Του Αποστόλη Β. Παππά
Δημοτικού Συμβούλου
Δήμου Τρικκαίων
Βεβαίως, τα προαναφερθέντα πολιτικά αναστήματα δεν είναι συγκρίσιμα. Έχουν όμως ένα κοινό στοιχείο. Αν και έδρασαν και δρουν σε διαφορετικές πολιτικές, ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, ακολουθούν την ίδια πολιτική τακτική και στρατηγική. Ή, έστω ο δεύτερος προσπαθεί να αντιγράψει το πρώτο, και στην αντιγραφή, δεν φαίνεται να τα πάει και άσχημα. Και τους δύο όμως, τους διακρίνει η παλιμβουλία. Με την εμφάνισή του στην πολιτική σκηνή αρχές της δεκαετίας του ’60, ο Α. Παπανδρέου πολιτεύθηκε με τον πολιτικό σχηματισμό της Ενώσεως Κέντρου, του οποίου ηγείτο ο πατήρ του Γ. Παπανδρέου. Αμέσως, έδειξε την προτίμησή του. Ήθελε να είναι ο διάδοχος αυτού. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα. Εκεί, κυριαρχούσε η προσωπικότητα του Κων/νου Μητσοτάκη, ο οποίος φάνταζε ως το ακλόνητο φαβορί για τη διαδοχή. Για να προσπεράσει το εμπόδιο αυτό, έκρινε ότι έπρεπε να διαφοροποιηθεί πολιτικά. Έπρεπε να εφεύρει ένα νέο πολιτικό αφήγημα. Πολύ απλά, να ριζοσπαστικοποιήσει ή ακόμη και να αριστεροποιήσει το λόγο του, με την προσδοκία να συγκινήσει και να προσεταιρισθεί κατ΄αυτόν τον τρόπο και την ηγετική ομάδα της Ε.Κ. αλλά και την εκλογική της βάση. Έτσι, κυρίως με αφορμή την κυπριακή κρίση του ΄63, άρχισε να ‘’αμφισβητεί’’ το ρόλο του αμερικανικού παράγοντα. Η πολιτική αυτή ρητορεία εμπλουτισμένη και με άλλα τσιτάτα και συνθήματα γύρω από εθνικά και κοινωνικά ζητήματα, και η χρήση πολλές φορές ενός έμμεσου αντιμοναρχικού λόγου ‘’έπιασε’’. Το απριλιανό πραξικόπημα όμως του ’67, ανέκοψε και ανέτρεψε όλον αυτόν τον πολιτικό σχεδιασμό. Ερχόμαστε τώρα στη μεταπολιτευτική εποχή. Με τη συσπείρωση της συντριπτικής πλειονότητας των παραδοσιακών στελεχών της Ε.Κ., αλλά και τη συμμετοχή ενός σημαντικού μέρους νέων πολιτικών δυνάμεων που αναδείχθηκαν κατά τον αντιδικτατορικό αγώνα, ιδρύεται υπό την ηγεσία του Γεωργίου Μαύρου ο πολιτικός φορέας Ε.Κ.- Ν.Δ. ( Ένωση Κέντρου- Νέες Δυνάμεις). Ο Α. Παπανδρέου αρνείται να συμμετάσχει σ΄ αυτό το προσκλητήριο, και κινείται αυτόνομα. Τρεις του Σεπτέμβρη 1974. Ίδρυση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Στο νεοϊδρυθέν κίνημα λίγα ήταν τα επώνυμα στελέχη. Τα περισσότερα αγνώστου ταυτότητος.
Ο Α. Παπανδρέου ως άριστος τακτικιστής αλλά και καλός πολιτικός αναλυτής, διείδε ότι το εσωτερικό μεταπολιτευτικό- μεταχουντικό κλίμα, αλλά και ένας διεθνής ούριος την εποχή εκείνη αριστερός και κεντροαριστερός άνεμος, επέτρεπε αν δεν επέβαλε κιόλας τη χρήση ενός όχι απλώς ριζοσπαστικού αλλά κάποιες φορές και μαξιμαλιστικού πολιτικού πόλου.
Έτσι, ενώ προχουντικά αμφισβητούσε εμμέσως τον αμερικανικό παράγοντα, μεταχουντικά το δήλωνε αμέσως και ευθέως: ΕΞΩ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ. Το επεξέτεινε μάλιστα. Έξω και από την Ε.Ο.Κ., καθώς αποτελούσαν το ίδιο ΄΄εγκληματικό΄΄ συνδικάτο. Λογικές φωνές που διέκριναν την αμετροέπεια αυτού του συνθήματος από τα πρώιμα ακόμη χρόνια, είδαν την πόρτα εξόδου , βλέπε Σημίτης 1977, ανεξαρτήτως αν στη συνέχεια δικαιώθηκαν. Δεν δήλωνε καν σοσιαλδημοκράτης. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δεν ενετάχθη στη Σοσιαλιστική Διεθνή, της οποίας σήμερα προεδρεύει ο γιος Γ. Παπανδρέου ο Β΄, καθώς τη θεωρούσε και την κατήγγειλε ως δεκανίκι του καπιταλισμού. Στα της εσωτερικής διαχείρισης οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί όροι νεφελώματα όπως κοινωνικοποίηση, αυτοδιαχείριση κλπ έβριθαν του προγράμματος. Ένα πρόγραμμα, που θα το ζήλευε το αυτοδιαχειριστικό Τιτοϊκό μοντέλο της εποχής εκείνης.
Εξωτερική πολιτική. Ο προσανατολισμός σαφής. Ουδετερότητα. Ούτε ΝΑΤΟ, ούτε σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Καλλιέργεια έντονων σχέσεων με ουδέτερους, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα PLO, πολισάριο κτλ. Τότε, σαγήνευε και γοήτευε η στάση αυτή, καθώς το κίνημα των αδεσμεύτων το πλαισίωναν προσωπικότητες όπως ο Γιόζιπ Μπρος Τίτο, η Ίντιρα Γκάντι, ο Ούλαφ Πάλμε, ο Φιντέλ Κάστρο κ.α. Ο αντιαμερικανισμός ήταν στο φόρτε του. Για όλα τα δεινά του πλανήτη έφταιγαν οι ‘’κακοί’’ Αμερικανοί. Όχι βέβαια πως δεν ευθύνονταν και δεν ευθύνονται για κάποιες άστοχες επιλογές.
Η πολιτική αυτή αφήγηση, έθεσε πολλές φορές σε θέση άμυνας, ακόμη και τη μαρξιστική αριστερά.
Ο σκοπός όμως επετεύχθη. Η κατάληψη του κεντρώου χώρου που ήταν η αντικειμενική στόχευση συνετελέσθη.
Η Ε.Κ.- Ν.Δ., φάνταζε ως ένα μικροαστικό και συντηρητικό κόμμα, και έτσι απορροφήθηκε και αφομοιώθηκε.
Βέβαια, για να είμαστε δίκαιοι οφείλουμε να πούμε, ότι σ΄ αυτό συνετέλεσε και η προσωπική γοητεία, ακτινοβολία και διεισδυτικότητα του Α. Παπανδρέου.
Ούτε ο Γ. Μαύρος, ούτε ο Ιωάννης Ζίγνης, ούτε κάποιος άλλος διέθετε την εποχή εκείνη το ειδικό πολιτικό βάρος του Α. Παπανδρέου. Έτσι, η άλωση του κεντρώου χώρου από το ΠΑ. ΣΟ. Κ., ήτο ζήτημα χρόνου.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ουδεμία από αυτές τις φονταμενταλιστικές εξαγγελίες του ΠΑ. ΣΟ. Κ. υλοποιήθηκε. Τελικά, ναι στο ΝΑΤΟ, ναι και στην Ε.Ο.Κ. Η προσαρμογή στις αντικειμενικές εσωτερικές και εξωτερικές συνθήκες, επέβαλαν τον εξοβελισμό τους, καθώς είχαν πλέον παίξει το ρόλο της. Ήταν απλά το όχημα, για την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων.
Ο διαμαρτυρόμενος, επαναστατικός και ανατρεπτικός λόγος άρχισε να παραχωρεί τη θέση του σ΄ έναν πιο ήπιο και ρεαλιστικό. Βέβαια, σ΄αυτή του τη μεταστροφή χρειάσθηκε ν΄ απαλλαγεί από κάποιους αμετανόητους ενοχλητικούς ξενιστές που είχαν παρεισφρήσει στο κίνημα. Μέχρι και τροτσκιστικά στοιχεία είχαν εισχωρήσει και εγκατασταθεί. Η διαδικασία της κάθαρσης είχε ξεκινήσει πολύ πριν την κατάληψη της εξουσίας. Κάποιοι εξ αυτών αποχώρησαν οικειοθελώς, κάποιοι άλλοι εξαναγκάσθηκαν και μερικοί εξωπετάχθηκαν.
Η μακροπρόθεσμη προοπτική του κυβερνητισμού, υπεδείκνυε ότι το κίνημα έπρεπε να μεταλλαχθεί σ΄ένα φιλήσυχο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα δυτικών ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Πλήρης αποδοχή των ευρωπαϊκών οικονομικών δομών, αλλά και των διεθνών αμυντικών οργανισμών.
Εσωτερικά, παρά τις όποιες αρχικές παιδαριώδεις προσπάθειες ενός ανορθόδοξου εκσοσιαλισμού της οικονομίας, με κοινωνικοποιήσεις πτωχευμένων ιδιωτικών επιχειρήσεων τύπου Πειραϊκής Πατραϊκής και άλλων, και με μια παράλληλη προσπάθεια μερικής σοβιετοποίησης της οικονομίας με την ίδρυση μιας σειράς δημόσιων κρατικών οργανισμών και υπηρεσιών, τελικά συμβιβάσθηκε με το ρόλο του ήσυχου διαχειριστή του συστήματος.
Ποια ήταν όμως η αντίδραση του κεντρώου κόσμου απέναντι σ΄όλες αυτές τις μεταμορφώσεις;
Τις απεδέχθη ασμένως. Η ψυχολογία του κόσμου αυτού έχει περίπου ως εξής: Αρέσκεται να ακούει ριζοσπαστικές και ανατρεπτικές υποσχέσεις, ή ακόμη και πράγματα που κινούνται στις παρυφές της μαρξιστικής αριστεράς. Δεν είναι όμως οπαδός των μεγάλων ρήξεων και των ολικών ανατροπών. Δεν είναι σε καμιά περίπτωση ο μεγάλος αμφισβητίας. Κατά βάθος είναι ένας ήσυχος συντηρητικός πολίτης. Έτσι λοιπόν, με τέτοια οπαδική ψυχολογία και με δέλεαρ τα ‘’αγαθά’’, του κυβερνητισμού πορεύθηκε και γιγαντώθηκε το ΠΑ.ΣΟ.Κ., μέχρι την ώρα της μεγάλης κρίσεως.
Με την εκδήλωσή της, άρχισε η φυλλοροή. Κατά κύματα, η εκλογική βάση του ΠΑ. ΣΟ.Κ. μετανάστευε στο όμορο πολιτικό σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ. Η αντιμνημονιακή ρητορεία και όχι βεβαίως η μαρξιστική ιδεολογία, ήταν ο μαγνήτης. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε να μεγενθύνεται, και από μία σχεδόν περιθωριακή διαμαρτυρόμενη ομάδα έγινε κόμμα εξουσίας, την οποία και κατέλαβε το Γενάρη του 2015. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρας, αλλά και η ηγετική του ομάδα γαλουχημένοι με τις αρχές του μαρξισμού, έστω και του αναθεωρημένου, ζούσαν στον κόσμο της ψευδαίσθησης και της αυταπάτης. Πίστευαν, ότι μπορούσαν να εκτρέψουν τη ροή της ιστορίας. Ανίδεοι με το τι σημαίνουν Ευρωπαϊκοί μηχανισμοί, επέλεξαν τη μετωπική σύγκρουση. Μετά από επικίνδυνους ερασιτεχνισμούς έξι μηνών, και αφού το GREXIT ήτο προ των πυλών, συνηδειτοποίησαν την πραγματικότητα.
Δύο επιλογές υπήρχαν. Φυγή και διατήρηση της ιδεολογικής καθαρότητας, ή προσαρμογή με ό,τι επώδυνο αυτή συνεπαγόταν. Προτίμησαν το δεύτερο. Παραμονή όμως στην εξουσία, σήμαινε μετάλλαξη και των ιδίων αλλά και της κομματικής ιδεολογίας. Το πρώτο βήμα έγινε με την ανατροπή του δημοψηφισματικού αποτελέσματος. Το ΌΧΙ έγινε ΝΑΙ. Ως ένα σημείο, σωστά το ερμήνευσε ο κ. Τσίπρας και δικαιώθηκε. Αντελήφθη, ότι το όχι δεν αφορούσε την παραμονή της χώρας στην ΕΕ, αλλά τις περικοπές και οικονομικές επιβαρύνσεις. Όπως βεβαίως και το ΝΑΙ, δεν αφορούσε την αποδοχή των περικοπών, αλλά την παραμονή της χώρας στην ΕΕ. Ο καθείς, το ΟΧΙ και το ΝΑΙ το εξελάμβανε και το ερμήνευε κατά το δοκούν. Το παλαίψαμε θα πει στον ελληνικό λαό, αλλά προ του κινδύνου να δούμε την πόρτα εξόδου απ΄την ΕΕ, προχωρήσαμε σ΄έναν έντιμο συμβιβασμό.
Κάπως έτσι, η κύρια μάζα των ψηφοφόρων του ΟΧΙ, αφού η λογική αυτή εκινείτο παράλληλα της δικής του, δεν αισθάνθηκε προδομένη και τον επανεξέλεξε πρωθυπουργό το Σεπτέμβρη του 2015. Κάπου εδώ όμως αρχίζει η μεγάλη στροφή.
Ο κ. Τσίπρας συνειδητοποιεί, ότι εάν θέλει να μην είναι πρωθυπουργός μιας χρήσεως, αλλά να διατηρήσει προεξάρχοντα πολιτικό ρόλο και αντιπολιτευόμενος, επανακάμπτοντας κάποια στιγμή στο μέλλον ως πρωθυπουργός, θα πρέπει να απομαρξιστικοποιήσει το κόμμα του και να κάνει τη μεγάλη μετατόπιση αστικοποιώντας το. Η απέκδυση όμως του μαρξιστικού μανδύα και η ένδυση με τον αστικό, είναι μια λίγο μακρά και επώδυνη διαδικασία. Θα πρέπει πρώτα να απαλλαγεί από κάποια βαρίδια και αγκάθια. Το πρώτο βήμα έγινε το Σεπτέμβρη του 2015, όταν ‘’ξεφορτώθηκε’’ τους αδιάλλακτους μαρξιστές της αριστερής πλατφόρμας. Όσοι εναπομείναντες ομνύουν ακόμη στο όνομα του μαρξισμού, αποτελούν πλέον σταγονίδια χωρίς ιδιαίτερες και σοβαρές αντιστάσεις. Όσοι εξ αυτών δεν συναινέσουν στην προσαρμογή, ή θα αποχωρήσουν οικειοθελώς ή θα εκδιωχθούν. Το σύνθημα πάντως της Κουμουνδούρου είναι: κατάληψη του κεντρώου-κεντροαριστερού χώρου, αν θέλουμε να είμαστε πολιτική δύναμη μακράς πνοής. Για το λόγο αυτό, έχουν ήδη αρχίσει να εκπαιδεύονται στη χρήση της σοσιαλδημοκρατικής διαλέκτου. Η μεταμορφωτική δύναμη της εξουσίας , ξεπερνάει και αυτήν ακόμη της Κίρκης. Τούτο, το αποδεικνύει ξεκάθαρα η διεθνής αναδίπλωση.
Από το go home Merkel, περάσαμε στο welcome Merkel. Ακόμη και ευμενή σχόλια για τον Σόιμπλε έχουμε.
Η Ε.Ε. και το Δ.Ν.Τ. δεν είναι πλέον οι ‘’κακοί’’, που θα τους διαολοστέλναμε. Είναι πλέον οι εταίροι μας και οι δανειστές μας.
Η προσχώρηση στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατική κοινότητα, είναι πλέον μύχιος πόθος. Η λείανση και το στρογγύλεμα του λόγου εμφανής. Οβιδιακές μεταμορφώσεις, αναγκαίες όμως για να κυριαρχήσει στο χώρο του κέντρου, που είναι και το ζητούμενο.
Τι μέλλει γενέσθαι. Οι εκλογές, οψέποτε κι αν αυτές γίνουν, θα αναδείξουν πρώτο κόμμα τη Ν.Δ. Πιθανόν και αυτοδύναμο. Στο χώρο της κεντροδεξιάς τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Η κυριαρχία της Ν.Δ. δεν αμφισβητείται. Τι θα γίνει όμως στο χώρο της κεντροαριστεράς; Ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά πως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, παρά τις τόσες παλινωδίες αντέχει. Δημοσκοπικά κινείται στο 15-18 %, και μάλιστα στις χειρότερες γι΄αυτόν συνθήκες. Αν ληφθεί υπόψιν το χαμηλό ποσοστό της συσπείρωσής του, πράγμα που σημαίνει ότι το μεγάλο κομμάτι των αναποφάσιστων είναι πρώην ψηφοφόροι του και πολλοί εξ αυτών την τελευταία στιγμή θα τον προτιμήσουν, συνάγεται το συμπέρασμα ότι εκλογικά θα κινηθεί πάνω από 20%. Εάν υπάρξει αυτή η εξέλιξη, τότε θα παγιώσει την κυριαρχία του στο χώρο αυτό τη στιγμή μάλιστα που η ΔΗΣΥ, ή όπως αλλιώς ονοματισθεί, κινηθεί σε μονοψήφιο νούμερο. Υπάρχουν βέβαια και κάποιες άλλες παράμετροι που ενισχύουν αυτή την εκδοχή.
α) Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τα τραγικά λάθη, είναι ένας φρέσκος κυβερνητικός οργανισμός και διαθέτει ακόμη πολιτικά αποθέματα, σ΄αντίθεση με τη γερασμένη ΔΗΣΥ, που μάλλον διανύει το στάδιο της πλαστικής παραμόρφωσης.
β) Σ΄αυτά τα χρόνια της κυβερνητικής του θητείας ο ΣΥΡΙΖΑ στήνει το δικό του μηχανισμό, και όλοι γνωρίζουμε τη σημασία του στο πολιτικό γίγνεσθαι.
γ) Το πολιτικό κεφάλαιο Τσίπρας, μπορεί να στραπατσαρίσθηκε και να έσπασε τα μούτρα του πολλές φορές, όμως αντέχει και υπερτερεί έναντι όλων αυτών οι οποίοι ακούγονται ότι επιθυμούν ηγηθούν της νέας προσπάθειας της κεντροαριστεράς. Μετά την αποπομπή-παραίτηση του Βαγγέλη Βενιζέλου, στο χώρο αυτό υπάρχει ηγετικό κενό. Άλλωστε, ο υπερπληθυσμός υποψηφίων για την προεδρία αυτό υποδηλώνει και αυτό επιβεβαιώνει. Κανείς τους δεν διαθέτει τις ανάλογες φτερούγες για να στεγάσει τους υπόλοιπους, ούτε το αναγκαίο ειδικό πολιτικό βάρος για να επιβληθεί στους υπόλοιπους. Ο κ. Τσίπρας, διαθέτει ακόμη άστρο, οίστρο, νεανικότητα, που συνιστούν ένα καλό προσωπικό μαγνητικό πεδίο. Αναγκαία υπενθύμιση εδώ, ότι ο Έλληνας ψηφοφόρος ψηφίζει κυρίως προσωποκεντρικά και πρωθυπουργοκεντρικά. Έτσι, μετεκλογικά το πιθανότερο σενάριο είναι η ΔΗΣΥ, να έχει την τύχη της παλαιάς ενώσεως κέντρου. Το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής θα απορροφηθεί και θα αφομοιωθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα μικρότερο από τη Ν.Δ., ενώ ένα άλλο θα ιδιωτεύσει αποστρατευόμενο. Κατ΄ αυτόν τον τρόπο, το επόμενο κυβερνητικό δίπολο που θα μας απασχολήσει τα επόμενα χρόνια θα είναι ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Ας προετοιμασθούμε λοιπόν, γι΄αυτή την διαρκείας πολιτική μονομαχία. Εκτός, κι αν προκύψει στην κεντροαριστερά κάποιος φωτισμένος ηγέτης, που όμως αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται στον ορίζοντα. Γιατί αυτός που υπάρχει, μικροκομματικοί και προσωπικοί υπολογισμοί τον έχουν παροπλίσει.