Του Μητροπολίτου πρ. Αυλώνος Χριστοδούλου
ΚΥΡΙΑΚΗ
Β΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ
Ἑβρ. 1, 10-2, 3
«Πῶς ἡμεῖς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελήσαντες σωτηρίας;» (Ἑβρ. 2, 3).
Ἡ ἀποστολική περικοπή σήμερα ἀρχίζει μέ μιά μεγαλειώδη προσευχή, πού σέ μιά προφητική ἔκσταση εἶχε συνθέσει ὁ προφητάνακτας Δαυΐδ: «Ἐσύ, Κύριε, ἀρχικά στερέωσες τή γῆ κι ἔργο δικό σου εἶναι οἱ οὐρανοί. Αὐτοί θά ἐξαφανιστοῦν, ἐνῶ ἐσύ παραμένεις. Τά πάντα θά παλιώσουν σάν ροῦχο. Σάν μανδύα θά τούς τυλίξεις, καί θ’ ἀλλάξουν. Ἐσύ ὅμως παραμένεις ὁ ἴδιος, τά χρόνια σου ποτέ δέ θά τελειώσουν» (Ψαλμ. 101, 26-29).
Μέ αὐτά τά λόγια ἐξυμνεῖ καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος τή Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά νά παρακαλέσει τόν κάθε ἄνθρωπο «νά μένει πιό σταθερός στίς ἀλήθειες πού ἄκουσε, γιά νά μήν ξεστρατίσει ποτέ». «Γιατί, ἄν ὁ λόγος πού δόθηκε ἄλλοτε μέσῳ ἀγγέλων, ἀποδείχθηκε ἀληθινός, κι ὅσοι τόν παρέβηκαν ἤ δέν ὑπάκουσαν σ’ αὐτόν δέχτηκαν τήν τιμωρία πού τούς ἔπρεπε, πῶς εἶναι δυνατό ἐμεῖς νά ξεφύγουμε, ἄν δέ δώσουμε τήν προσοχή πού ταιριάζει σέ μιά τόσο σπουδαία σωτηρία; Τή σωτηρία αὐτή πού ἄρχισε νά διακηρύσσει ὁ Κύριός μας τή βεβαίωσαν ὅσοι ἄκουσαν τό λόγο του».
Ἡ σωτηρία γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι μεγάλη ὑπόθεση· ἄρα, πρέπει καί ἡ προσοχή του καί τό ἐνδιαφέρον του γι’ αὐτήν νά εἶναι ἡ πρώτη του ἐπιδίωξη. Ἕνας Θεός ἔγινε ἄνθρωπος, γιά νά θεοποιήσει τόν ἄνθρωπο κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου[1], ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας. Ἕνας Θεός σταυρώθηκε γιά τόν ἄνθρωπο, γιά νά ἀναστήσει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν πνευματικό θάνατο καί νά τόν λυτρώσει ἀπό τήν ἁμαρτία. Συμπερασματικά, ἕνας Θεός κατέβηκε στή γῆ, γιά νά ἀνέβει ὁ ἄνθρωπος στόν οὐρανό.
Ποιός σώφρων ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀμελήσει μιά τέτοια σωτηρία πού τοῦ προσφέρθηκε δωρεάν; «Ἕως ἡμέρα ἐστί» (Ἰωάν. 9, 4), ὅσο, δηλαδή, διαρκεῖ ἡ ἡμέρα ὁ καθένας ἄς προσπαθήσει νά ἐνδιαφερθεῖ καί νά ἀνταποκριθεῖ σέ αὐτή του τήν κλήση. Θά ἔρθει, κάποτε, ὁ καιρός πού δέ θά εἶναι δικός του, γιατί ὁ θάνατος εἶναι ἄδηλος καί ὅποιος εἶναι ἀπροετοίμαστος θά χάσει τήν εὐκαιρία τῆς ψυχικῆς του τελειοποίησης. Καί τότε, ἀλλοίμονο, «πώς εἶναι δυνατό νά ξεφύγει, ἄν δέ δώσει τήν προσοχή πού ταιριάζει σέ μιά τόσο σπουδαία σωτηρία;».
Ὁ ἀνθρώπινος βίος ἔχει τό τέλος του, ἡ ψυχή, ὅμως, εἶναι ἀθάνατη, γι’ αὐτό «σᾶς βεβαιώνω, ἄν κάποιος τηρήσει τό λόγο μου, ποτέ δέ θ’ ἀντικρύσει τό θάνατο» (Ἰωάν. 9, 51), λέει τό ἀδιάψευστο στόμα τοῦ Κυρίου. Σίγουρα, ἄν δέν ὑπάρχει μέλλουσα ζωή καί ἀνάσταση νεκρῶν, ὁ ἄνθρωπος θά εἶναι εὐτελέστερος καί κατώτερος ἀπό πολλά δημιουργήματα, πού ζοῦν περισσότερα χρόνια ἀπ’ αὐτόν.
Κλείνουμε μέ μιά εἰκόνα: Φεύγει ἕνα τραῖνο καί μόλις κάποιος τό προλαβαίνει. Μπορεῖ ὁ καθένας νά φανταστεῖ πώς αὐτό τό τραῖνο νά ἦταν τό τελευταῖο γιά τόν οὐρανό καί νά τό ἔχανε; Γι’ αὐτό ὁ καθένας ἄς ἐπιμεληθεῖ καλύτερα τή σωτηρία του.
[1] Λόγος περί τῆς Ἐνανθρωπήσεως τοῦ Λόγου 54, PG 25, 192 Β.