Η Μπέττυ Χατζηγάκη ανασύρει από τη μνήμη της τα παιδικά της χρόνια και παραθέτει τις αναμνήσεις της από το αλπικό χωριό της Θεσσαλίας, το Περτούλι.
Σε κείμενό της που αναρτήθηκε στο ταξιδιωτικό site wetravell.gr η Τρικαλινή δικηγόρος-ιδιοκτήτρια του εμβληματικού “Αρχοντικού Χατζηγάκη”, μοιράζεται με τους αναγνώστες τις εμπειρίες της ζωής της στο ορεινό θέρετρο της περιοχής μας, τις βόλτες στα δάση, τα παιχνίδια Χριστούγεννα και Πάσχα, τους ιδιαίτερους δεσμούς και την αγάπη που έχει η οικογένειά της για το χωριό. Αξίζει να αφιερώσετε λίγα λεπτά για να το διαβάσετε:
“Το χωριό μου το Περτούλι_Τρικάλων το κρατώ πάντα σε ιδιαίτερο μέρος μέσα στην καρδιά μου. Οι πιο ευχάριστες αναμνήσεις μου έχουν φόντο το ελατόδασος, το ποτάμι και τα λιβάδια με τις καφέ αγελάδες να τεμπελιάζουν τριγύρω. Όλα ξεκίνησαν από την αγάπη της οικογένειας για τον πατρογονικό τούτο τόπο. Κάθε καλοκαίρι, το πρόγραμμα ήταν συγκεκριμένο: δυο εβδομάδες στο νησί και μετά στο χωριό ως το άνοιγμα των σχολείων. Ολόκληρη οικογένεια και από τις δυο πλευρές, οπωσδήποτε ραντεβού στο χωριό για τον δεκαπενταύγουστο. Ξέραμε πως, ο κόσμος να χαλάσει, θα μαζευόμασταν όλα τα ξαδέλφια, θα λέγαμε τα νέα μας, θα παίζαμε «τα σπιτάκια» στα χαλάσματα του μισογκρεμισμένου οικογενειακού αρχοντικού, θα κάναμε ιππασία με τα άλογα του αγαπημένου μπάρμπα Τάκη, εκδρομές στο Καταφύγιο του Κόζιακα για να μαζέψουμε τσάι, εξερευνήσεις στα μαντριά της Μπουντούρας, για χαμομήλι στη «Μάνα» και για βατραχάκια στο ποτάμι, τα καθιερωμένα πικ νικ της γιαγιάς Νίνας για να καθαρίσουμε τα ξωκκλήσια της περιοχής και μετά τραγούδι και φαγητό. Τι όμορφος και περίεργος φάνταζε ο κόσμος του δάσους!
Τέλος, ο ετήσιος διαγωνισμός, ποιος θα μαζέψει τις περισσότερες αγριοφράουλες ή, στην γλώσσα του χωριού, «χαμοκέρασα», με τα οποία η γιαγιά Μπέττυ και η θεία Μήτσα θα φτιάχναν την καλοκαιρινή μαρμελάδα, η γεύση της οποίας μέχρι σήμερα μου φέρνει στο μυαλό τη νοσταλγία της παιδικής μου ηλικίας. Μετά ερχόταν σιγά σιγά ο χειμώνας και η φύση άλλαζε την φορεσιά της. Περιμέναμε πως και πως με τον αδερφό μου τον Μιχάλη να πέσει το πρώτο χιόνι να πάμε με τον θείο Δημήτρη για σκι στο καινούργιο τότε χιονοδρομικό που το είχαμε πολύ καμάρι. Ώρες ατελείωτες για σκι και μετά langlauf δικής μας ανακάλυψης, χωρίς καμία αίσθηση κινδύνου σκέφτομαι τώρα, μπροστά ο Μιχάλης, πίσω εγώ, να εξερευνούμε απάτητα μονοπάτια, με την ελπίδα να δούμε κάποιο ελάφι ή ζαρκάδι που εμφανίζονταν που και που στα ξέφωτα, για να το πούμε με χαρά και καμάρι σε γονείς και φίλους.
Μετά ερχόταν σιγά σιγά ο χειμώνας και η φύση άλλαζε την φορεσιά της. Περιμέναμε πως και πως με τον αδερφό μου τον Μιχάλη να πέσει το πρώτο χιόνι να πάμε με τον θείο Δημήτρη για σκι στο καινούργιο τότε χιονοδρομικό που το είχαμε πολύ καμάρι. Ώρες ατελείωτες για σκι και μετά langlauf δικής μας ανακάλυψης, χωρίς καμία αίσθηση κινδύνου σκέφτομαι τώρα, μπροστά ο Μιχάλης, πίσω εγώ, να εξερευνούμε απάτητα μονοπάτια, με την ελπίδα να δούμε κάποιο ελάφι ή ζαρκάδι που εμφανίζονταν που και που στα ξέφωτα, για να το πούμε με χαρά και καμάρι σε γονείς και φίλους. Ακολουθούσαν τα Χριστούγεννα, μοναδική εμπειρία στο χωριό. Οι προεργασίες ξεκινούσαν με εξορμήσεις στο χιονισμένο ελατόδασος με το κόκκινο τζιπάκι του μπαμπά για να κόψουμε κλαριά ελάτης ή αλλιώς «μπάτσες» για να στολίσουμε το σπίτι. Εγώ με το Μιχάλη να στολίζουμε με τις υποδείξεις της μαμάς και οι μεγάλοι να ετοιμάζουν γλυκά και φαγητά για οικογένεια και φίλους που θα έρχονταν από την Αθήνα. Η γιαγιά Νίνα να ετοιμάζει την γαλοπούλα με την γέμιση, η γιαγιά Μπέττυ την παραδοσιακή κοτόπιτα και την σούπα. Θυμάμαι τα γλέντια των μεγάλων ως το πρωί και όλα τα ξαδέλφια να παρακολουθούμε κρυφά από τη σκάλα και να χασκογελάμε. Ακόμα δεν κοιμηθήκατε; Πως θα ξυπνήσετε το πρωί για την εκκλησία; Και μετά, κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς όλα τα ξαδέλφια στρωματσάδα μπροστά στο μεγάλο παράθυρο, κάτω από το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, δίπλα στο τζάκι, με την ελπίδα να δούμε απέναντι στην κορυφογραμμή τον Άγιο Βασίλη στο έλκηθρό του. Και αλήθεια, νομίζω πως κάποτε τον είδα!
Και περνούσε ο χειμώνας και το τοπίο άρχιζε πάλι να αλλάζει. Το χιόνι να φαίνεται πια μόνο στις κορυφές των βουνών, ο καιρός να γλυκαίνει, το χορτάρι να πρασινίζει, οι φυλλωσιές στα δέντρα να φουντώνουν και να σκάνε τα πρώτα μπουμπούκια στους χειμωνανθούς και στα κρίνα, δίνοντας κίτρινο τόνο στο πράσινο τοπίο.
Πλησιάζοντας το Πάσχα, ξεκινάμε να μαζευόμαστε όλοι μαζί, έρχονται και οι Αθηναίοι. Αυτή την εποχή οι εξερευνήσεις στο βουνό έχουν συγκεκριμένους προορισμούς: στο μισογκρεμισμένο νερόμυλο να δούμε αν ξεφούσκωσε το ποτάμι (πάντα κρυφά από τους μεγάλους). Αν η στάθμη του νερού είχε πέσει, θα περνούσαμε απέναντι πετρούλα-πετρούλα και μετά στο γεφύρι του Χατζηπέτρου και στη βλαχόστρατα, τάχα μου για να ενημερώσουμε επιστρέφοντας τους μεγάλους αν «περνάει» ο δρόμος», πάντα μούσκεμα και πτώματα από κούραση.
Το βράδυ της Ανάστασης όλοι με τα καλά μας στην εκκλησία του Σωτήρος, να περιμένουμε εξαντλημένοι τη δεύτερη Ανάσταση για να μεταλάβουμε. Την ημέρα του Πάσχα, οι άντρες να ετοιμάζουν τις σούβλες με τα αρνάκια που έφερνε πάντα ο μπάρμπα Τάκης μαζί με φέτα που είχε πήξει μόνος του. Οι γυναίκες να στρώνουν το τεράστιο τραπέζι, και εμείς, «χαμένα» στα λιβάδια, να παίζουμε το κυνήγι των αυγών, που μας είχαν ετοιμάσει από την προηγούμενη ημέρα η Θάλεια και η Όλγα που ήταν τότε φοιτήτριες στην Αγγλία.
Τώρα που μεγάλωσα και έχω κάνει τη δική μου οικογένεια, σκέφτομαι πως όλη η αγάπη και το δέσιμο της οικογένειας θεμελιώθηκαν επάνω σ ’αυτές τις μοναδικές, κοινές μας αναμνήσεις και βιώματα από το Περτούλι. Πόση αγάπη υπήρχε γύρω από αυτά τα τραπέζια! Σήμερα τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Το παλιό αρχοντικό αποκαταστάθηκε από τον πατέρα μου, ο οποίος νιώθω πως έβαλε στα υλικά του όλη την αγάπη του για την οικογένεια και το χωριό και έγινε ξενοδοχείο https://www.chatzigaki.gr και εγώ από την πλευρά μου προσπαθώ να δώσω σε κάθε επισκέπτη μια γεύση από το δικό μου Περτούλι…”