Του Μητροπολίτου πρ. Αυλώνος Χριστοδούλου
ΚΥΡΙΑΚΗ
Η΄ ΛΟΥΚΑ
Ἐφεσ. 2, 4-10
«Τῇ γάρ χάριτί ἐστε σεσωσμένοι διά τῆς πίστεως» (Ἐφ. 2, 8).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος βρισκόταν στή Ρώμη, ἐξόριστος καί «φυλακισμένος», τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιά σᾶς τούς ἐθνικούς (τούς εἰδωλολάτρες) (Ἐφ. 3, 1). Κάθε ἄλλο ἄνθρωπο θά εἶχε σοβαρότατα ἀπασχολήσει ἡ ἀγωνία τῆς φυλακῆς. Ὁ Παῦλος, ὅμως, μέ αὐταπάρνηση, μέ μεγάλη πίστη καί περισσή ἀγάπη πρός τό Χριστό τίποτε ἄλλο δέ σκεπτόταν παρά μονάχα τούς χριστιανούς στίς Ἐκκλησίες πού ὁ ἴδιος ἵδρυσε.
Μέσα ἀπό τή φυλακή κατά τήν πρώτη φυλάκισή του στή Ρώμη (59-61 μ.Χ.) γράφει τίς τέσσερες πονεμένες καί ὑπέροχες ταυτόχρονα ἐπιστολές του πρός Κολοσσαεῖς, Ἐφεσίους καί φιλιππησίους καί Φιλήμονα, γι’ αὐτό καί χαρακτηρίζονται ὡς «ἐπιστολές τῆς αἰχμαλωσίας» ἤ «ἐπιστολές τῶν δεσμῶν». Σέ αὐτές τίς ἐπιστολές ἐκφράζεται ὅλος ὁ αὐθορμητισμός, ὅλη ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη τοῦ Παύλου.
Ἡ πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή εἶναι μία ἀπό τίς θεολογικότερες ἐπιστολές τοῦ Παύλου, γιατί σέ αὐτή ἐκφράζεται ὅλη ἡ δογματική καί ἡ ἡθική διδασκαλία τῆς πίστεως. Γράφει, λοιπόν, στούς Ἐφεσίους τήν ἐπιστολή, γιά νά ἐμπεδώσουν τήν ὀρθή διδασκαλία καί νά τούς παρακινήσει στή βίωση τῆς πίστης, γιατί, τότε, ἐκεῖ πολλοί ψευδοδιδάσκαλοι ἐπιχείρησαν νά νοθεύσουν τήν ὀρθόδοξη πίστη.
Μέ ὑπέροχο θρησκευτικό ἐνθουσιασμό καί μέ θαυμαστή ἀκριβολογία ὁ μέγας Ἀπόστολος παρουσιάζει τό σχέδιο τῆς ἀνθρώπινης ἀπολύτρωσης πού δέν ξεχωρίζει ἔθνη καί λαούς. Παρουσιάζει, λοιπόν, τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς τό κέντρο, στό ὁποῖο καταλήγουν τά πάντα καί ὡς τό μοναδικό δεσμό πού ἑνώνει τά πάντα, τόν ἄνθρωπο, δηλαδή μέ τό Θεό· τή γῆ μέ τόν οὐρανό, τούς Ἰουδαίους μέ τούς Ἐθνικούς καί ὅλα αὐτά γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου.
Διδάσκει ὁ Παῦλος καί ὁμολογεῖ τή Θεότητα τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀξία καί τήν ἔκταση τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ του ἔργου, τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν παγκοσμιότητά της καί ἰδιαίτερα τήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Ὑπῆρξε ἐποχή, λέει ὁ Παῦλος, πού «ἤμασταν δοῦλοι στίς ἐπιθυμίες μας καί κάναμε ὅ,τι ἤθελε τό ἁμαρτωλό ἐγώ μας» (Ἐφ. 2, 3), «ὁ Θεός ὅμως μᾶς ἀγάπησε, γιατί εἶναι πλούσιος σέ ἔλεος κι ἔχει ἀπέραντη ἀγάπη. Κι ἐνῶ ἤμασταν πνευματικά νεκροί ἐξαιτίας τῶν παραπτωμάτων μας, μᾶς ξανάδωσε ζωή μαζί μέ τό Χριστό. Μέ τή χάρη του ἔχετε σωθεῖ».
«Πραγματικά, μέ τή χάρη του (τοῦ Χριστοῦ) σωθήκαμε διά τῆς πίστεως». Ἡ σωτηρία, σίγουρα, προσφέρεται ἀπό τό Χριστό, ἀλλά ἀπαιτεῖται, ὅμως, καί ἡ συνεχής προσπάθεια καί ὁ ἀγώνας τοῦ πιστοῦ. Ὁ χριστιανός κάνει τό λίγο, ὁ Χριστός προσφέρει τό πολύ. Ἐξάλλου ἡ πίστη δέν εἶναι τό μέσο τῆς σωτηρίας, ἀλλά ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο προσοικειώνεται ὁ ἄνθρωπος τή σωτηρία, τήν ὁποία προσφέρει κατά χάρη ὁ Θεός «ἐν Χριστῷ».
«Οἱ ἄνθρωποι εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ μᾶς ἔκανε καινούριους ἀνθρώπους, γιά νά μποροῦμε νά κάνουμε καλά ἔργα, πού τά προετοίμασε ὁ Θεός, γιά νά εἶναι μ’ αὐτά γεμάτη ἡ ζωή μας». Γιά τό καλό ὅλων μας καί τή δόξα τοῦ Θεοῦ.