Site icon TrikalaVoice

Βραβείο ποίησης στον Τρικαλινό μαθητή Χαράλαμπο Κουτσιούμπα

Η Διεύθυνση και ο Σύλλογος Διδασκόντων του 1ου ΓΕΛ Τρικάλων εκφράζουμε τα πιο θερμά μας συγχαρητήρια στο μαθητή της Γ΄τάξης του σχολείου μας, Κουτσιούμπα Χαράλαμπου,  για την κατάκτηση  του 2ου  Πανελλήνιου Βραβείου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού του Δήμου Βύρωνα, στην κατηγορία   Πεζών Κειμένων- Διηγημάτων Εφήβων  για το έργο του ” Η Ατραπός της Ελευθερίας”, και του ευχόμαστε πάντα επιτυχίες και υψηλές διακρίσεις.

  2ο Πανελλήνιο Βραβείο Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Δήμου Βύρωνα

 

                                                          Κουτσιούμπας Χαράλαμπος                                                         

                                      Μαθητής της Γ΄ τάξης του 1ου ΓΕΛ Τρικάλων

 

                 «Η ατραπός της ελευθερίας»

 

 

Έβρεχε. Το χώμα, με το ρυτιδιασμένο μα όλο άνθη στήθη του, δροσιζόταν καθώς οι στάλες της βροχής χάιδευαν το σώμα του ανέμελα σαν ανατολίτισσες χορεύτριες. Τα φύλλα της απέναντι καστανιάς ούρλιαζαν απεγνωσμένα συρόμενα από τον άνεμο, με το λίκνισμά τους να πλανάται στο γκρίζο τ’ουρανού σα μελάνι μιας πολύχρωμης ελπίδας, ενώ από μακριά, έφτανε ιδρωμένος στα αυτιά μου, ο αέναος χτύπος της λαβωμένης καρδιάς του ανέμου τρεμοπαίζοντας.

« Ντουκ , ντουκ , ντουκ »

Κάποιος χτυπούσε την πόρτα του δωματίου μου. Γνώριμος μου φάνηκε ο εύθυμος ρυθμός με τον οποίο ακούστηκε.

-Ποιος είναι ; ρώτησα αδιάφορα.

-Ο Στέλιος είμαι, Ηλία, ο ξάδερφός σου, άνοιξε.

Ο Στέλιος ήταν ο αγαπημένος μου ξάδερφος. Ένας πανέξυπνος φοιτητής νομικής, με μάτια τόσο εκφραστικά, που κάθε φορά που χαιρόταν, άκουγες τις σπίθες των ματιών του να ξεπετάγονται αυθόρμητα. Σαν πυγολαμπίδες συναισθημάτων. Εγώ, γύρω στα δεκάξι τότε, τον θαύμαζα τόσο, που κάθε φορά που πήγαινε να πει κάτι, ένιωθα τ’αυτιά μου να μεγαλώνουνε λιγάκι, προκειμένου να ρουφήξουν κάθε στάλα πρότασης, κάθε στάλα λέξης που θα ξεστόμιζε. Κρεμιόμουν από τα λόγια του που καθώς πετιόντουσαν από την ψυχή του, γέμιζαν το δωμάτιό μου με εικόνες κι ελπίδες. Αγαπούσε πολύ την ποίηση, τη ζωή και τον άνθρωπο. Μα αγαπούσε πιότερο μια αξία πάνω από αυτά, την Ελευθερία. Το βλέμμα του, πότε αγνό και ήρεμο, όταν μιλούσε για την αγάπη και την ελευθερία και πότε άγριο σαν διψασμένου θεριού, όταν μιλούσε για την καταπίεση και τη φτώχεια.

Οι γονείς μου βέβαια, δεν ήθελαν να έχω και πολλά πάρε-δώσε μαζί του. «Είναι ένας τεμπέλης, ψωροπερήφανος νεαρός που το παίζει και γενναίος!», έλεγε με περιφρόνηση ο πατέρας μου. «Κομμένα τα πολλά μαζί του! Κάτσε, διάβασε τα μαθήματά σου και ασ’τα αυτά που μουρμουρίζει αυτός για δημοκρατίες και κουραφέξαλα. Δεν χρειάζεται να μιλάμε και πολύ, σώπα λοιπόν».

Πήγα γρήγορα και του άνοιξα.

-Σου’ φερα ένα βιβλίο μ’ ένα σωρό ποιήματα, Ηλία. Ορίστε, δικό σου, μου’πε λάμποντας από χαρά.

Το πήρα επιφυλακτικά και διάβασα το όνομα του συγγραφέα.

 

-Τι;, φώναξα και μου’πεσε από την τρομάρα το βιβλίο από το χέρι. Είσαι στα καλά σου Στέλιο; Θες να με στείλεις εκεί που βρίσκεται τώρα αυτός εξόριστος, να κουβαλάω πέτρες σε ‘κανα ξερονήσι;, φώναξα πάλι.

Γέλασε. Άπλωσε το χέρι και τ’ ακούμπησε στον ώμο μου για συμπαράσταση.

-Το πραγματικό σου ξερονήσι, το πραγματικό σου κελί, Ηλία, η αληθινή σου εξορία, βρίσκεται εδώ, είπε με στόμφο.

Δεν ξέρω, μα εκείνη τη στιγμή ένιωσα κάτι σαν αχτίδα και βέλος μαζί να μου τρυπάει το σώμα. Είχε δίκιο. Αν και δεν πολυκαταλάβαινα, ένιωθα το δίκαιο. Ορμούσε σαν χείμαρρος η δικαιοσύνη μέσα μου και φώναζε: «Ξύπνα!». Έσκυψα γρήγορα και πήρα το βιβλίο από κάτω τρέμοντας, σαν να κρατούσα κάτι πολύ ιερό στα χέρια μου.

-Ευχαριστώ πολύ. Λέω να του ρίξω μια ματιά τελικά…, είπα με το τρέμουλο και λίγη ντροπή για τη στάση μου ν’ ακολουθεί τη φωνή μου.

-Είσαι τυχερός, είναι από τα λίγα που δεν κάηκαν, απάντησε με το δοξάρι της χαράς να σχηματίζεται ξανά στα χείλη του, κι έπειτα έφυγε βιαστικός.

Η βουή των φύλλων είχε σταματήσει. Ο ήλιος, ο λαμπρός εκείνος γέροντας, βγήκε ξανά στο θρόνο του και επιθεώρησε σαν βασιλιάς το βασίλειό του. Τα σύννεφα έπαιρναν πότε τη μορφή μιας καρδιάς, πότε ενός χαμόγελου και πότε μιας ξεχασμένης ελπίδας. Ο μόνος ήχος που στροβίλιζε στον αέρα μονάχος και μου’κανε παρέα, ήταν ο ήχος των νοτών του πιάνου της  κοπέλας που μένει στο απέναντι διαμέρισμα, που ψιθύριζαν ρομαντικά μια ξεχασμένη ιστορία.

Πήρα το βιβλίο που μου δώρισε ο Στέλιος και ξάπλωσα. Έριξα μια ματιά στις πρώτες σελίδες κι ένιωσα πως το μελάνι έσπασε την αλυσίδα του χαρτιού, ξεκλείδωσε την πόρτα της φυλακής του και μ’ ένα μόνο άγγιγμα του δαχτύλου μου πέρασε στο αίμα  και βάδισε προς την καρδιά μου. Συνέχισα την ανάγνωση και κάθε φορά που τα μάτια και το κορμί μου διαμαρτύρονταν πως κουράστηκαν, η καρδιά μου αντιδρούσε κι έλεγε: «Μην τους ακούς, συνέχισε, η ψυχή αντέχει». Και τότε, έχοντας ακόμη μόνο μία σελίδα να διαβάσω, αναρωτήθηκα: «Γιατί ο συγγραφέας ενός τέτοιου αριστουργήματος είναι εξόριστος; Γιατί τα πιο δίκαια όνειρα να σκονίζονται στα πιο στενά κελιά; Γιατί να καεί ένα τέτοιο βιβλίο; Τι εννοεί ο πατέρας όταν λέει πως καλύτερα είναι να σωπαίνω και τι είναι αυτό που πραγματικά τον ενοχλεί στο Στέλιο;». Δεν άντεχα όμως άλλο. Κουρασμένος καθώς ήμουν, αγκάλιασα το μαξιλάρι και αποκοιμήθηκα.

Μετά από κάμποση ώρα, το ξύπνημα με βρήκε αγκαλιά με το μαξιλάρι και το βιβλίο. Σούρωνε σιγά σιγά . Το μαύρο πλέγμα τ’ ουρανού σκέπαζε τις στέγες της συνοικίας μας. Ο ήλιος χάθηκε συνεχίζοντας το τεράστιο ταξίδι του, ενώ τη θέση του έλαβε ένα χρυσό σφουγγάρι που λάμπει πάνω από τις κορυφές των βουνών. Μερικά φύλλα ακολούθησαν τον ταξιδιώτη τ’ ουρανού, τον άνεμο, κυνηγώντας τον ήλιο.

Απ’ έξω ακούγονταν πολλές φωνές μαζί, σαν η μία να δυναμώνει την άλλη κι όλες μαζί να δημιουργούν έναν ψαλμό, μια ωδή, ένα σύνθημα. Αντηχούσαν βήματα στο δρόμο. Μα τι συνέβαινε; Έτρεξα γρήγορα στο παράθυρο κι άφησα το βλέμμα μου ελεύθερο. Λίγο πιο κάτω, χιλιάδες νέοι, παιδιά, ενήλικες ακόμη και ηλικιωμένοι, βρίσκονταν στο Πολυτεχνείο και φώναζαν συνθήματα. Κατάλαβα τι συνέβαινε. Τα μάτια τους- δάδες- φώτιζαν ολόκληρη τη γειτονιά κι έσκιζαν το σκοτάδι της νύκτας. Οι φωνές τους- μια μελωδική οδός στη χώρα της ελπίδας-ενώ τα χείλη τους έβαφε μια πινελιά χαμογελαστού ήλιου που ξέμεινε από πριν. Πίσω από τα κάγκελα του φρουρίου της ελπίδας, βρίσκονταν οι πιο ελεύθεροι άνθρωποι. Έξω από το Πολυτεχνείο, βρίσκονταν στημένα τανκ και στρατιώτες. Το τοπίο θύμιζε πόλεμο και παντού μύριζε λευτεριά και μπαρούτι. Πρόσεξα διάφορους νέους να σκίζουν τα πουκάμισά τους για να δείξουν τα γυμνά, άοπλα, γεμάτα νιότη στήθη τους φωνάζοντας απελπισμένα: «Αδέρφια! Αδέρφια! Είναι δυνατό να σκοτώσετε τ’ αδέρφια σας; Είμαστε άοπλοι.».Ένας άλλος νέος που βρισκόταν στο Πολυτεχνείο κι γνώριζε έναν από τους στρατιώτες, του φώναξε:

-Σάκη, Σάκη, εγώ είμαι ρε, ο ξάδερφός σου, παράτα το όπλο . Τι κρατάς τη σκανδάλη κι ετοιμάζεσαι; Εγώ είμαι σου λέω, πέτα το το καταραμένο!

-Δεν μπορώ. Εντολές….δεν φταίω εγώ.. δεν μπορώ… διαταγές.. έλεγε με την απελπισία να πνίγει τη φωνή του και το δάκρυ του να στάζει στην κάννη του όπλου.

Και τότε…άλλη μια Έξοδος ακολούθησε. Ξαναγκρεμίστηκε η ελπίδα, ξαναβάφτηκε η Ελλάδα με αίμα, ξανασταυρώθηκε ο Χριστός. Η πόλη βυθιζότανε στα δακρυγόνα. Σφαίρες σκίζανε τα σπλάχνα του ανέμου ενώ τα ουρλιαχτά που ακουγόντουσαν και μόνο αρκούσανε για να σε τρομάξουν. Μπροστά από το σπίτι μου, μία σφαίρα πέτυχε ένα πεντάχρονο αγόρι που περνούσε με τη μητέρα του. Η κραυγή της μητέρας πάνω από το σκισμένο μικρό του κεφαλάκι, το γεμάτο τρυπημένα όνειρα, ακόμη βουίζει μέσα στα μαραμένα τύμπανα των αυτιών μου. Τα γουρλωμένα, όλο πόνο μάτια  και τα χέρια της που ξεψάχνιζαν για τελευταία φορά τα λουσμένα μ’ αίμα μαλλιά του αγοριού αποτυπώθηκαν για πάντα στις αποθήκες της σκέψης μου. Στεκόταν επί ώρες αγκαλιάζοντας το άψυχο σώμα του αγοριού και σκουπίζοντας με το γκρίζο της φουστάνι τα αίματα από τα καρδιόμορφα χειλάκια του. Απ’ την άλλη, η κοπέλα του απέναντι διαμερίσματος, που με τις νότες του πιάνου της με συντρόφευε τα βράδια, δεν πρόκειται να μου ξανακάνει παρέα.  Δέχτηκε μια σφαίρα καθώς βρισκόταν στο μπαλκόνι της και χτένιζε τα μακριά καστανά της μαλλιά, που σαν τα φύσαγε ο άνεμος έμοιαζαν με κοσμοπολίτικη βεντάλια.

Άνοιξα το βιβλίο στην τελευταία σελίδα ,αφήνοντάς ασυγκράτητα τα δάκρυά μου να το μουσκέψουν. Μα αντί για κάποιο ποίημα, υπήρχε μόνο ένα σημείωμα του Στέλιου που έλεγε:

«Έφθασε η ώρα ξάδερφε. Η Ελευθερία, ντυμένη με τα λιτά ρούχα της, σχεδόν γυμνή μπροστά στο φως της δικαιοσύνης, με γραντζουνιές, εγκαύματα, δάκρυα κι αίματα να βάφουνε το πρόσωπό της, μας περιμένει. Στην Ιταλία ήδη αυτοπυρπολήθηκε ένας κι οι στάχτες των ονείρων του σκορπίστηκαν σ’ όλη τη Γη, ενώ ο καπνός των ελεύθερων στίχων που μόλις διάβασες μας καλούν! Άνοιξε το μονοπάτι για τη χώρα των Ελεύθερων! Είναι μακρύ βέβαια, γεμάτο σφαίρες και σκοτάδι, αλλά δεν πειράζει. Κάποια στιγμή, οι ξεσκισμένες από τις σφαίρες καρδιές μας, θα πατήσουνε τούτο το χώμα, οι φωνές μας θ’ αντηχήσουνε στ’ ακρογυάλια του Παραδείσου κι τη ματιά μας θα τη ζηλεύει για τη λάμψη της ακόμη κι ο ήλιος. Ευχήσου μου καλό ταξίδι. Θα σε περιμένω εκεί!

Με αγάπη,

Στέλιος»

Exit mobile version