Του Γεωργίου Παπασίμου-Site: http://www.gpapasimos.gr/ Twitter: @PapasimosG
Για μια ακόμα φορά ο καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και βουλευτής της ΝΔ Άγγελος Συρίγος τάραξε τα νερά της δημοσιότητας με δηλώσεις του. Αρχικά τον Ιούλιο του 2022 ως υφυπουργός Παιδείας στη Βουλή είχε αμφισβητήσει τους λαϊκούς αγώνες κατά της Δικτατορίας κάνοντας λόγο για «πολιτική μυθολογία» με επίκεντρο τη ηρωική εξέγερση του Πολυτεχνείου. Ακολούθησαν οι δηλώσεις τον Ιανουάριο του 2023 ότι ήταν προς το συμφέρον της Ελλάδας να πάρει η Τουρκία τα F-16, ερχόμενος τότε σε πλήρη αντίθεση με τον αγώνα που έδινε για το θέμα αυτό το ελληνοαμερικανικό λόμπι με αιχμή του δόρατος τον Γερουσιαστή Μενέντεζ προκειμένου να αποφευχθεί η πώληση και ο εκσυγχρονισμός των F-16 στην Τουρκία λόγω της επιθετικής αναθεωρητικής τουρκικής πολιτικής στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Και τώρα με την είσοδο του 2024 και μετά την όλως προβληματική για τα εθνικά συμφέροντα συμφωνία των Αθηνών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, όπως φαίνεται ξεκάθαρα και από την αφωνία της Κυβέρνησής Μητσοτάκη στην επέκταση των χωρικών υδάτων της Λιβύης στα 12 ν.μ. και στη συνορεύουσα γραμμή των 24 ν.μ. από το τουρκικό εξαπτέρυγο Ντειμπά, προβαίνει σε δηλώσεις περί παρωχημένου της Συνθήκης της Λωζάνης, που αποτελεί τη βάση της εθνικής γραμμής στο Αιγαίο και τη Δυτική Θράκη. Και ναι μεν δεν μίλησε πράγματι για αναθεώρηση της, αλλά η έκφραση «παρωχημένη», είναι η καλύτερη ασίστ προς την αναθεωρητική Τουρκία, που όλες οι παράνομες διεκδικήσεις της κατά της χώρας μας παραβιάζουν τη Συνθήκη της Λωζάνης!
Άλλωστε είναι γνωστό ότι στη Διεθνή Διπλωματία δεν χρειάζεται κάποιος πανηγυρικά να αποδεχθεί τις αξιώσεις του αντιπάλου του, αλλά απλώς να αποδεχθεί ότι υφίστανται προς συζήτηση τα θέματα που ο άλλος επικαλείται, δηλαδή εν προκειμένω την ανάγκη της αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης ως δήθεν «παρωχημένης», όπως από το 2017 έχει θέσει ο Ερντογάν επίσημα και μάλιστα εντός του προεδρικού μεγάρου της Αθήνας.
Δημιουργεί έτσι σοβαρές απορίες όχι μόνο η αρχική δήλωση Συρίγου, που την συνέδεσε εσφαλμένως με την στρατικοποίηση των νησιών του Βορείου Αιγαίου, αφού και εδώ η ορθή ερμηνεία αυτής σε συνδυασμό με τα πρακτικά της Συνδιάσκεψης οδηγούν στο ξεκάθαρο συμπέρασμα ότι ουδέποτε προβλέφθηκε αποστρατικοποίηση των νησιών αυτών ούτε φυσικά η σύνδεση του θέματος αυτού με το θέμα της κυριαρχίας τους, όπως προκλητικά και παρανόμως θέτει η Τουρκία, αλλά και η συνέχιση των διευκρινιστικών δηλώσεων του και της επίμονης προσπάθειας να καταδείξει με κάθε τρόπο ότι η συνθήκη αυτή είναι παρωχημένη λόγω των επιμέρους ζητημάτων που ρυθμίζει τα οποία έχουν ξεπεραστεί από τη σημερινή πραγματικότητα.
Πρόκειται για ένα επικίνδυνο δρόμο, όταν μάλιστα αφορά τον πυρήνα των εθνικών ζητημάτων συνιστώντας έτσι ένα μείζον πολιτικό ζήτημα για τη κυβέρνηση της ΝΔ. Και αυτό γιατί οι διεθνείς συμβάσεις ειρήνης που συνήθως υπογράφονται μετά από πολέμους, όπως η συνθήκη της Λωζάνης το 1923 μαζί με τα μείζονα ζητήματα που ορίζουν, όπως για παράδειγμα τα σύνορα Ελλάδος – Τουρκίας, τον χαρακτήρα των μειονοτήτων των δύο χωρών, τη στρατιωτική προστασία των νησιών του Βορείου Αιγαίου, ρυθμίζουν και άλλα μικρότερης αξίας ζητήματα παρεπόμενα ενός πολέμου, όπως πολεμικές αποζημιώσεις, ανταλλαγή αιχμαλώτων κλπ. Το ότι κάποια από αυτά τα παρεπόμενα θέματα είναι πράγματι παρωχημένα είναι προφανές ότι δεν καθιστούν συνολικά τη συνθήκη παρωχημένη, όπως με φανατισμό πλέον διατυμπανίζει ο Συρίγος, αφού από αυτήν ρυθμίζονται και ισχύουν τα μείζονα ζητήματα όπως τα σύνορα Ελλάδος – Τουρκίας, ο χαρακτηρισμός των μειονοτήτων κλπ. Πόσο μάλλον που η συνθήκη της Λωζάνης είναι και ιδρυτική πράξη συγκρότησης του σημερινού τουρκικού κράτους μετά τη διάλυση της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτοί, δε, που τη θεωρούν παρωχημένη και στενή στα μεγαλεπήβολα σχέδια τους είναι οι νεοι-Οθωμανοί του Ερντογάν, όπως με λόγια και έργα έχουν καταδείξει ως τώρα ( κατάληψη μεγάλου εδαφικού τμήματος στη Συρία, δόγμα γαλάζιας πατρίδας, το ανυπόστατο τουρκολιβυκό μνημόνιο σε βάρος της χώρας μας κλπ).. Αντίθετα για την Ελλάδα που δεν έχει διεκδικήσεις και επιθυμεί τη διατήρηση του status quo στην ευρύτερη περιοχή η συνθήκη της Λωζάνης όχι μόνο δεν έχει παρωχημένη αξία, αλλά αποτελεί τη βάση των επιχειρημάτων της για τα εθνικά θέματα έναντι των παράνομων τουρκικών διεκδικήσεων τόσο όσον αφορά τα σύνορά μας με την Τουρκία, που ρητώς προβλέπεται σε αυτήν ότι οτιδήποτε πέραν των 3 μιλίων από τις Μικρασιατικές ακτές υπάγεται στην κυριαρχία της χώρας μας, όσο και για το θρησκευτικό χαρακτήρα της μουσουλμανικής μειονότητας στην ευαίσθητη περιοχή της Δυτικής Θράκης. Όσον αφορά, το κρίσιμο ζήτημα της αποστρατικοποίησης των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, που θέτει η Τουρκία, ακόμα και για το θέμα αυτό παρά τους επιμέρους περιορισμούς, λόγω της τότε ειδικής καταστάσεως μετά την ατυχή μικρασιατική εκστρατεία επικαλύπτεται από το άρθρο 51 τυο Χάρτη του ΟΚΕ περί νόμιμής άμυνας, όχι μόνο δεν είναι παρωχημένη, αλλά συνιστά δικαίωση των θέσεων της χώρας μα, καθόσον ρητά προβλέπει την παρουσία ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων σε αυτά. Αυτό συνάγεται από το γεγονός ότι παρά το επίμονο τουρκικό αίτημα για πλήρη αποστρατικοποίηση αυτών, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της συνδιάσκεψης της Λωζάνης, αυτό απερρίφθη από την αρμόδια διεθνή στρατιωτική επιτροπή με το σκεπτικό ότι έτσι θα αποτελούσαν εύκολη λεία για την Τουρκία και μόνο αν αποδέχονταν αυτή την αντίστοιχη αποστρατικοποίηση μεγάλου τμήματος των μικρασιατικών παραλίων θα μπορούσε να συζητηθεί , κάτι που απερρίφθη τότε από την Τουρκία. ¨Ετσι από τις ρυθμίσεις της Συνθήκης σε συνδυασμό με τα πρακτικά της Συνδιάσκεψης το 1923 αφενός κρίθηκε ότι τα νησιά αυτά μπορούν να διατηρούν στρατιωτικές δυνάμεις για την προστασία τους και αφετέρου από πουθενά δεν προκύπτει ότι το θέμα της στρατιωτικοποίησης αυτών συνδέεται κατά οποιοδήποτε τρόπο με την κυριαρχία τους, που καθορίστηκε αμετάκλητα με τη Συνθήκη της Λωζάνης.
Συνεπώς, με βάση την ιστορική και νομική επισκόπηση στο θέμα αυτό, διαπιστώνεται, ότι στη μεν συνθήκη της Λωζάνης του 1923 για τη Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία ουδεμία πρόβλεψη για καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης υπάρχει, απλώς η Ελλάδα για να συμβάλλει στην ειρήνη, ανελάμβανε ορισμένους περιορισμούς. Ως προς τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, η προβλεπόμενη τότε αποστρατιωτικοποίηση των νησιών αυτών καταργήθηκε με τη Σύμβαση του Μοντρέ το 1936, η, δε, Τουρκία με επιστολή του τότε πρέσβη της στην Αθήνα, αναγνώριζε το δικαίωμα στην Ελλάδα να προχωρήσει σε στρατιωτικοποίησή τους.
Οι οποιοδήποτε περιορισμοί έχουν αρθεί, λόγω της συνεχούς επιθετικής και αναθεωρητικής δια της βίας πολιτικής της Τουρκίας, η οποία το 1974 κατέβαλε παρανόμως μεγάλο τμήμα της Κύπρου και το κατέχει ως σήμερα και παραβιάζει συνεχώς τον ελληνικό εθνικό εναέριο χώρο με οπλισμένα στρατιωτικά αεροσκάφη πάνω από τα νησιά του Αιγαίου. Μάλιστα στην «παρωχημένη» κατά Συρίγο Συνθήκη της Λωζάνης για το θέμα αυτό προβλέπεται η ρητή απαγόρευση υπερπτήσεων των τουρκικών αεροσκαφών πάνω από τα ελληνικά νησιά. Επί δεκαετίες έχει δημιουργήσει και συντηρεί την τέταρτη στρατιά του Αιγαίου με χιλιάδες αποβατικά σκάφη, με μοναδικό στόχο την κατάληψη νησιών και έχει νομοθετήσει παρανόμως το casus belli κατά της Ελλάδος, σε περίπτωση που αυτή ασκήσει το νόμιμο διεθνές δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων της στο Αιγαίο.
Πρόκειται συνεπώς για τη μέγιστη τουρκική θρασύτητα να θέτει θέματα αποστρατιωτικοποίησης των ελληνικών νησιών, με το επιχείρημα ότι δήθεν αποτελούν κίνδυνο για την άμυνα της Τουρκίας (!), όταν μάλιστα με το δόγμα της λεγόμενης «γαλάζιας πατρίδας» επιδιώκει ξεκάθαρα την υφαρπαγή τεραστίων θαλάσσιων εκτάσεων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, απειλώντας άμεσα την ασφάλεια των πληθυσμών των ελληνικών νησιών και της ελληνικής κυριαρχίας. Γι’ αυτό, δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερη εφαρμογή του άρθρου 51 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, που προβλέπει το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας σε κάθε χώρα που απειλείται, όπως εν προκειμένω η Ελλάδα.
Απέναντι σε αυτή τη καθαρή γραμμή των εθνικών θεμάτων οποιαδήποτε ευθεία ή πλάγια υπονόμευση αποτελεί κίνδυνο για τη χώρα μας. Δυστυχώς η Κυβέρνηση της ΝΔ επανερχόμενη στο προσήκον για αυτήν ρεύμα κατευνασμού και ενδοτισμού στα εθνικά θέματα, μετά από την περίοδο που επέδειξε στοιχειώδη ορθά αντανακλαστικά στην υβριδική «τουρκική» εισβολή στον Έβρο και στη τότε σκληρή επιθετικότητα της Τουρκίας αν και πάντα απουσίαζε η συνολική εθνική στρατηγική, περί άλλων τυρβάζει σε αυτό το μείζον ζήτημα, ενισχύοντας τις υπόνοιες περί σοβαρών υποχωρήσεων, όπως άλλωστε είχε προαναγγείλει ο ίδιος ο Κυριακός Μητσοτάκης. Ανεξαρτήτως, δε, αν οι δηλώσεις Συρίγου έχουν ως αιτία τον ιδιότυπο αλαζονικό καθηγητισμό που διακρίνει τη χαμηλού επιπέδου διανόηση της χώρας μας ή αποτελεί τον «λαγό» – εκπρόσωπο του κατευναστικού ρεύματος που κυριαρχεί στις ελίτ των Αθηνών, που μαθηματικά οδηγούν στη φιλανδοποίηση της χώρας, αποτελούν αντικειμενικά σοβαρή αρνητική εξέλιξη ως προς τη θέση της χώρας απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό στον οποίο παρέχονται απρόσμενα εφόδια.