Του Αποστόλη Β.Παππά
Δημοτικού Συμβούλου
Δήμου Τρικκαίων.
Όσοι περίμεναν να βγει λευκός καπνός, αν υπήρχαν τέτοιοι, από την συνάντηση Δένδια-Τσαβούσουγλου απογοητεύθηκαν. Για όσους έχουν στοιχειώδη αντίληψη των κανόνων της διπλωματίας, η αποτυχία της συνάντησης ήταν δεδομένη. Μη δεδομένη ήταν η εξέλιξη της κοινής συνέντευξης των δύο ΥΠΕΞ μετά το πέρας των συνομιλιών. Για τον εξής απλό λόγο. Ποτέ οι ΥΠΕΞ δύο χωρών δεν συναντώνται να επιλύσουν ένα ζήτημα, το οποίο σέρνεται για χρόνια, χωρίς να προηγηθεί η ανάλογη προετοιμασία. Προηγείται συνήθως μια συζήτηση εν αρχή σε τεχνοκρατικό επίπεδο, στη συνέχεια σε επίπεδο μεσαίων πολιτικών στελεχών, και εάν υπάρξει καταληκτικό αποτέλεσμα, τότε ορίζεται και η συνάντηση σε επίπεδο κορυφής. Κατά τη συνάντηση των ΥΠΕΞ επικυρώνεται κατά επίσημο πλέον τρόπο, αυτό το οποίο συμφωνήθηκε σε τεχνοκρατικό και πολιτικό επίπεδο από τους διαπραγματευτές των δύο χωρών. Αυτή είναι χονδρικά η ακολουθία των κινήσεων, όταν δύο χώρες προσπαθούν να επιλύσουν τις διαφορές τους. Εκτός, κι αν πρόκειται για κάποια ξαφνική εμπλοκή, οπότε, τότε ενδεχομένως να ενδείκνυται μια βεβιασμένη συνάντηση των ΥΠΕΞ. Εδώ όμως, δεν έχουμε τέτοια περίπτωση. Κατά την πρόσφατη συνάντηση Δένδια-Τσαβούσογλου δεν προηγήθηκε καμία προετοιμασία σε τεχνοκρατικό και διπλωματικό επίπεδο. Τι θα μπορούσε να περιμένει κανείς από μια ωριαία ή δίωρη συνομιλία των δύο ΥΠΕΞ; Να καταλήξουν σε κάποια συγκεκριμένη συμφωνία για ζητήματα τα οποία ταλανίζουν τις δύο χώρες δεκαετίες τώρα, όταν μάλιστα η ατμόσφαιρα είναι αρκετά φορτισμένη; Όταν έχουν προηγηθεί 62 γύροι διερευνητικών επαφών, όταν έχουν γίνει πάμπολες συζητήσεις σε πολιτικό επίπεδο, όταν κατά το παρελθόν έχουν υπάρξει αρκετές συναντήσεις ΥΠΕΞ η ακόμη και Πρωθυπουργών, και παρόλα αυτά όλα τα ανοιχτά ζητήματα βρίσκονται στο σημείο μηδέν. Να προσθέσουμε εδώ, ότι παλαιότερα οι συζητήσεις γινόντουσαν σε πολύ καλύτερο κλίμα, χωρίς τις εντάσεις των τελευταίων ετών, που έφεραν τις δύο χώρες κοντά σε ένα θερμό επεισόδιο. Τι θα μπορούσε να συμβεί τώρα, τι εν πάση περιπτώσει ήταν εκείνο που άλλαξε δραματικά και θα μπορούσε να ανοίξει έναν δίαυλο επικοινωνίας που θα οδηγούσε σ’ ένα κάποιο αποτέλεσμα. Λογικεύθηκε ξαφνικά η Τουρκία και άφησε κατά μέρος τις όποιες νέο-οθωμανικές της βλέψεις; Προφανώς όχι.
Καταρχήν να πούμε, ότι τη συνάντηση αυτή την προκάλεσε η Τουρκία. Η αλήθεια είναι, ότι η Ελληνική διπλωματία ξαφνιάστηκε. Επίσης αλήθεια είναι, ότι όλους μυημένους και αμύητους μας ξάφνιασε. Η Αθήνα ερωτώμενη αν αποδέχεται την πρόσκληση απαντούσε με το γνωστό μοτίβο. Εάν το επιτρέψουν οι συνθήκες, δηλαδή εάν τα πράγματα ηρεμήσουν, τότε ίσως να γίνει η συνάντηση των δύο ΥΠΕΞ.
Γιατί όμως η Τουρκία αποφάσισε ξαφνικά να γίνει μια συνάντηση κορυφής, χωρίς την αναγκαία προετοιμασία; Τι προσδοκούσε; Να διευθετηθούν τα προβλήματα, η έστω να δρομολογηθούν κάποιοι βηματισμοί για την επίλυση τους; Γνώριζε, ότι κάτι τέτοιο ήτο αδύνατον. Την προκάλεσε καθαρά για επικοινωνιακούς λόγους. Ήταν ένα παιχνίδι τακτικής από τη μεριά της Τουρκίας. Δεν υπήρχε ειλικρινής πρόθεση. Ορίστε, είμαι έτοιμη να συζητήσω ακόμη και σε ανώτατο επίπεδο. Γι΄ αυτό και η πρόσκληση την τελευταία στιγμή για συνάντηση του κ. Δένδια με τον κ. Ερντογάν. Τότε εμείς γιατί την αποδεχθήκαμε; Μια απόρριψη της η Τουρκία θα τη χρησιμοποιούσε ως άρνηση της χώρας μας για διάλογο. Τους καλούμε για συζήτηση και αυτοί αρνούνται, θά ταν το επιχείρημα τους. Και θα έπιανε, όταν όλοι μας προτρέπουν να τα βρούμε. Κανείς δεν θα ασχολούνταν με το βάσιμο της αιτιολογίας της άρνησης. Το ‘’μουντζούρη’’, εμείς θα το χρεωνόμασταν. Η Άγκυρα, με την πρωτοβουλία της αυτή ήθελε να αποδυναμώσει δύο πράγματα.
Το πρώτο. Η παραβατική της συμπεριφορά έχει καταγγελθεί από Ελλάδα και Κύπρο στην ΕΕ, και στο τραπέζι του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου υπάρχει έστω και υπό μορφή προειδοποιήσεως, μια σειρά κυρώσεων σε περίπτωση που επιμείνει σ΄αυτή της τη συμπεριφορά. Η πρωτοβουλία της λοιπόν θά ταν μια επίδειξη καλής διαγωγής, που θα παρήγαγε θετικά αποτελέσματα.
Το δεύτερο που την ενοχλεί, το έχει δείξει άλλωστε κατά έναν έντονο τρόπο, είναι η συμμαχία που οικοδομείται μεταξύ Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ-Αιγύπτου-Σαουδικής Αραβίας-Ην. Αραβικών Εμιράτων. Η Ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία για την ΑΟΖ την σεληνίασε Ο συνδετικός κρίκος αυτής της συμμαχίας είναι η Ελλάδα. Η χώρα μας είναι το σημείο αναφοράς. Το φόρουμ φιλίας με τη συμμετοχή των παραπάνω χωρών δεν έγινε τυχαία στη χώρα μας, και ήταν αυτό που προκάλεσε νευρικό κλονισμό στην Άγκυρα.
Η συμμαχία αυτή χτίζεται πάνω στη βάση της αντιηγεμονικής των στάσης απέναντι στην Τουρκία. Δεν θέλουν η Τουρκία να αναδειχθεί σε περιφερειακή υπερδύναμη της περιοχής, που θα λύνει και θα δένει κατά το δοκούν . Αυτή είναι η βασική συγκολλητική ουσία. Η συμμαχία αυτή έχει την αμερικανική ενθάρρυνση, προκειμένου να αποτελέσει το ανάχωμα απέναντι στον Τουρκικό νέο-οθωμανικό αναθεωρητισμό.Η Άγκυρα πίστευε, ότι η εκπομπή μιας αρμονικής και ειδυλλιακής εικόνας με την Αθήνα, θα έσπαγε ή έστω θα ράγιζε τους αρμούς αυτής της συμμαχίας.
Δεν γνωρίζω τι διημείμθη πίσω από τις κλειστές πόρτες. Από την εξέλιξη όμως της κοινής συνέντευξης των δύο ΥΠΕΞ μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι δεν ευρέθη ένας ελάχιστος κοινός τόπος συνεννόησης. Εάν στο παρασκήνιο έχει επιτευχθεί κάτι το θετικό, δεν το τινάζεις στον αέρα on camera.
Ο κ. Τσαβούσογλου στην τοποθέτηση του προσπάθησε να λειάνει τα πράγματα. Χρησιμοποίησε έναν στρογγυλεμένο λόγο, με μόνη εξαίρεση την αναφορά στη μειονότητα της Θράκης. Ήθελε να περάσει μια ωραιοποιημένη εικόνα, ότι δηλαδή είμαστε εδώ και τα βρίσκουμε και μάλιστα με δική μας πρωτοβουλία. Πίστευε ότι αυτή η εικονική πραγματικότητα θα έστελνε ένα μήνυμα, που αφενός θα λειτουργούσε καταπραϋντικά στους κόλπους της ΕΕ, και αφετέρου θα επηρέαζε αρνητικά και θα δρούσε απογοητευτικά στην οικοδομούμενη με το Ισραήλ και τις αραβικές χώρες συμμαχία.
Ο επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας έχοντας συνειδητοποιήσει και από την συνομιλία του με τον κ. Ερντογάν αλλά και από αυτήν με τον κ. Τσαβούσογλου ότι η όλη προσπάθεια ήτο μια καλοστημένη παγίδα, δείχνοντας εξαιρετικά αντανακλαστικά και αξιοποιώντας την πάσα που του έδωσε ο κ. Τσαβούσογλου με την αναφορά του στο μειονοτικό της Θράκης απασφάλισε, και αποφάσισε να τους ξεμπροστιάσει. Σε ευθεία on camera αντιπαράθεση με τον κ. Τσαβούσογλου, υπερβαίνοντας τους κανόνες της διπλωματικής δεοντολογίας, έθεσε όλο το πλέγμα των ελληνοτουρκικών διαφορών. Ειπώθηκαν όλα. Τουρκικές παραβιάσεις στον αέρα και στη θάλασσα, θαλάσσιες ζώνες, συνθήκη της Λωζάνης, μειονότητα της Θράκης αποστρατικοποίηση των νησιών, εργαλοιοποίηση του μεταναστατευτικού, casus belli. Έτσι, κατά πολύ παραστατικό τρόπο γνωστοποίησε στη διεθνή κοινότητα το σύνολο των διαφορών μας με την Τουρκία, και ταυτοχρόνως έστειλε και το μήνυμα στους γνωστούς αποδέκτες, ότι κατά την εδώ επίσκεψη μου σ΄ένα πράγμα συμφωνήσαμε. Ότι διαφωνούμε σχεδόν σε όλα, με ευθύνη της Τουρκίας, η οποία επιμένει σ΄ένα μαξιμαλιστικό πλαίσιο, το οποίο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Όταν όλα αυτά τα ζητήματα συζητώνται on camera, δια της εις άτοπον απαγωγής προκύπτει, ότι παρασκηνιακά δεν συμφωνήθηκε απολύτως τίποτε.
Όλες αυτές οι τοποθετήσεις του κ. Δένδια και μάλιστα σε οξύ και αιχμηρό τόνο, ακύρωσαν τους σχεδιασμούς της τουρκικής διπλωματίας, η οποία έδειξε αιφνιδιασμένη και αμήχανη. Προς το τέλος έχασε και την ψυχραιμία της απαγορεύοντας τον έλληνα ΥΠΕΞ να τοποθετηθεί, αλλά μετά από παρέμβαση του κ. Τσαβούσογλου του εδόθη ο λόγος.
Μετά τα όσα συνέβησαν on camera για ένα πράγμα είμαι βέβαιος. Ο κ. Δένδιας απήλαυσε το Ιφτάρ, μιας και πεινούσε εξαιρετικά. Για τον κ. Τσαβούσογλου δεν είμαι και τόσο βέβαιος. Μάλλον θα τούκατσε βαρύ.
Ίσως το Σοχούρ να τούπεσε πιο ελαφρύ.