Στη νήσο Σαντορίνη πέρασε το φετινό καλοκαίρι προς ενίσχυση των εκεί αστυνομικών δυνάμεων ο Τρικαλινός αστυνομικός Θωμάς Τζιωρτζιώτης. Του ζητήσαμε να μοιραστεί την εμπειρία του μαζί μας.
Και γράφει για τους αναγνώστες του trikalavoice.gr σχεδόν… ποιητικά:
“Σαντορίνη λοιπόν. Έχεις ακούσει τόσα πολλά. Για το πιο μαγικό ηλιοβασίλεμα του κόσμου ολάκερου. Για τη θέα που κόβει την ανάσα. Και όταν φτάνεις στο λιμάνι της τότε το βλέπεις. Απόκρημνα βράχια σε μεγάλο ύψος. Και πάνω τους να ξεχωρίζεις μικρά άσπρα σπιτάκια. Σα κάποιος να τα τοποθέτησε εκεί. Σα να θέλει ο άνθρωπος να προκαλέσει τη φύση με το να χτίσει στην άκρη του γκρεμού. Στην άκρη της καλντέρας. Κόσμος που φτάνει από πολύ μακριά έρχεται για αυτό το νησί που μοιάζει ψεύτικο. Ένα νησί που μοιάζει σαν όλα να είναι φτιαγμένα τόσο τέλεια που νομίζεις ότι δεν είσαι Ελλάδα. Τα μαγαζιά στη καλντέρα που θαρρείς αιωρούνται στο γκρεμό. Η Οία που όλα τα στενάκια της λάμπουν. Από τη χλιδή, από τους ασβεστωμένους τοίχους κάθε εβδομάδα. Από τις πισίνες που όταν τις βλέπεις είναι σα να είναι δουλειά ενός τρελού αρχιτέκτονα έτσι όπως κρέμονται μόνες τους. Και κάτω από την Οία το αμμούδι. Ένα μέρος που έχει 3,4 ταβέρνες και μόνο Αλλά η αύρα του σου θυμίζει δεκαετία 60. Όλα τόσο τυχαία μα τόσο επιτηδευμένα. Άλλωστε όπως λένε και οι ντόπιοι, αν η Σαντορίνη είναι το Παρίσι τότε το αμμούδι είναι το Μονακό. Άνθρωποι πλούσιοι, Άνθρωποι φτωχοί έρχονται για να τη θαυμάσουν, για να ερωτευτούν ακόμη πιο πολύ, για να πουν απλά ότι ήρθαν σε ένα μέρος που τα τελευταία χρόνια είναι στα μέρη που πρέπει να πας στη ζωή σου. Και κάπως έτσι οι δρόμοι γεμίζουν από τις γουρούνες, από τα νοικιασμένα αυτοκίνητα, από κάθε λογής μεταφορικά μέσα με όλους αυτούς τους τουρίστες που έρχονται εδώ για να κλέψουν λίγη από τη μαγεία αυτού του νησιού. Αυτό το νησί που ποτέ δε βρέχει παρά 2,3 φορές το χρόνο. Αλλά τα αμπέλια του, άνυδρα και αυτά βγάζουν ένα από τα καλύτερα κρασιά του κόσμου. Αλλά Σαντορίνη δεν είναι μόνο η καλντέρα. Είναι ο πύργος , ίσως το ωραιότερο χωριό της , με το κάστρο του, με τα δαιδαλώδεις σοκάκια του και με μία αύρα που σε κάνει να νιώθεις κομμάτι ενός παραμυθιού που λέγεται Ελλάδα. Πήγαινε στο φάρο όταν έρθεις. Για να δεις τη θέα από ένα μέρος που λίγοι το ξέρουν. Ένα μέρος που το φως του φάρου το κάνει να μοιάζει τόσο ρομαντικό, τόσο βγαλμένο από ταινία που όταν θα δεις τον ήλιο να κάνει βουτιά στη θάλασσα ανατριχιαζεις από τη τελειότητα του σκηνικού. Οι θάλασσες της άγριες και αυτές. Με βράχους καταμεσής τους και με μία μαύρη άμμο που μοιάζουν τόσο περίεργες. Αφιλόξενα περίεργες. Αλλά ποίος ήρθε στη Σαντορίνη για τις θάλασσες της? Εδώ οι άνθρωποι που μένουν μόνιμα ,ζουν σε ένα καθημερινό τρελοκομείο. Σε ένα καθημερινό τρέξιμο, σε ένα κυνήγι θησαυρού. Και το κυνήγι είναι πετυχημένο μιας και όλοι εδώ κερδίζουν. Λεφτά, όνειρα ελπίδες. Και η σεζόν προχωρά. Και τουρίστες φεύγουν και άλλοι έρχονται. Και οι άνθρωποι που ζουν και δουλεύουν εδώ δε κοιτάνε πια ονόματα, δε τους νοιάζει να προσφέρουν το καλύτερο γιατί απλά αυτό το νησί ότι και να γίνει και την επόμενη μέρα θα έχει πάλι κόσμο. Γιατί όταν θα στριμωχτείς και εσύ μαζί με ένα σωρό κόσμο στο κάστρο της Οίας και θα δεις το ηλιοβασίλεμα της τότε ασυναίσθητα και εσύ θα χειροκροτησεις μαζί με όλους τους υπόλοιπους. Γιατί το είδες και εσύ. Γιατί αν η ζωή είναι εικόνες μόλις ίσως είδες τη καλύτερη της ζωής σου. Και έτσι λοιπόν θα φύγεις. Έχοντας πάρει και εσύ κάτι από αυτό το νησί. Έρωτα. Μαγεία. Σαγήνη. Και αυτό που δε πρόκειται να ξεχάσω λίγες μέρες αφότου ήρθα Σαντορίνη και επισκέφτηκα το μοναστήρι του προφήτη Ηλία ήταν μια συζήτηση με τον πατέρα Μακάριο. Έναν μοναχό του μοναστηριού που όταν τον ρώτησα πως συνάδει η μοναστική ζωή του με τη κοσμικοτητα που επικρατεί στο νησί η απάντηση του,αφού πρώτα μου ζήτησε να τον συγχωρήσω για τον τρόπο που θα εκφραστεί ήταν: – Η Σαντορίνη παιδί μου είναι μια πόρνη. Μία πόρνη που όλοι τη θέλουν. Μία πόρνη που όλοι θα την επισκεφτούν, που όλοι θα πάρουν κάτι από εκείνη. Μα κανένας δε θα την αγαπήσει. Και θα τη παρατήσουν χωρίς να νοιαστούν για αυτή ξανά. Γιατί έστω και για λίγο τη κάνανε κτήμα τους.. Αυτή είναι η Σαντορίνη. Θεσπέσια μα τόσο μοναχική που τη καμαρώνεις και τη λυπάσαι ταυτόχρονα. Αλλά αν δεν έρθεις έστω και για μία φορά στη ζωή σου δε θα καταλάβεις γιατί σε αυτό το μέρος πρέπει να λες ότι έχεις πάει. Για τα όλα του…”