Του Αποστόλη Β. Παππά, Δημοτικού Συμβούλου Δήμου Τρικκαίων
Όχι μόνον για την άρτια λειτουργία της Δημοκρατίας, αλλά κυρίως για εθνικούς λόγους, ο χώρος της κεντροαριστεράς θα πρέπει να εκπροσωπείται από μια σοβαρή πολιτική δύναμη, καθώς αποτελεί οιονεί τη διάδοχη κατάσταση.Από ένα κόμμα, το οποίο σε κορυφαία ζητήματα όπως Covid-19, παιδεία, Ελληνογαλλική και Ελληνοαμερικανική συμφωνίες, Ποινικός Κώδικας κλπ δεν θα κινείται με όρους της περιθωριακής εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς επιδιδόμενο σ΄έναν άκρατο και ακραίο λαϊκισμό.
Από έναν πολιτικό σχηματισμό, ο οποίος δεν θα αιθεροβατεί στα θολά σύννεφα του σοσιαλισμού, αλλά θα περπατάει στο στέρεο έδαφος της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Όταν στις διεθνείς συναντήσεις της σοσιαλδημοκρατίας προσκαλείσαι και συμμετέχεις ως παρατηρητής,
εξ΄ορισμού τεκμαίρεται, ότι δεν είσαι θιασώτης αυτής και δεν την ενστερνίζεσαι. Όταν δεν αποδέχεσαι την οργανική σου ένταξη σ’ αυτήν, τότε είσαι ένας λαθρεπιβάτης που απλώς προσπαθείς να την καπηλευθείς και να την εκμεταλλευθείς. Την χρησιμοποιείς ως όχημα για να αλώσεις τον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Δεν πιστεύεις σ΄αυτήν. Η κεντροαριστερά, παρά τις όποιες πολιτικοϊδεολογικές διαφορές έχει με την κεντροδεξιά, είναι δύο πολιτικοί χώροι που ανήκουν στο αστικό τόξο. Οι όποιες πολιτικοϊδεολογικές διαφορές έχουν είναι τακτικού χαρακτήρα, και σε καμμιά περίπτωση δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση το σκληρό πυρήνα των δομών του αστικού κράτους. Αυτό το γνωρίζει καλά ο ΣΥΡΙΖΑ. Μία ένταξη του, θα του αφαιρούσε την όποια αριστεροσύνη επικαλείται . Κάποιοι εντός αυτού την επιδιώκουν. Όμως, οι ιδεολογικές και ιδεοληπτικές αγκυλώσεις του 3% κυριαρχούν στο ΣΥΡΙΖΑ. Οι οπισθοβαρείς δυνάμεις, αν και αριθμητικά υποδεέστερες, υπερτερούν των εμπροσθοβαρών. Θεωρούν έγκλημα καθοσιώσεως την απομαρξιστικοποίηση του κόμματος και την προσγείωση του στο γήπεδο στης αστικής σοσιαλδημοκρατίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει σε μια επαμφοτερίζουσα στάση, προς ικανοποίηση και του ελιτίστικου 3% , αλλά και της νεοδαμώδους εκλογικής βάσης, η συντριπτική πλειονότητα της οποίας σημειωτέον βρίσκεται στον ιδεολογικό αντίποδα του 3%. Και με το θεό και με τον Μαμμωνά. Προτιμά να ψαρεύει σε θολά νερά Δεν θέλει να ‘’μαγαρίσει’’ προσχωρώντας στον αστική ζώνη. Δικαίωμα του. Η ιδεολογική ταυτότητα είναι υπόθεση του καθενός και τη σέβομαι. Οφείλω όμως να επισημάνω, ότι η σύγχρονη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία με τον μαρξισμό, ακόμη και με τον πιο αναθεωρημένο καθώς υπήρξαν αρκετοί τέτοιοι, έχει τόση σχέση, όσο ο φάντης με το ρετσινόλαδο.Για την ιστορία αναφέρω, ότι το γερμανικό SPD είναι το αρχαιότερο και κραταιότερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ευρώπης. Με ιστορία πάνω από 150 χρόνια, στην αφετηρία του ήτο ένα καθαρά μαρξιστικό κόμμα. Στο συνέδριο του Μπάντ Γκόντεσμπεργκ το 1959 αποκήρυξε τον μαρξισμό, ευθυγραμμιζόμενο πλήρως με το ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα και είχε την πορεία που είχε. Από τον Λασάλ, τον Μπέμπελ και τον Λίμπκνεντ στον Βίλλυ Μπράντ και στον Χέλμουτ Σμίτ. Μόνο την κόκκινη σημαία κράτησε. Αλλά και στα καθ΄ημάς. Όποιος έζησε το ΠΑΣΟΚ από τα πρώτα του βήματα, η ακόμη περισσότερο είχε την τύχη να δει το πρόγραμμα και το οργανόγραμμα του προπλάσματος αυτού, του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος (Π.Α.Κ.), την αντιστασιακή οργάνωση του Ανδρέα Παπανδρέου, τα οποία έτυχε να πέσουν στην αντίληψη μου λόγω συμμετοχής του εκδημήσαντος πλέον πατρός στη συγκεκριμένη οργάνωση, μετανάστης ων τότε στη Δυτ. Γερμανία, είχε την αίσθηση, ότι επρόκειτο περισσότερο περί ενός μαρξιστικογενούς παρά αστικογενούς κόμματος. Έμβλημα του ΠΑΚ, η κόκκινη σημαία με ένα κίτρινο αστέρι. Σήμα καθαρά αριστερής προελεύσεως. Κυμάτιζαν οι σημαίες αυτές στις πρώτες προεκλογικές συγκεντρώσεις του ΠΑΣΟΚ. Κρατώ μία για ενθύμιο. Ένα κόμμα με καθαρά αντισυστημικό και ανατρεπτικό λόγο. Αλλά και όσοι το πλαισιώσαμε από τα πρώτα του βήματα, ο γράφων σχεδόν αγένειος νέος ων τότε, μας κατείχε ένας βαθύς αντισυστημισμός. Θέλαμε να αλλάξουμε τα πάντα. Ο ενθουσιασμός μας έκανε να το πιστεύουμε. Όσοι επισκέπτονταν τα πρώτα κομματικά γραφεία του ΠΑΣΟΚ στα Τρίκαλα, λίγοι τότε, που στεγαζόταν στη γωνία των οδών Τιουσόν και 28ης Οκτωβρίου, το οίκημα υπάρχει ακόμη καθώς έχει κριθεί διατηρητέο, θα θυμούνται κρεμασμένες τις αφίσες των Μάρξ-Ένγκελς αλλά και του Άρη Βελουχιώτη. Οι παλαιότεροι θα θυμούνται και τα πάρθια βέλη που εκτοξεύονταν κατά της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Δεκανίκι του καπιταλισμού χαρακτηριζόταν. Η ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ συνδικάτο εγκλήματος. Κάτι τόλμησε να πει ο Σημίτης με τη γνωστή αφίσα και εκπαραθυρώθηκε. Τα χρόνια όμως περνούσαν και η ωρίμανση έφερε την αναγκαία προσαρμογή. Οι παιδικές αρρώστιες άρχισαν μία μία να θεραπεύονται. Η αντισυστημική φρασεολογία εγκαταλείφθηκε, οι αφίσες αποκαθηλώθηκαν, η ένταξη στη Σοσιαλιστική Διεθνή έγινε πράξη, οι Πακίτικες σημαίες υπεστάλησαν, η ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ έγιναν αναγκαιότητα. Το ΠΑΣΟΚ έγινε ένα κανονικό ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Βέβαια η προσαρμογή δεν έγινε αναίμακτα. Υπήρξαν εσωκομματικές ανταρσίες, διαγραφές, προγραφές, και χρειάσθηκε να εγκαταλείψουν αρκετοί το τρένο. Εις αντιστάθμιση όμως των απωλειών, από κίνημα διαμαρτυρίας με ιδεολογικό στίγμα μια σοσιαλθολούρα, έγινε ένα κανονικό αστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει και Μάρξ και Ένγκελς, και λίγο Λένιν, και λίγο Μπράντ, και λίγο Μιτερράν, και λίγο Παπανδρέου και λίγο Ολαντρέου. Τα θέλει όλα, και στο τέλος θα τα χάσει όλα. Οι επικείμενες εκλογές του ΚΙΝΑΛ είναι μια ευκαιρία. Ίσως η τελευταία. Το ΚΙΝΑΛ θα πρέπει να εκλέξει μια ηγεσία, η οποία θάναι αποφασισμένη να κινηθεί αυτόνομα, μην υποκύπτοντας στις σειρήνες των συνεργασιών, και κυρίως μια ηγεσία ικανή να διεμβολίσει τον κ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Το στοίχημα θα πρέπει νάναι η επανακατάκτηση του κεντροαριστερού χώρου. Για να γίνει κυρίαρχη πολιτική δύναμη με προοπτική εξουσίας, θα πρέπει πρώτα να κερδίσει αυτή τη μάχη. Εάν δεν τα καταφέρει, θα παραμείνει ένα περιθωριακό κόμμα με μια μικρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, που στην καλύτερη των περιπτώσεων θα παίζει το ρόλο του συμπληρώματος. Εάν καταλήξει εκεί, θα βαίνει συνεχώς συρρικνούμενο μέχρι την πλήρη εξαϋλωση του. Θα το πω απλά. Τη στιγμή αυτή το ΚΙΝΑΛ χρειάζεται περισσότερο έναν αντιτσίπρα και λιγότερο έναν αντιμητσοτάκη. Προηγείται η μάχη με τον Τσίπρα και έπεται αυτή με τον Μητσοτάκη. Το ΚΙΝΑΛ χρειάζεται κάτι φρέσκο. Ηγεσίες που έρχονται από το παρελθόν, δύσκολα μπορούν να εκφράσουν το παρόν και ακόμη πιο δύσκολα το μέλλον. Δεν έχουν τα πολιτικά αποθέματα να συγκινήσουν και να συναρπάσουν. Να ενεργοποιήσουν την κοινωνία και κυρίως τα νεότερα αυτής στρώματα. Με έλλειμα αξιοπιστίας και το πολιτικό κεφάλαιο ξοδεμένο, στην καλύτερη των περιπτώσεων να αρκεσθούν σε μια διαχείριση ενός μονοψήφιου ποσοστού. Δύσκολα θα σπάσει το φράγμα του διψήφιου. Ένα ιστορικό όνομα φέρει πάντα ένα φορτίο. Όμως, δεν αρκεί μόνον αυτό. Για να ηλεκτρίζει, ο κληρονόμος θα πρέπει να είναι καλός αγωγός. Όταν ο κληρονόμος συνδέεται με την μεγαλύτερη μεταπολιτευτική περιπέτεια της χώρας, έστω κι αν αυτή δεν ήταν της αποκλειστικής του ευθύνης αλλά πολυπαραγοντικής αιτιολογίας, τότε δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς. Ήταν ο βασικός διαχειριστής της κρίσης, και καλώς ή κακώς αυτό είναι που μετράει, αυτό είναι που μένει. Επαναφέρει στη μνήμη, πράγματα τα οποία θα πρέπει να περάσουν στη λήθη. Αυτό το παρελθόν όμως, του στερεί την όποια προωθητική δύναμη θα μπορούσε να έχει. Και κάτι ακόμη. Θέτοντας υποψηφιότητα αναλαμβάνει και ένα ρίσκο. Αν αποτύχει, δεν θα τσαλακωθεί μόνον η δική του υστεροφημία αλλά και του ονόματος που κουβαλάει. Κάποιοι λοιπόν, θάπρεπε να τον προστατεύσουν. Δεν προσφέρεις πάντα καλή υπηρεσία, όταν γίνεσαι Βασιλικότερος του Βασιλέως. Εν πάση όμως περιπτώσει, το ρεζουμέ της υπόθεσης είναι, ότι το ΚΙΝΑΛ δεν πρέπει να βγει τραυματισμένο από αυτή τη διαδικασία. Εάν συμβεί αυτό, τότε, ας την αποχαιρετήσει οριστικά την Αλεξάνδρεια