Ομιλία Παναγιώτα Δριτσέλη στο σχέδιο νόμου “Μέτρα για την Προώθηση των Θεσμών της Αναδοχής και Υιοθεσίας”.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΔΡΙΤΣΕΛΗ: Κυρίες και κύριοι βουλευτές, σήμερα χαίρομαι διπλά για τη συζήτηση αυτού του νομοσχεδίου, αρχικά γιατί φαίνεται ότι επί της αρχής -και δεν αναφέρομαι καθόλου στη Χρυσή Αυγή- αυτό το νομοσχέδιο αγκαλιάζεται και χαιρετίζεται από όλες τις πλευρές. Άρα, διαφαίνεται η αναγκαιότητα και η τομή που εισάγει το νομοσχέδιο αυτό, κατά τη γνώμη μου -και όλοι μάλλον το είπαν, δεν είναι μόνο δική μου γνώμη- για μια υπέρτατη στάση ζωής, αγάπης και αλτρουισμού, η οποία για πολλά χρόνια φαίνεται ότι ήταν αγκυλωμένη σε γραφειοκρατικά γρανάζια. Όμως, πέρα από αυτό, πέρα από το ότι δεν έδινε καθόλου προσοχή στα παιδιά, εξέτρεφε, φαίνεται -και το έχουμε δει και από την εξάρθρωση διαφόρων κυκλωμάτων- και την αδιαφάνεια, αλλά κυρίως και την εμπορία βρεφών, με ό,τι συνέπειες αυτό μπορεί να είχε.
Ο δεύτερος λόγος ο οποίος με κάνει να είμαι και συγκινημένη -διότι, όταν μιλάμε για τα παιδιά, δεν μπορούμε να μην είμαστε συγκινημένοι και να μιλάμε μόνο πολιτικά- και να χαίρομαι είναι γιατί πραγματικά αυτή η Κυβέρνηση φαίνεται ότι έχει στον πυρήνα και στο κέντρο της πολιτικής της μια τακτική και μια στρατηγική για την προστασία του παιδιού.
Αν δεν κάνω λάθος, αυτό το νομοσχέδιο είναι το τρίτο ή το τέταρτο και κάνει πράξη τη δέσμευση και της κυρίας Φωτίου, αλλά και της Κυβέρνησης, ότι το 2018 θα είναι έτος για το παιδί. Και με τα σχολικά γεύματα και με τα οικογενειακά επιδόματα και με τους βρεφονηπιακούς σταθμούς και με την προσχολική αγωγή φαίνεται ότι επιτέλους το παιδί παίρνει σε αυτήν την κοινωνία και σε μια κοινωνία που τα τελευταία δέκα χρόνια μαστίζεται από κρίση, τη θέση που του αξίζει.
Αυτό το νομοσχέδιο, λοιπόν, εισάγει μια τομή και κακώς το λέμε έτσι, γιατί δεν θα έπρεπε καν τα τελευταία χρόνια να υφίσταται η ανάγκη να αντιμετωπιστεί αυτή η στάση ζωής -ξαναλέω- ανθρώπων που θέλουν να μοιραστούν αγάπη με παιδιά τα οποία βρίσκονται σε ιδρύματα και υποφέρουν -όχι κατά κανόνα, αλλά συνήθως αυτό συμβαίνει- από απίστευτη ταλαιπωρία και απίστευτη χρονοβόρα διαδικασία επτά και οκτώ ετών, προκειμένου να φύγουν από παγερούς τοίχους ιδρυμάτων. Αυτό το νομοσχέδιο, λοιπόν, θα δώσει ώθηση σε χιλιάδες οικογένειες που θέλουν να έχουν πρόσβαση στις διαδικασίες της τεκνοθεσίας και κυρίως –το λέω ξανά- θα εμβαθύνει σε έναν στόχο, ο οποίος είναι η παιδική προστασία και η αποϊδρυματοποίηση.
Ακούστηκαν πάρα πολλά γι’ αυτό το νομοσχέδιο. Διαστρεβλώθηκαν κατά βάση επικοινωνιακά οι επιδιώξεις αυτού του νομοσχεδίου. Κυρίως δεν απασχόλησαν τη δημόσια συζήτηση αυτές οι καινοτομίες οι οποίες εισάγονται, γιατί ενισχύεται επιτέλους η διαφάνεια και επιταχύνονται οι διαδικασίες που σήμερα αποτελούν και ανασταλτικό παράγοντα για πολλές οικογένειες, οι οποίες θέλουν προχωρήσουν σε πράξεις υιοθεσίας ή αναδοχής.
Εδώ και πολλά χρόνια στην Ελλάδα υφίσταται ένας κανόνας. Υπάρχει ένας κατακερματισμός ιδρυμάτων, δημοσίων αλλά και περιφερειακών, δημοτικών και ιδιωτικών. Πολλά από αυτά τα ιδρύματα έχουν προβλήματα, άλλα έχουν ελλείψεις. Πολλά πρωτοπορούν -και μπορούμε να το πούμε- και παρέχουν πρότυπες υπηρεσίες. Άλλα δεν έχουν καν ενταχθεί σε έναν ενιαίο κατάλογο και δεν υπάρχει και άμεση εικόνα για το έργο που κάνουν. Παράλληλα, χιλιάδες οικογένειες δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μια ταχεία πρόσβαση στη διαδικασία, με αποτέλεσμα αυτά τα παιδιά να μένουν παγιδευμένα για πολλά χρόνια σε ιδρύματα, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για τη ψυχοκοινωνική τους ανάπτυξη.
Αυτό το νομοσχέδιο, λοιπόν, απαντά σε αυτά τα προβλήματα με δύο βασικούς τρόπους, στους οποίους αξίζει να αναφερθούμε. Ο πρώτος αφορά στη μετάβαση των υπηρεσιών και των φορέων στην ψηφιακή εποχή. Η δημιουργία μητρώων και σε σχέση με την αναδοχή και σε σχέση με την υιοθεσία, αλλά και η διασύνδεση μ’ αυτά των ειδικών αποκεντρωμένων μητρώων, αποτελεί μία τομή, η οποία θα πρέπει άμεσα να ολοκληρωθεί. Με τη δημιουργία αυτών των βάσεων το σύστημα εδραιώνει διαδικασίες διαφάνειας και αποτελεσματικότητας.
Η δεύτερη καινοτομία του νομοσχεδίου αφορά στην επίσπευση των διαδικασιών που αφορούν στην κοινωνική έρευνα και στην καταλληλότητα των υποψηφίων γονέων. Σήμερα αυτές οι διαδικασίες καθυστερούν εξαιτίας των ελλείψεων των κοινωνικών υπηρεσιών και του μεγάλου φόρτου που καλούνται προφανώς να διαχειριστούν. Άρα, αυτό το νομοσχέδιο απαντά στο πρόβλημα με τη δυνατότητα ανάθεσης της κοινωνικής έρευνας σε κοινωνικούς λειτουργούς του Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδας, δηλαδή ενός επαγγελματικού και επιστημονικού κλάδου, ο οποίος λειτουργεί εδώ και πενήντα χρόνια. Άρα, λοιπόν, σ’ αυτό το νομοσχέδιο συντονίζονται όλοι οι φορείς σε έναν και μόνο στόχο, σ’ αυτόν της αποϊδρυματοποίησης της παιδικής προστασίας.
Αυτή η αλλαγή δεν σημαίνει –και δεν πρέπει να σημαίνει- ότι το κράτος δεν ενδιαφέρεται για τη βελτίωση της εικόνας στα ιδρύματα παιδικής προστασίας. Εντούτοις, ο πρώτος στόχος των δημοσίων πολιτικών σε αυτό το θέμα είναι να παραμένουν τα παιδιά όσο το δυνατόν λιγότερο σε περιβάλλον ιδρύματος, ακόμα και αν αυτό λειτουργεί με τα υψηλότερα κοινωνικά και επιστημονικά πρότυπα.
Η ανατροφή ενός παιδιού σε περιβάλλον οικογένειας προφανώς και είναι ο πρώτος στόχος και σε αυτόν εδράζεται όλη η φιλοσοφία του νομοσχεδίου. Σ’ αυτό το πλαίσιο, βέβαια, εντάσσεται και η επαγγελματική αναδοχή, ένας θεσμός ο οποίος εισάγεται για πρώτη φορά και αφορά σε περιπτώσεις παιδιών είτε με αναπηρίες, είτε με ειδικές ανάγκες.
Θα ήθελα στο σημείο αυτό να αναφερθώ σε δύο άρθρα για τα οποία ακούστηκαν διάφορες ακρότητες, ξενοφοβικές και ομοφοβικές, πέρα από κάθε κοινωνική λογική, όπως θα πω εγώ και δεν θα αναφερθώ μόνο στους επιστήμονες.
Το πρώτο ζήτημα αφορά στο άρθρο 5 και στο Εθνικό Μητρώο Ανηλίκων, το οποίο δημιουργείται με στόχο την καταγραφή όλων των ανηλίκων που βρίσκονται σε ιδρύματα παιδικής προστασίας. Σ’ αυτό το μητρώο αντιμετωπίζεται για πρώτη φορά μία πραγματικότητα η οποία υπάρχει τα τελευταία χρόνια και στη χώρα μας. Πλέον θα εντάσσονται και τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα. Για όλα τα άλλα τα οποία ακούμε περί αλλοίωσης της νέας γενιάς και όλα τα σχετικά, δεν χρειάζεται να αναφερθούμε άλλο. Νομίζω ότι δεν απαντούν σε καμία λογική. Αυτά τα παιδιά, τα προσφυγόπουλα, είναι δικά μας παιδιά –θα πρέπει να το λέμε- και η μέριμνα για την ψυχοκοινωνική ανάπτυξή τους θα πρέπει να είναι δική μας υπόθεση και κανενός άλλου.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά φυσικά στο άρθρο 8 και στη διεύρυνση του δικαιώματος αναδοχής και σε ζευγάρια που έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης, ομόφυλα και ετερόφυλα. Ακούστηκαν διάφορα αδιανόητα και ατεκμηρίωτα γι’ αυτό το άρθρο. Η οικογενειακή ευτυχία δεν σχετίζεται με το εάν ένα ζευγάρι είναι ομόφυλο ή ετερόφυλο, αλλά με τη στοργή και τους συναισθηματικούς δεσμούς που αναπτύσσονται και καθιστούν τα άτομα οικογένεια. Η ανάληψη της αναδοχής από ένα ομόφυλο ζευγάρι μπορεί να προσφέρει σε ένα παιδί όλα όσα χρειάζεται, όπως ακριβώς μπορεί να το κάνει και ένα ετερόφυλο ζευγάρι. Αυτό είναι το πρώτο ζήτημα.
Το δεύτερο ζήτημα είναι αυτό που υπογράμμισαν έντονα και οι φορείς: Η ψυχοκοινωνική συμπεριφορά και η ανάπτυξη ενός παιδιού με το αν διαβιοί με ένα ανάδοχο ομόφυλο ζευγάρι δεν σχετίζεται με την ψυχοκοινωνική συμπεριφορά τους ούτε καθορίζεται, και δεν πρέπει να επιτρέψουμε να καθορίζεται, από το βλέμμα των άλλων απέναντι στις σεξουαλικές επιλογές των αναδόχων γονέων του. Μια ανάδοχη οικογένεια μπορεί να αποτελείται από ετερόφυλα ζευγάρια, από ομόφυλα άτομα ή μπορεί να είναι μονογονεϊκή, γιατί ακριβώς αυτή είναι και η ελληνική πραγματικότητα.
Έρχομαι στο μεγάλο, «τρανταχτό» επιχείρημα μερίδας της Νέας Δημοκρατίας, περί του κοινωνικού στιγματισμού. Εδώ έρχομαι να πω και να αναρωτηθώ κατά πόσο αυτός ο κοινωνικός στιγματισμός ενισχύεται από μια στάση όπου αντιμετωπίζει το αν ένας γονέας είναι άξιος ή όχι με βάση τον σεξουαλικό του προσανατολισμό ή με βάση το αν είναι καλός ή όχι αποδεδειγμένα και από επιστημονικούς φορείς.
Αν θεωρεί η Νέα Δημοκρατία ότι μια κοινωνία μπορεί να πάει μπροστά ή μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ως προοδευτική, μόνο και μόνο επειδή το λέει, χωρίς να ανακυκλώνει στερεότυπα, όπως κάνει τώρα, χωρίς να ενεργοποιεί συντηρητικά χαρακτηριστικά και αντανακλαστικά, όπως κάνει τώρα, και χωρίς να γυρνάει την πλάτη της σε μια υπαρκτή πραγματικότητα, τότε πείτε μου τι άλλο ενισχύει αυτόν τον κοινωνικό στιγματισμό.
Θα πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι τα παιδιά σε οικογένειες που δεν απαρτίζονται απαραιτήτως από ετερόφυλα ζευγάρια είναι πλέον μια πραγματικότητα και θα πρέπει να τη δεχθούμε. Αν εμείς στα παιδιά μας εμφυσήσουμε τη νοοτροπία ότι αυτά τα παιδιά είναι ενός κατώτερου θεού ή δεν μεγαλώνουν κανονικά όπως άλλα παιδιά που ανήκουν σε άλλες οικογένειες, τότε να είστε σίγουροι ότι εσείς παίρνετε και στρέφετε το δάχτυλο απέναντι σε αυτά τα παιδιά και στην κοινωνία, αλλά και στα σχολεία.
Τέλος, για να μην αναφερθώ σε σχέση με την ετοιμότητα της οικογένειας, να πω και κάτι τελείως διαφορετικό για το πώς μια κοινωνία μπορεί να είναι έτοιμη ή όχι. Δεν θα αναφερθώ ούτε στην έκτρωση, ούτε στις αμβλώσεις, ούτε στον πολιτικό γάμο, ούτε τίποτα. Θα πω το εξής. Πριν περίπου είκοσι χρόνια, το 2000, ο αδελφός επέλεξε για γυναίκα της ζωής του τη σύντροφό του η οποία είναι ινδικής καταγωγής. Όταν ο γάμος έγινε στα Τρίκαλα, σας πληροφορώ ότι ήρθαν τα τοπικά μέσα για να καλύψουν το γεγονός ως κάτι πρωτόγνωρο. Φαντάζομαι ότι αν αυτό συμβεί σήμερα και στα Τρίκαλα και στο χωριό μου, δεν θα τύχει προφανώς της ίδιας αντιμετώπισης.
Εύχομαι σε είκοσι χρόνια από τώρα χιλιάδες παιδιά να έχουν φύγει από ιδρύματα, να έχουν μεγαλώσει σε οικογένειες με αγάπη και στοργή και εδώ όλοι μαζί να είμαστε περήφανοι που φέραμε αυτό το νομοσχέδιο.