το δεύτερο σημείο βασίζεται στο γεγονός ότι αν και το υδροκέφαλο δίδυμο Αθήνας-Θεσσαλονίκης υστερεί σημαντικά στην «δημιουργία» αρίστων μαθητών έναντι της λοιπής χώρας, η συντριπτική πλειοψηφία (80+%) των 600 αριστευσάντων στις πανελλήνιες εξετάσεις του 2020 επέλεξαν «κεντρικά» ιδρύματα για τις σπουδές τους! Καθώς απουσιάζουν παντελώς οι επίσημες (αξιολογικές) κατατάξεις πανεπιστημιακών τμημάτων, τι είναι αυτό που καθόρισε τις επιλογές των ενδιαφερομένων; Τι τους έκανε να πιστέψουν ότι η φοιτητική επίδοση στα ιδρύματα των εν λόγω περιοχών ξαφνικά θα υπερκεράσει τις αντίστοιχες μαθητικές; Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ήδη βιώνουμε τις αρνητικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, που ωθούν τη ποιότητα ζωής στις μεγαλουπόλεις στα άκρα, με οτιδήποτε αυτό σημαίνει για τις ακαδημαϊκές επιδόσεις των νέων.
Το τρίτο σημείο είναι εξίσου ενδιαφέρον με τα προηγούμενα και αφορά στην ανάλυση του δείγματος των 600 με τις κορυφαίες επιδόσεις στις πανελλαδικές εξετάσεις του 2020 με βάση το φύλο: το 64% των αρίστων ήταν κορίτσια και μόνο 36% αγόρια. Πως εξηγείται αυτή η εντυπωσιακή δυσαναλογία και ποιος ο ρόλος της βιολογικής και χρονολογικής ηλικίας κατά την εφηβεία;
Ως βιολογική ηλικία νοείται η λειτουργική κατάσταση ή η ωριμότητα του ατόμου, ενώ η χρονολογική ηλικία αναφέρεται στο χρονικό διάστημα που ένα άτομο έχει ζήσει από την ημέρα της γέννησής του. Όπως συχνά διαπιστώνουν δάσκαλοι, καθηγητές και γονείς, τα κορίτσια στην περίοδο της εφηβείας έχουν ένα προβάδισμα, με την βιολογική τους ηλικία να είναι κατά μέσον όρο 3-4 χρόνια μεγαλύτερη αυτής των αγοριών. Συνεπώς, τα κορίτσια τελειοποιούν αρκετά νωρίτερα τις λεγόμενες εκτελεστικές λειτουργίες, όπως την ικανότητα λήψης αποφάσεων, αυτοέλεγχο, οργάνωση καθημερινότητας, διαχείριση δεδομένων, επίλυση προβλημάτων και προγραμματισμό δράσεων.
Οι λειτουργίες όμως αυτές αποτελούν ταυτόχρονα πολύτιμα εργαλεία για την προετοιμασία των υποψηφίων φοιτητών. Θα μπορούσε λοιπόν κάποιος να ισχυριστεί ότι, τουλάχιστον κατά την προσπάθεια εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο, τα κορίτσια διαγωνίζονται από μία πλεονεκτικότερη θέση συγκριτικά με τα αγόρια.
Συνοψίζοντας, θα ήταν σκόπιμο να επισημανθεί ότι αν και οι προαναφερθείσες «στρεβλώσεις» είναι οφθαλμοφανείς εδώ και αρκετά χρόνια, έχουν συστηματικά αγνοηθεί τόσο από τους εκάστοτε κυβερνώντες όσο και από το σύνολο σχεδόν της Ελληνικής κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία ιδιότυπων ανισοτήτων σε πολλά επίπεδα, με κύριο αποδέκτη την ίδια τη χώρα και το μέλλον της. Η ανάγκη λοιπόν για στοχευμένες διορθωτικές κινήσεις είναι επιτακτική, τη στιγμή μάλιστα που υπάρχουν παραδείγματα ανάλογων επιτυχημένων στρατηγικών από το εξωτερικό.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΤΕΝΤΑΚΗΣ
Ομότιμος Καθηγητής
* Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» (17-07-2021)