Το έργο του σπουδαίου κομμουνιστή ζωγράφου και γλύπτη Δημήτρη Κατσικογιάννη, που φέτος συμπληρώθηκαν 31 χρόνια από τον θάνατό του, ανέδειξε η Τομεακή Επιτροπή Τρικάλων του ΚΚΕ με εκδήλωση που πραγματοποίησε το προηγούμενο Σάββατο στο Μουσείο «Δημήτρη και Λέγκως Κατσικογιάννη».
Στην εκδήλωση μίλησαν η Σαββίνα Λίτση, μέλος της Επιτροπής Πολιτισμού του ΚΣ της ΚΝΕ και ιστορικός Τέχνης, ο Γιώργος Καϊκής, μέλος της Επιτροπής Περιοχής Θεσσαλίας του ΚΚΕ και δημοτικός σύμβουλος Τρικάλων, και η Άννα Σπανοπούλου, μέλος της Πολιτιστικής Επιτροπής της ΕΠ Θεσσαλίας του ΚΚΕ και ιστορικός Τέχνης.
u Εξερευνώντας τη ζωή και το έργο του Δημήτρη Κατσικογιάννη
Στην ομιλία της, η Σαββίνα Λίτση παρουσίασε βιογραφικά στοιχεία του Δημήτρη Κατσικογιάννη, ενώ στη συνέχεια μίλησε πιο αναλυτικά για το έργο του. Συγκεκριμένα, επισήμανε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Ο Δημήτρης Κατσικογιάννης γεννήθηκε στην Καρυά Ολύμπου της Λάρισας, τον Ιούνιο του 1915, το τέταρτο από τα οχτώ παιδιά μιας φτωχής αγροτικής οικογένειας. Σε ηλικία μόλις 13 ετών ο Κατσικογιάννης δούλευε στο μπακάλικο του μπαρμπα-Κώστα Καριώτη. Εκεί, με δική του πρωτοβουλία, άρχισε να σχεδιάζει διάφορες παραστάσεις πάνω στο βούτυρο, γεγονός που εντυπωσίασε την πελατεία του μαγαζιού και έφτασε μέχρι τον τοπικό Τύπο. Έτσι, το 1934, με προτροπή του φιλότεχνου Αναστασίου Αβέρωφ, ο οποίος είδε τα νεανικά σχέδιά του στη Λάρισα, πήγε στην Αθήνα για να παρακολουθήσει μαθήματα σχεδίου και γλυπτικής πλάι στον γλύπτη Αντώνη Σώχο. Από το 1934 έως και το 1940, ο Κατσικογιάννης ήταν σπουδαστής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα, όπου σπούδασε γλυπτική με δασκάλους τους Κώστα Δημητριάδη, Μιχαήλ Τόμπρο και Θωμά Θωμόπουλο. Από την αρχή το ενδιαφέρον του εκκολαπτόμενου τότε καλλιτέχνη είχε τραβήξει η τέχνη της γλυπτικής. Το 1937, ως σπουδαστής στο εργαστήριο γλυπτικής του Κώστα Δημητριάδη, του απονεμήθηκε βραβείο γυμνού και σύνθεσης.
Το 1938 ο Κατσικογιάννης έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, το 1940, κατόπιν εργασίας του στο παράρτημα της ΑΣΚΤ στο Μουσείο των Δελφών, πάνω στην αποκατάσταση των αρχαιοτήτων, αλλά και στην απόκρυψή τους εξαιτίας του πολέμου, ο Κατσικογιάννης έλαβε υποτροφία της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής για το Παρίσι, την οποία όμως προτίμησε να μετατρέψει σε υποτροφία εσωτερικού με τη βοήθεια του δασκάλου του Δημητριάδη. Μάλιστα, τον Ιούλιο του ίδιου έτους έγινε η κρίση του διπλώματός του από την ΑΣΚΤ, το οποίο ωστόσο, εξαιτίας της αντιστασιακής του δράσης και των κομμουνιστικών του πεποιθήσεων, του απονεμήθηκε μόλις το 1962, δηλαδή 22 ολόκληρα έτη αργότερα.
Το 1941 οργανώθηκε στο ΕΑΜ. Μέχρι τις παραμονές του 1942 εργαζόταν στην Αθήνα και με την κλιμάκωση του αντιστασιακού αγώνα στα τέλη του 1941 ξαναγύρισε στο χωριό του, εγκαταλείποντας τα έργα του στην Αθήνα, για να λάβει ενεργό μέρος στον ένοπλο αντιστασιακό αγώνα. Εκεί συμμετείχε στην οργάνωση της τοπικής Λαϊκής Επιτροπής και το 1943 συμμετείχε μαζί με τον ζωγράφο Δημήτρη Οικονομίδη στο Πολιτιστικό Τμήμα του Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός, 1942-1945) της 1ης Μεραρχίας της Θεσσαλίας, στο ειδικό συνεργείο καλλιτεχνών το οποίο ανέλαβε το Τμήμα της Διαφώτισης, με σκοπό τη φιλοτέχνηση αφισών και προπαγανδιστικού υλικού. Εκεί ο Κατσικογιάννης φιλοτεχνούσε σφραγίδες για τις ανάγκες του ΕΛΑΣ, ενώ σχεδίαζε και αναπαραστάσεις των μαχών, οι οποίες δυστυχώς σήμερα δεν σώζονται.
Το 1944, μετά την Απελευθέρωση, εγκατέστησε το εργαστήριό του στη Λάρισα, όπου όπως είχε πει ο ίδιος: “Βρήκα ένα χώρο και έπεσα με τα μούτρα. Μέσα σε δύο χρόνια έκανα 100 αγάλματα, 4 μεγάλες συνθέσεις, 500 συνθέσεις. Γκρέμισα νοερώς όλα τα αγάλματα απ’ όλες τις πλατείες των Αθηνών κι έστησα την ΕΑΜική Αντίσταση παντού. Νοερώς όπου υπήρχε χώρος, έστησα αγάλματα και ήταν μέσα κι όλη η σφαγή κι όλοι οι διωγμοί και όλη η έξαρση του λαού”.
Τα έργα που παρήγαγε o Κατσικογιάννης από το 1944 έως το 1946, και τα οποία ο ίδιος είχε χωρίσει στις θεματικές ενότητες “Λευτεριά και Ανεξαρτησία”, “Διαμαρτυρία”, “Ο επικός αγώνας της γυναίκας” και “Καλάβρυτα”, καταστράφηκαν αμέσως μετά την έναρξη του Εμφυλίου, λόγω βανδαλισμού της οικίας του, στον Άγιο Κωνσταντίνο της Λάρισας, από ανθρώπους της Κρατικής Ασφάλειας, κατόπιν κατάδοσής του από γειτονικό του πρόσωπο. Ο Κατσικογιάννης αναγκάστηκε να καταφύγει στο βουνό με μια ομάδα ανταρτών που κατευθύνθηκε από το Μαυροβούνι στην Πίνδο. Τον Σεπτέμβριο του 1947 εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ), ανεβαίνοντας στο βουνό με αντάρτικες ομάδες, όπως μας πληροφορεί ο ίδιος σε συνέντευξή του στον “Ριζοσπάστη”. Εκεί ασχολήθηκε με τη φιλοτέχνηση αφισών, τις οποίες σκάλιζε πάνω σε πλάκες από καουτσούκ και τις τύπωνε σε ένα αυτοσχέδιο πιεστήριο. (…)».
uΤο έργο του στοχεύει στην ανάδειξη της ταξικής πάλης
«Το έργο του Δημήτρη Κατσικογιάννη αφομοιώνει γόνιμα και δημιουργικά τις μοντερνιστικές τάσεις στη ζωγραφική, χωρίς ωστόσο να χάνει τον παραστατικό του χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν υπάρχει κάποια σύνθεσή του που να μην έχει την ανθρώπινη μορφή. Αν και ακολουθεί ένα πιο αυστηρά οριοθετημένο σχέδιο στις συνθέσεις του, καθώς σε αυτές παρατηρούμε μία έντονη γραμμικότητα, τόσο τα έντονα χρώματα που συχνά επιλέγει, όσο και ο σχηματικός, τρόπος απόδοσης των σωμάτων και των χαρακτηριστικών των προσώπων με τις παραμορφώσεις στις αναλογίες, απέχουν πολύ από μία φυσιοκρατική προσέγγιση.
Στο επίκεντρο της τέχνης του είναι πάντα ο άνθρωπος και δη ο άνθρωπος του μόχθου και της βιοπάλης, ο απλός “λαϊκός” και καταπιεσμένος άνθρωπος, ο “προλετάριος” αγωνιστής και ο πρωτοπόρος στους ταξικούς αγώνες κομμουνιστής, σε αντιδιαστολή με το καπιταλιστικό σύστημα και τους φορείς του. Η έννοια του “λαού”, στο έργο του, δηλώνει το ταξικά προσδιορισμένο κοινωνικό σώμα της εργατικής τάξης, των φτωχών αγροτών και όσων συνολικά είναι αντικείμενο εκμετάλλευσης από το καπιταλιστικό σύστημα. Το έργο του Κατσικογιάννη είναι από τις λίγες περιπτώσεις που είναι τόσο ξεκάθαρα ταξικά προσανατολισμένο, διαποτισμένο από τις αξίες και τα ιδανικά της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Εξάλλου, και για τον ίδιο το ζητούμενο ήταν να συμβάλει με την τέχνη του στην επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας.
Ο Κατσικογιάννης συνήθιζε να κατατάσσει τα έργα του σε θεματικές “οικογένειες”, όπως είναι η Κατοχή, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος, οι Εξορίες, οι Φυλακές, η Χούντα, το Πολυτεχνείο, ο Πόλεμος και η Ειρήνη, ο Καπιταλισμός, η Γυναίκα, η Μαχόμενη Αγροτιά, η Μάνα, αλλά και πολλές άλλες. Η εικονογραφία του, που εμπνέεται από τη δράση και την ιστορία του εγχώριου κομμουνιστικού κινήματος, η επίμονη ενασχόλησή του με την ανθρώπινη μορφή και ειδικότερα με τις “μαρτυρικές” μορφές των αγωνιστών της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, αποτελεί την ουσία της τέχνης του. Το έργο του παίρνει θέση μάχης απέναντι στα γεγονότα της εποχής του, στοχεύει στην ανάδειξη της ταξικής πάλης και την αναγκαιότητά της, απαιτεί το έργο τέχνης να μη στέκεται μόνο στην κοινωνική κατακραυγή ενάντια στην κοινωνική καταπίεση, αλλά να υποδεικνύει ότι ο κόσμος πρέπει να αλλάξει.
Ο Δημήτρης Κατσικογιάννης ανήκε στην περήφανη “δρακογενιά” της ΕΑΜικής Αντίστασης και του ΔΣΕ, αφιερώνοντας τη ζωή και το έργο του στις ιδέες και τα ιδανικά του και συνδέοντάς τα άρρηκτα με τους κοινωνικούς αγώνες της εποχής του, τιμώντας τον τίτλο του μέλους του ΚΚΕ έως το τέλος της ζωής του. Μετά τον θάνατό του, το 1993, το έργο του έγινε δωρεά στον Δήμο Τρικάλων από τους Ιωάννη Ζιώγα και Πηνελόπη Χρυσικού, τα αδέρφια δηλαδή της συζύγου του, Λέγκως Κατσικογιάννη, και στεγάστηκε έως το 1998 στο κτίριο της Δωροθέας Σχολής Τρικάλων.
Σήμερα, 31 χρόνια μετά τον θάνατο του Δημήτρη Κατσικογιάννη, το έργο του βρίσκεται δίπλα σε ένα αμαξοστάσιο της Δημοτικής Επιχείρησης Υδρευσης- Αποχέτευσης ς Τρικάλων (ΔΕΥΑΤ), εντός του κτιρίου των πρώην ψυγείων της εταιρείας “ΑΓΡΕΞ”. Το κτίριο του μουσείου βρίσκεται έξω από τον αστικό ιστό των Τρικάλων, γεγονός που δυσκολεύει την πρόσβαση σε αυτό. Οι επισκέψεις στον χώρο γίνονται αποκλειστικά κατόπιν αδειοδότησης και προγραμματισμένου ραντεβού με τον δήμο, μόνο τις ώρες που λειτουργεί το αμαξοστάσιο-εργοτάξιο της ΔΕΥΑΤ, ενώ δεν υπάρχει κάποια φροντίδα ή φύλαξη του χώρου του Μουσείου.
Τα πάνω από 2.000 έργα του Δημήτρη Κατσικογιάννη που βρίσκονται εδώ -περίπου 1.200 έργα ζωγραφικής σε ξηρό παστέλ και πάνω από 120 ανάγλυφα και γλυπτά σε γύψο- παραμένουν αταξινόμητα, χωρίς καταλογογράφηση, σε έναν χώρο ακατάλληλο για μουσειακή και εκθεσιακή χρήση, ο οποίος συν τοις άλλοις έχει εγκαταλειφθεί στη φθορά του χρόνου και φέρει σοβαρές ζημιές. Τα έργα του Κατσικογιάννη -εκτιθέμενα και μη- βρίσκονται σε άσχημη κατάσταση, καθώς έχουν προσβληθεί από μούχλα, σε τόσο μεγάλο βαθμό, που κινδυνεύουν να καταστραφούν, εάν δεν συντηρηθούν από ειδικούς συντηρητές το συντομότερο δυνατό. Τόσο ο Δήμος Τρικάλων, όσο και το κράτος φέρουν ουσιαστική ευθύνη για την απαξίωση αυτής της δωρεάς των έργων του Δημήτρη Κατσικογιάννη.
Ως αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, το έργο του αγωνιστή καλλιτέχνη παραμένει κατά κύριο λόγο άγνωστο στο ευρύ κοινό, ενώ και η Ιστοριογραφία της Τέχνης μοιάζει να το αγνοεί, γεγονός που εγείρει πολλά ερωτήματα και προβληματισμούς, για τη διαχείριση της ιστορικής μνήμης και της πολιτιστικής κληρονομιάς από τους επίσημους φορείς. Κρίνεται επομένως επιτακτική η ανάγκη το έργο του να διασωθεί, να ταξινομηθεί, να ψηφιοποιηθεί, και κατόπιν να εκτεθεί στο σύνολό του, ούτως ώστε να είναι προσιτό σε όλους. Εξάλλου αυτός ήταν και ο διακαής πόθος του αγωνιστή καλλιτέχνη, το έργο του να στεγαστεί σε ένα μουσείο ανοιχτό σε όλους, το “Μουσείο Φιλίας και Αντίστασης των Λαών”. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε, “Το έργο μου πηγάζει από τον λαό και μόνο σε αυτόν ανήκει” (…) “Κάποτε τα έργα μου πρέπει να επιστρέψουν στον μεγάλο μου δάσκαλο: ΤΟ ΛΑΟ”».
u Οι καλλιτέχνες της περιοχής μας και η συνεισφορά τους στην αντίσταση του λαού
Η Άννα Σπανοπούλου μίλησε για τους καλλιτέχνες της Θεσσαλίας και τη συνεισφορά τους στην ΕΑΜική Αντίσταση. Συγκεκριμένα σημείωσε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Από τις πρώτες μέρες της Κατοχής διοργανώνονται στις πόλεις εκδηλώσεις, θεατρικές, μουσικοφιλολογικές και άλλες, για την εμψύχωση και τη ζύμωση στον λαό της ιδέας της Αντίστασης. Ο Κίτσος Μακρής, στον Βόλο, διακοσμεί την αίθουσα και ζωγραφίζει το πρόγραμμα εκδήλωσης αφιερωμένης στον Κωστή Παλαμά. Ο Πωλ (Κώστας Παύλου) και ο Γ. Γούλας διοργανώνουν με μεγάλη επιτυχία θεατρικές παραστάσεις με τον “Ρήγα Βελεστινλή” του Β. Ρώτα. Ο Αγ. Αστεριάδης από τους πρώτους οργανώνεται στο ΕΑΜ Καλλιτεχνών και δημοσιεύει χαρακτικά με περιεχόμενο πατριωτικό (εικονογραφημένα δημοτικά τραγούδια σε μονόφυλλα), μαζί με τον φίλο του Σπύρο Βασιλείου. Ο Κατσικογιάννης με τον Οικονομίδη, από την Καρυά, τυπώνουν προπαγανδιστικό υλικό για την περιοχή της Ελασσόνας.
Σάρκα από τη σάρκα του λαού μας, καλλιτέχνες, απόφοιτοι ή φοιτητές ακόμη της ΑΣΚΤ, όπως ο Δημήτρης Γιολδάσης και ο Γιώργος Γούλας (1919- 2015) από την Καρδίτσα, ο Δημήτρης Κατσικογιάννης, ο Δημήτρης Οικονομίδης, ο Ζήσης Τσαπράζης, ο Κώστας Θετταλός – Κουλουμπάρδος (1905-1992), ο Θανάσης Φάμπας από το Βόλο, που συμμετείχαν προσωπικά στην Αντίσταση, οι περισσότεροι ανέβηκαν στο βουνό.
Από τους καλλιτέχνες που αναφέρθηκαν, πολλοί έχουν δηλώσει την άποψή τους για τη “χρησιμότητα” της Τέχνης τους για την άνοδο του επιπέδου του λαού μας. Είναι ενημερωμένοι για τα καλλιτεχνικά ρεύματα στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά επιλέγουν να ζωγραφίζουν παραστατικά, ρεαλιστικά συνήθως, όχι όμως ακαδημαϊκά, τουλάχιστον στα έργα τους που έχουν ως αντικείμενο τις εμπειρίες τους και τις πολιτικές – κοινωνικές εξελίξεις. Φαίνεται σαφώς ότι έχουν πλήρη επίγνωση της αποστολής τους, ως παιδαγωγών του λαού, ως ευαίσθητων κεραιών της εποχής τους, που αποδίδουν ως αντίδωρο στον λαό όσα με μόχθο τους πρόσφερε ανά τους αιώνες. Ακόμα περισσότερο, να τον στηρίξουν στον αγώνα του να αλλάξει τον κόσμο. Πόσο επίκαιρο και πόσο επείγον είναι αυτό στις μέρες μας!».
uΟ πρωτοπόρος ρόλος του ΚΚΕ για να γίνει το έργο του Δ. Κατσικογιάννη «κτήμα» του λαού
Ο Γιώργος Καϊκής στάθηκε στη διαχρονική προσπάθεια του ΚΚΕ για την ανάδειξη του έργου του Δημήτρη Κατσικογιάννη, σημειώνοντας μεταξύ άλλων τα εξής:
«Το ΚΚΕ, με παρεμβάσεις και Ερωτήσεις, έχει αναδείξει την ανάγκη να ληφθούν όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διάσωση των έργων, αφού η σημερινή κατάσταση θέτει σε κίνδυνο τα έργα του καλλιτέχνη εξαιτίας της υγρασίας, της έλλειψης θέρμανσης, απειλής από πυρκαγιά και κλοπή, ότι το μουσείο στερείται λειτουργικότητας, καθόσον απουσιάζουν stand, υπομνηματικά κείμενα και προθήκες για τα προπλάσματα, ζητήματα που αφορούν στην προσβασιμότητα, στη σήμανση, στον καθαρισμό περιβάλλοντος χώρου, στον φωτισμό, στην ασφάλεια του κτιρίου. Επίσης επιδίωξη ήταν και παραμένει η ανοιχτή λειτουργία του Μουσείου με το κατάλληλο προσωπικό και κυρίως η απαίτηση για ανεύρεση ή κατασκευή νέου χώρου που να πληρεί τις προϋποθέσεις ενός σύγχρονου Μουσείου.
Ταυτόχρονα στο πλαίσιο της ανάπλασης και της πλατείας Εθνικής Αντίστασης ως “Λαϊκή Συσπείρωση” προτείναμε κατά την πρώτη φάση της μελέτης την τοποθέτηση γλυπτών έργων του Κατσικογιάννη. Η αρχική συμφωνία της δημοτικής αρχής μετατράπηκε στην πορεία σε αδυναμία υλοποίησης της παραπάνω πρότασης, με την αιτιολογία ότι τα γύψινα γλυπτά δεν αντέχουν σε εξωτερικούς χώρους. Όμως είναι τραγικό, ολόκληρος δήμος και οι υπηρεσίες του, να μη γνωρίζουν ότι ο ίδιος ο δημιουργός προέβλεψε με το προσύμφωνο Δωρεάς αρ. 36309-1992 ότι ο Δήμος Τρικαίων έχει την υποχρέωση τα ανάγλυφα σε γύψο να τα μετατρέψει (εγχύσει) σε ορείχαλκο με φροντίδα και δαπάνες του. Επομένως δεν χωράει καμιά δικαιολογία για την απόρριψη του αιτήματος της “Λαϊκής Συσπείρωσης”. Το σίγουρο είναι ότι θα επιμείνουμε. Η τελευταία παρέμβαση για την κατάσταση του Μουσείου έγινε με ανακοίνωση της ΤΕ Τρικάλων του ΚΚΕ από την οποία προέκυψε αντίστοιχη Ερώτηση του Κόμματος στη Βουλή τον Απρίλη του 2022 .
Το ζήτημα της διάσωσης, της διαφύλαξης, της αξιοποίησης του έργου του Δημήτρη Κατσικογιάννη, ώστε να γίνει κτήμα του λαού μας, περνά μέσα από τη συλλογικά οργανωμένη διεκδίκηση των φορέων του λαϊκού κινήματος».