ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΙΜΤΣΑΣ
(Κάτι διαφορετικό, για να ξεφύγουμε λίγο από το ζοφερό κλίμα που ζούμε. Μια παλιά, φθινοπωρινή και αληθινή ιστορία από τα Τρίκαλα που αγαπήσαμε!)
Βρισκόμαστε γύρο στα 1957- 58… μ.Χ, και εγώ πιτσιρικαρία, μαζί με καμιά σαρανταριά άλλους και άλλες, να είμαστε μαθητούδια στην ίδια τάξη, στο πρώτο δημοτικό σχολείο, που τότε στεγάζονταν στο όμορφο, πέτρινο και διατηρητέο κτήριο, απέναντι από την εκκλησία του Αγ. Στεφάνου. Σήμερα εκεί στεγάζει την φιλαρμονική του δήμου Τρικκαίων.
Μόλις έμπαινε ο χειμώνας, τον βλέπαμε πάντα αραγμένο στο προαύλιο της εκκλησίας, εκεί που κάναμε το διάλλειμα . Tο όνομά του δεν το μάθαμε ποτέ. Για εμάς ήταν ο καστανάς, που με ένα τρίκυκλο ποδήλατο , φορτωμένο με ένα σακί γεμάτο βρασμένα κάστανα που άχνιζαν ακόμα μέσα στο πρωινό κρύο, μας περίμενε για να ξοδέψουμε φτωχικό χαρτζιλίκι μας. Δυο κάστανα στην δεκάρα, δέκα στο πενηνταράκι, που ήταν και το ψηλότερο χαρτζιλίκι των λίγων προνομιούχων συμμαθητών.
Και γύρο από τους λίγους και ευτυχισμένους που με μερικές δεκαρούλες γέμιζαν την χουφτίτσα τους με κάτι μικρά, κακομοίρικα και δεύτερης ποιότητας κάστανα, μαζεύονταν οι άφραγκοι ελπίζοντας σε κάποια αμάκα.
Αυτόν τον άνθρωπο, εγώ, κάποια χειμωνιάτικα βράδια , τον ξανάβλεπα στην πλατεία Κιτριλάκη, εκεί που βρίσκονταν και το τσαγκαράδικο του πατέρα μου. Σ΄ αυτήν την πλατεία σχεδόν μεγάλωσα , παίζοντας με συνομήλικους γύρω από το σιντριβάνι της. Και κάνοντας μικροθελήματα στους μαγαζάτορες της αγοράς, έβγαζα και κάποια μικροκεράσματα, πάντα σε δεκαρούλες. Γιατί όλο και κάποιος ήθελε ένα πακέτο τσιγάρα, συνήθως νούμερο πέντε Παπαστράτος η Έθνος εξαιρετικά του Κεράνη, όλα άφιλτρα, και που να αφήσει το μαγαζί και την δουλειά και να τρέχει στο περίπτερο. Άλλος ήθελε ένα καφέ από το καφενείο του Διαλινά η του Λύτρα , και άλλος ήθελε ένα καραφάκι από το τσιπουράδικο του Ζυγουράκη, η ένα μισόκιλο ρετσίνα με λίγη βαρελίσια φέτα από την ταβέρνα του Χαλβατζή. Και εγώ, πάντα πρόθυμος για όλες αυτές τις μικροαγγαρίες, και συνήθως, με το αζημίωτο. Βλέπεις εκείνη την εποχή, τα τηλέφωνα ήταν σπάνια για να μπορείς να παραγγείλεις κάτι.
Όλα αυτά τα χαρτζιλίκια τα μάζευα και τα μετέτρεπα σε εισιτήριο για την πρωινή κυριακάτικη προβολή του συνέ REX, όπου συνήθως έπαιζε ταινίες του Τζώνη Βαισμίλερ στον ρόλο του Ταρζάν.
Εκεί λοιπόν, στην πλατεία Κιτριλάκη, τον ζανάβλεπα τον καστανά, αραγμένο στο πλάι της γέφυρας του Ληθαίου έχοντας μπροστά του μία φουφού, και να ψήνει και να πουλά κάτι μεγάλα και ζηλευτά κάστανα και όχι σαν τα μαραζωμένα που πουλούσε σε εμάς το πρωί. Μία δεκάρα το ένα, δέκα στην δραχμή, παρακαλώ, τυλιγμένα μέσα σε ένα χωνάκι από χαρτί εφημερίδας.
Το καλοκαίρι, τον ίδιο άνθρωπο τον έβλεπες πάντα στην ίδια θέση, πλάι της γέφυρας, με αναμμένη την φουφού, να ψήνει και να πουλάει αυτή την φορά, ρόκες. Μία δραχμή την μία , τυλιγμένη σε φύλλα καλαμποκιού και πασπαλισμένη με χοντρό αλάτι.
Στο άλλο πλάι της γέφυρας, ήταν η ψησταριά ( κεμπαπάδικο- κοκορετσάδικο) του Τύμπα, που μπορεί να άλλαξε με τον καιρό διάφορα χέρια, παρέμεινε όμως μέχρι και σήμερα ψησταριά.
Η δυστυχία ήταν να είσαι άφραγκος και να ανεβαίνεις τα σκαλοπάτια της γέφυρας, μαγεμένος από την τσίκνα της ψησταριάς από την μία, και της μυρουδιάς της φουφούς από την άλλη.
Λοιπόν , ένα πρωί ο καστανάς εμφανίστηκε στο σχολείο πάντα με το τρίκυκλο ποδήλατο και την πραμάτεια του, αλλά και με ένα πρήξιμο στο μάγουλο. Ήταν φανερό πως υπέφερε από κάποιο χαλασμένο δόντι. Την επομένη, το πρήξιμο έγινε μεγαλύτερο και την μεθεπομένη είχε φτάσει μέχρι το μάτι του που το είχε μισοκλείσει.
Και ξαφνικά μετά απ’ αυτό, χάθηκε και δεν τον ξαναείδαμε. Μικρά παιδιά όμως εμείς ούτε που ενδιαφερθήκαμε και τον ξεχάσαμε, βρίσκοντας άλλους τρόπους για να ξοδέψουμε το χαρτζιλίκι μας.
Κάποια ημέρα, σε ένα διάλλειμα, άκουσα την επιστάτρια του σχολείου που το όνομά της ήταν μάλλον Ευτυχία, να μιλά με έναν από τους δασκάλους:
«….Και του είπα δάσκαλε να πάει στον οδοντογιατρό, να, στον κύριο Σιάχο που είναι και εδώ κοντά, να του βγάλει το παλιόδοντο και να ησυχάσει, αλλά που, αυτός. Έβαζε πάνω του τριμμένο Αλγκόν και τσίπουρο και περίμενε να γίνει καλά. Ώσπου μια μέρα που ψήνονταν στον πυρετό, τον πήραν οι δικοί του και τον πήγαν στο νοσοκομείο. Εκεί, του έδωσαν και πενικιλίνη και στρεπτομυκίνη, αλλά δεν τον πρόλαβαν. Είχε μολυνθεί το αίμα του, είπαν. Και έτσι τον χάσαμε τον φουκαρά…»
Μια μέρα που με κάποιον συμμαθητή εκείνης της εποχής και από τότε παντοτινός φίλος και ενώ είχαμε καθίσει σε ένα τσιπουράδικο της Απόλλωνος συζητώντας για τα παλιά, θυμηθήκαμε και τον καστανά.
« Αλήθεια, τι απόγινε εκείνος ο άνθρωπος;» , αναρωτήθηκε ο φίλος
Του είπα τη ιστορία και ξαφνιάστηκε.
«Χάθηκε από ένα κούφιο δόντι», συμπλήρωσα. «Σηψαιμία πρέπει να ήταν ο λόγος».
Ο φίλος έμεινε για λίγο σκεπτικός, και στο τέλος είπε:
« Από ένα κούφιο δόντι… Μήπως και τα κάστανα που μας πουλούσε, τα μισά κούφια δεν ήταν;»
Christos.gim@gmail.com