Του Μητροπολίτου Αὐλῶνος Χριστοδούλου, DEA Πατρολογίας
Α. Ἐχθρός τῆς φύσεως καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου
- Τῆς ἁμαρτίας εὑρετής
Ὁ λόγος γιά τόν ἀρχέκακο καί τῆς ἁμαρτίας εὑρετή καί δημιουργό διάβολο[1] δέν εἶναι ποτέ εὐχάριστος· εἶναι, ὅμως, ἐπωφελής καί σωτήριος, γιατί ἐκεῖνος εἶναι ἐχθρός καί πολέμιος τοῦ ἀνθρώπου καί κατά συνέπεια ὅλοι πρέπει νά γνωρίζουν ὅσα ἀφοροῦν σ’ αὐτόν.[2]
Εἶναι πονηρό θηρίο[3], εἶναι πανοῦργος καί πολύπλοκη ἡ κακουργία του[4]. Ὁ διάβολος εἶναι ὁ ἀρχηγέτης τῶν δαιμόνων[5]. Εἶναι ψεύτης καί δέ λέει ποτέ τήν ἀλήθεια[6], γιατί τό ψέμμα εἶναι δική του ἐφεύρεση[7]. Ἡ συμβουλή του εἶναι «ὀλέθριος καί θανάσιμος»[8]· αὐτή ἀπογύμνωσε τόν ἄνθρωπο ἀπό ὅλα τοῦ Θεοῦ τά ἀγαθά[9], καθότι ἡ Εὔα «ψυχρᾶς ὑποσχέσεως ἐλπίδι φυσηθεῖσα τούς τοῦ Θεοῦ νόμους κατεπάτησεν»[10].
Ὁ διάβολος εἶναι ἀνδραποδιστής[11], «ἀκατάλλακτος (ἀδιάλλακτος) ἐχθρός[12]. Ὁ ἴδιος καί οἱ δαίμονές του εἶναι ἀποστάτες[13]. Εἶναι ὄχι μόνο ὁ
[1] Εἰς τήν Ἀνάληψιν Λόγος 4, PG 52, 799. Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 13, 2, PG 62, 96: «αὐτός δημιουργός τῆς ἁμαρτίας». Βλ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Γλαφυρῶν εἰς Γένεσιν, Λόγος Α΄, 19 ΑΒ, PG 69, 40: «… τόν τῆς ἁμαρτίας εὑρετήν».
[2] Πρός τούς ἐγκαλοῦντας, τίνος ἕνεκεν… Ὁμ. 2, 1, PG 49, 258. Βλ. Εἰς Γέν. Ὁμ. 1, 3, PG 53, 23 καί 2, 4, PG 53, 31: «ἐχθρός τῆς φύσεως καί τῆς σωτηρίας τῆς ἡμετέρας». Εἰς Γέν. Ὁμ. 3, 6, PG 53, 38: Εἶναι πολέμιος τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου· διαρκῶς γρηγορεῖ καί κάνει τά πάντα νά τόν ἔχει κοντά του. Εἰς τόν Λάζαρον Ὁμ. 1, 3, PG 48, 966.
[3] Εἰς Γέν. Ὁμ. 72, 4, PG 54, 537.
[4] Εἰς Γέν. Ὁμ. 6, 2, PG 53, 56.
[5] Εἰς Β΄ Τιμ. Ὁμ. 10, 5, PG 62, 611.
[6] Εἰς Γέν. Ὁμ. 7, 2, PG 54, 610.
[7] Εἰς Ἰωάν. Ὁμ. 84, 3, PG 59, 458.
[8] Εἰς Γέν. Ὁμ. 16, 4, PG 128.
[9] Εἰς Γέν. Ὁμ. 16, 4, PG 126.
[10] Εἰς τήν ἁγίαν μεγαλομάρτυρα Δροσίδα 3, PG 50, 687.
[11] Εἰς τό «εἴ τις ἐν Χριστῷ κτίσις», PG 64, 32.
[12] Εἰς Β΄ Κορ. Ὁμ. 5, 4, PG 61, 433.
[13] Εἰς τήν ἁγίαν μεγαλομάρτυρα Δροσίδα 3, PG 50, 687.
δημιουργός τῆς ἔχθρας[1], ἀλλά ἀναπαύεται καί εὐφραίνεται στίς ἔχθρες ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους[2].
Δέν ὑπόσχεται κανένα μελλοντικό ἀγαθό[3], ἀλλά οὔτε γνώριζε τί εἶχε οἰκονομήσει ὁ Θεός γιά τόν ἄνθρωπο· γι’ αὐτό ρώτησε τήν Εὔα στόν παράδεισο, γιά νά μάθει τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ[4]. Ἐπίσης δέ γνώριζε καί γιά τήν ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ καί γενικά τά γεγονότα τῆς θείας οἰκονομίας[5]. Οἱ δαίμονες εἶναι ἀλάστορες, φέρνουν πάντα τήν καταστροφή[6], εἶναι σκοτεινοί καί ἄγριοι[7] καί κάνουν τόν ἄνθρωπο νά γίνει ἐχθρός καί πολέμιος τοῦ ἑαυτοῦ του[8].
Ὁ διάβολος εἶναι μιαρός[9], «ἀναίσχυντον στόμα»[10]. Γιά ‘κεῖνον καί τούς δαίμονές του εἶναι ἄβατος ὁ οὐρανός «καί τήν τυραννίδα πᾶσαν ἐν τῷ παρόντι κόσμῳ ἐπιδείκνυνται μόνον»[11]. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι καί τῶν δαιμόνων Δεσπότης[12], ἄσχετα ἄν εἶναι ἄτιμοι καί προσκρούσαντες στό θέλημα τοῦ Θεοῦ· γι’ αὐτό φρίττουν στήν Παρουσία Του[13] καί στήν παρουσία τῶν ἐκλεκτῶν Του[14].
[1] Εἰς Β΄ Κορ. Ὁμ. 5, 4, PG 61, 434: «οὗτος γάρ τίκτει καί τούς ἐχθρούς…».
[2] Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 14, 1, PG 62, 101-102.
[3] Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 4, 1, PG 62, 31.
[4] Εἰς Γέν. Ὁμ. 16, 3, PG 53, 128. Βλ. Πρός τούς ἐγκαλοῦντας, τίνος ἕνεκεν… Ὁμ. 3, 2, PG 49, 269: «… εἶπε τό μή εἰρημένον, ἵνα μάθῃ τό εἰρημένον».
[5] Εἰς Ψαλμ. 49, 2, PG 55, 242.
[6] Εἰς Β΄ Κορ. Ὁμ. 3, 5, PG 61, 415.
[7] Εἰς Β΄ Κορ. Ὁμ. 24, 1, PG 61, 563-564.
[8] Εἰς Α΄ Θεσ. Ὁμ. 9, 5, PG 62, 454.
[9] Εἰς Α΄ Θεσ. Ὁμ. 11, 1, PG 62, 462.
[10] Εἰς Ἀνδριάντας Ὁμ. 1, 10, PG 49, 30.
[11] Περί Ἀκαταλήπτου 4, 2, PG 48, 730.
[12] Εἰς Ψαλμ. 49, 1, PG 55, 241. Βλ. Εἰς Ψαλμ. 145, 1, PG 55, 400.
[13] Ἰακ. 2, 19. Βλ. Εἰς Ματθ. Ὁμ. 28, 2, PG 57, 352: «ἦλθον οἱ δαίνονες τήν θεότητα αὐτοῦ ἀνακηρύττοντες».
[14] Εἰς Ψαλμ. 9, 3, PG 55, 125: Ἡ παρουσία ἁγίων ἀνθρώπων ἤ λειψάνων ἁγίων «ἀσθενῆ δαιμόνων ποιεῖ τήν ἰσχύν».
Ὁ Θεός τήν κόλαση τήν ἑτοίμασε γιά τό διάβολο καί τούς δαίμονές του[1]. Σέ τούτη τή ζωή «οὐδέπω κατήργηνται τέλεον· ἐνεργοῦσι γάρ πολλαχοῦ· τότε δέ παύσονται»[2]. Κατά τή Δεύτερη Παρουσία οἱ δαίμονες δεμένοι δέ θά τολμοῦν ν’ ἀτενίσουν τόν Κύριό τους καί ὁ διάβολος δέσμιος κι ἐκεῖνος θά τούς ἀκολουθεῖ[3]. «Ἐκεῖ δέ καίεται μέν, οὐ δαπανᾶται δέ τό καιόμενον»[4].
2. Δημιουργία-πτώση τοῦ διαβόλου
Ὁ διάβολος καί οἱ δαίμονές του, ὅπως οἱ ἅγιοι ἄγγελοι καί σύμπασα ἡ κτίση, εἶναι δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ καί ἄρα «κτιστήν ἔχουσι τήν φύσιν παρ’ αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ) τό εἶναι δεξάμενοι[5]». Πότε δημιουργήθηκαν; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος[6] καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός[7] λένε πώς δημιουργήθηκαν πρίν τή δημιουργία τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Ὁ Θεοδώρητος Κύρου, ὅμως, διαφωνεῖ. Οἱ ἄγγελοι, γιατί καί ὁ Ἑωσφόρος μέ τό τάγμα του ἄγγελοι ἦσαν, δημιουργήθηκαν μαζί μέ τή δημιουργία τοῦ κόσμου καί ὄχι πρίν ἀπ’ αὐτόν. Μόνο ὁ Θεός εἶναι, ὡς ἄκτιστος, ἀπερίγραπτος. Οἱ ἄγγελοι, ὡς περιγραπτοί, ἔχουν ἀνάγκη τόπου. Ὁ Θεός εἶναι ἀνενδεής, ἄρα δέν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ὑμνητές. Οἱ ἄγγελοι δημιουργήθηκαν γιά τόν ἄνθρωπο καί τήν κηδεμονία του ἀπ’ αὐτούς[8], ἄρα πρίν ἀπό τήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ Ἑωσφόρος, καί τό τάγμα του πῆρε ἀπό τό Θεό τήν ἐξουσία νά φρουρεῖ τή γῆ. Δημιουργήθηκε κι αὐτός, ὅπως ὅλοι οἱ ἄγγελοι, ἀγαθός κατά φύση καί γιά τό ἀγαθό. Δέ μπόρεσε, ὅμως, νά κρατήσει τό φωτισμό καί τήν τιμή πού τοῦ ἔγινε ἀπό τό Θεό· μέ αὐτεξούσια προαίρεση ἀλλοιώθηκε ἀπό τήν κατά φύση κατάσταση στήν παρά φύση καί ὕψωσε τόν ἑαυτό του ἐνάντια στό Θεό καί Πλάστη του. Ἐπαναστάτησε καί πρῶτος, ἀφοῦ ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό ἀγαθό, βρέθηκε στό κακό. Κάθε κακία ἐπινοήθηκε ἀπ’ αὐτόν-αὐτούς, ὅπως καί ὅλα τά ἀκάθαρτα πάθη[9].
[1] Κατά Ἀνομοίων Ὁμ. 8, 2, PG 48, 770.
[2] Εἰς Α΄ Κορ. Ὁμ. 39, 4, PG 61, 337.
[3] Εἰς Φιλιπ. Ὁμ. 13, 4, PG 62, 281.
[4] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 38, Εἰς τά Θεοφάνεια…, 9, PG 36, 320.
[5] Θεοδωρήτου Κύρου, Εἰς τά ἄπορα τῆς θείας Γραφῆς, Ἐρώτ. 4C, PG 80, 84.
[6] Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς τά Θεοφάνεια, PG 36, 320C.
[7] Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, κεφ. 3-4 , PG 94, 865-877.
[8] Θεοδωρήτου Κύρου, ὅ.π., ἐρωτήσεις 2-4, PG 80, 77-84.
[9] Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ, ὅ.π., κεφ. 3-4, PG 94, 865-877.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος[1] στό θέμα τῆς δημιουργίας τῶν ἀγγέλων ὑπογραμμίζει τά ἑξῆς σημαντικά: Πρῶτον πώς ὁ Θεός δέ δημιούργησε τόν κόσμο γιά τόν ἑαυτό Του καί τίς ἀνάγκες Του. Καμμία ἀνάγκη δέν ἔχει ὁ Θεός, γιατί εἶναι ἀνενδεής καί δεύτερον δέν τόν δημιούργησε οὔτε γιά τούς ἄγγέλους, γιατί οἱ ἄγγελοι ὑπῆρχαν πρίν ἀπό τόν κόσμο· καί δέν ἔχουν καμμιά ἀνάγκη ἀπ’ αὐτόν. Ἄρα ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος συμφωνεῖ μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Ναζιανζηνό πώς οἱ ἄγγελοι δημιουργήθηκαν πρίν ἀπό τήν ὑλική κτίση καί πρίν, ἀσφαλῶς, τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ διάβολος δέν εἶναι ἕνα ἀπό τήν ἀρχή τῆς δημιουργίας του ὄν, ἀλλά τό πρῶτο πού ἐξέπεσε πνεῦμα. Εἶναι δημιούργημα καί κτίσμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά ἡ πονηρία του εἶναι μεταγενέστερη καί μέ ὅλη τήν ἐλευθερία του πράξη. Τό κακό, γενικά, δέν εἶναι κάτι πού ὑφίσταται οὐσιαστικά, ἀλλά εἶναι χωρίς καμμιά ὑπόσταση, δέν εἶναι κἄν ὄν! Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει πώς ὁ διάβολος πρίν ἐκπέσει, ὡς ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, ἦταν ἀνώτερος τοῦ ἀνθρώπου[2].
Ὁ διάβολος πρίν τήν πτώση του ἦταν ἀγαθός. Ἦταν λαμπρός σάν τήν ἀστραπή[3]. Ἀπό ἐγωϊσμό ἐξέπεσε καί ἔγινε διάβολος. Ὁ ἐγωϊσμός ἔγινε αἰτία νά χάσει τήν παρρησία του ἀπό τό Θεό· ὁ ἐγωϊσμός τόν ἔριξε στήν κόλαση. Ὁ ἐγωϊσμός ἔγινε αἰτία ὅλων τῶν κακῶν σ’ ἐκεῖνον[4]. Ὁ διάβολος «… ἐν τοῖς ἄνω δυνάμεσι τελῶν, διά μοχθηρίαν προαιρέσεως καί κακίας ὑπερβολήν ἐκ τοῦ ὕψους ἐκείνου ἐρρίφθη»[5]. Ἐκεῖνος πού γιά τήν πολλή λαμπρότητά του ὀνομάσθηκε Ἑωσφόρος (αὐτός πού φέρνει τήν αὐγή), ἀλλά γιά τήν αὐτεξούσια, ὅμως, ἔπαρση του καί ἔγινε καί λέγεται μέ ἄλλη ἔννοια πιά Ἑωσφόρος, σκοτάδι δηλαδή καί σατανάς[6].
Ὁ διάβολος δέν ἔπεσε ἀπό τόν οὐρανό οὔτε γιά πορνεία οὔτε γιά μοιχεία ἤ κλοπή, ἀλλ’ ἐξαιτίας τοῦ ἐγωϊσμοῦ. «Οὕτω γάρ εἴρηκεν· ἀναβήσομαι καί θήσομαι τόν θρόνον μου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἔσομαι ὅμοιος τῷ Ὑψίστῳ»[7]. Εἶχε τή δύναμη νά παραμείνει κοντά στό Θεό, ὅπως καί τήν ἐπιλογή νά ἀλλοτριωθεῖ ἀπ’ Ἐκεῖνον. Ἐλεύθερα ἐπέλεξε τό δεύτερο.
[1] Πρός τούς σκανδαλισθέντας… 7, PG 52, 491.
[2] Εἰς Ματθ. Ὁμ. 43, 4, PG 57, 462.
[3] Περί μετανοίας Ὁμ. 1, 2, PG 49, 279.
[4] Εἰς Ἰωάν. Ὁμ. 16, 4, PG 59, 106. Βλ. Εἰς Α΄ Κορ. Ὁμ. 13, 4, PG 61, 496.
[5] Εἰς Γέν. Ὁμ. 16, 1, PG 53, 126.
[6] Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ, Λόγος 38, Εἰς τά Θεοφάνεια…, 9, PG 36, 321.
[7] Μεγ. Ἀθανασίου, Περί Παρθενίας, 5, PG 28, 257.
Περιθώρια μετανοίας εἶχε; Ὁ Μέγας Βασίλειος μόνος ἀπ’ τή λοιπή χορεῖα τῶν Πατέρων, ὑπογραμμίζει πώς «τάχα πρό τοῦ κτισθῆναι τόν ἄνθρωπον, τόπός τις μετανοίας καί τῷ διαβόλῳ ὑπελείπετο». Μετά τήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου «ἀπεκλείσθη αὐτῷ καί ὁ τόπος τῆς μετανοίας»[1].
Ἡ πτώση τοῦ διαβόλου ἔγινε πρίν ἀπό τήν πλάση τοῦ ἀνθρώπου, γιατί ἀπό φθόνο διαβολικό μπῆκε στή ζωή του ὁ θάνατος. Παράσιτο ὁ ἴδιος καθυπόταξε τήν κτίση στήν κυριαρχία τοῦ θανάτου καί τῆς φθορᾶς. Ὅπως ἐκεῖνος «τά ὑπέρ τήν ἀξίαν φρονήσας, καί τῆς παρασχεθείσης ἀξίας ἐξέβληθη, καί ἐκ τῶν οὐρανῶν εἰς τήν γῆν κατηνέχθη· τό αὐτό δή καί ὑμᾶς ἐργάσασθαι ἐβουλήθη, καί διά τῆς παραβάσεως τῆς ἐντολῆς εἰς τό τοῦ θανάτου ἐπιτίμιον ἀγαγεῖν, καί τόν οἰκεῖον φθόνον πληρῶσαι»[2].
Δέν ἄρχει πιά οὔτε στόν οὐρανό οὔτε στή γῆ, ἀλλά σ’ ἐκείνους πού τοῦ ἔχουν παραδώσει τίς ψυχές τους[3]. Ὅσοι τόν ἀκολουθοῦν εἶναι δοῦλοι μέ τή θέλησή τους[4] καί ὅσοι κάνουν τά ἔργα του, γίνονται παιδιά του[5]. Ὁ Θεός τόν ἔδιωξε ἀπό τή δόξα τῆς Βασιλείας Του καί γυροφέρνει ἄποικος σάν ληστής καί τύραννος.
Δέν ἔχει πόδια οὔτε φτερά, πού σημαίνει πώς μάχεται «ἀπό τῶν κάτω πραγμάτων», τῶν παθῶν· σάν τό φίδι κρύβεται μέσα στ’ ἀγκάθια τῶν διαφόρων πειρασμῶν. Ἀλλά, ὅταν ὁ ἄνθρωπος κόψει αὐτά τά ἀγκάθια, δηλαδή μετανοήσει-ἐξομολογηθεῖ, τότε φεύγει εὔκολα, γιατί εἶναι δειλός[6].
Ὁ διάβολος, λοιπόν, ἀπό ἐγωϊσμό καί «ἐξ ἀπονοίας ἔπεσεν»[7]. Καί ἔβαλε τά δυνατά του ὁ ἀλιτήριος νά συμπαρασύρει καί τόν ἄνθρωπο· δέν ἄντεχε «ὁ πονηρός δαίμων ὁρῶν ἐν σώματι ἀνθρωπίνῳ ἀγγελικήν διαγωγήν»[8]. Ὁ ἄνθρωπος στόν παράδεισο δέν ἦταν κατώτερος τῶν ἀγγέλων· μετά τήν πτώση του ἔγινε λίγο κατώτερος ἀπό τούς ἀγγέλους[9].
[1] Μεγ. Βασιλείου, Εἰς τόν Ἠσαΐαν, κεφ. 14, 279, PG 30, 609. Βλ. Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδ. Ὀρθ. Πίστεως 2, 4, PG 94, 877.
[2] Ἰωάν. Χρυσοστόμου Εἰς Γέν. Ὁμ. 16, 4, PG 53, 130. Ὁμοίως Ὁμ. 17, 7, PG 53, 142.
[3] Εἰς Ἰωάν. Ὁμ. 75, 4, PG 59, 408. Βλ. Εἰς Ματθ. Ὁμ. 41, 2, PG 57, 448: «Οὐ γάρ δή μόνον οἱ δαίμονες σκεύη τοῦ διαβόλου, ἀλλά καί οἱ τά ἐκείνου πράττοντες ἄνθρωποι».
[4] Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 4, 1, PG 62, 31.
[5] Εἰς τόν Λάζαρον Ὁμ. 2, 1, PG 48, 983.
[6] Εἰς Ρωμ. Ὁμ. 8, 6, PG 60, 463.
[7] Εἰς Β΄ Θεσ. Ὁμ. 1, 1, PG 62. 470.
[8] Εἰς Γέν. Ὁμ. 15, 4, PG 53, 124.
[9] Εἰς Γέν. Ὁμ. 16, 1, PG 53, 126: «καί οὐδέν σχεδόν ἔλαττον ἔχοντα τῶν ἀγγέλων… καί τοῦτο δέ αὐτό τό βραχύ ἡ τῆς παρακοῆς ἁμαρτία εἰσήγαγε».
Βέβαια ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει κανένα κοινό στοιχεῖο μέ τό διάβολο[1]. Ποιός ἄνθρωπος ὅμως; Ἐκεῖνος πού ζεῖ μέ διαρκή νήψη, συντριβή καρδιᾶς, πού εὔχεται γιά τούς ἐχθρούς, πού δέ μνησικακεῖ, πού εἶναι ἐπιεικής, πού ἔχει ξεριζώσει ἀπό μέσα του ὅλα τά πάθη· αὐτός ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει κανένα κοινό στοιχεῖο μέ τό διάβολο[2].
Ἐκεῖνος μιά φορά ἁμάρτησε καί αὐτό ἀρκεῖ γιά πάντα, ἀσφαλῶς, γιατί τοῦ εἶναι ἄγνωστη ἡ ταπείνωση καί ἡ μετάνοια. Μέ τήν πειθώ του προσπαθεῖ νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στή διάπραξη τῆς ἁμαρτίας. Ἁπλᾶ τόν ὠθεῖ· δέν τόν ἐξαναγκάζει, ὅμως, καί στή διάπραξή της[3]. Ἐκεῖνος μόνο παρακινεῖ, ἐξαπατώντας· τήν ἁμαρτία τή διαπράττει ὁ ἄνθρωπος.
Πῶς τό πετυχαίνει αὐτό; Σκοτίζει τόν ἀνθρώπινο λογισμό, ὄντας ἄυλος[4]. Ἀφοῦ ὁ λογισμός σκοτισθεῖ, τότε δίνει ἐντολή στό σῶμα γιά τή διάπραξη τῆς ὅποιας ἁμαρτίας[5]. Ἡ διαφορά τῆς δαιμονικῆς ἀπ’ τήν ἀνθρώπινη ἁμαρτία βρίσκεται στό ὅτι ἡ δεύτερη διαπράττεται μέ τό σῶμα[6].
Β. Τά ὀνόματα τοῦ διαβόλου
Ὁ διάβολος εἶναι πονηρός καί πρέπει νά εἶναι ὁ ἀσπονδότερος ἐχθρός μας. Δέν εἶναι, ὅμως, ἀπό τή φύση του πονηρός, ἀλλά «προαιρέσει καί γνώμη». Τό ὅτι δέν εἶναι πονηρός ἀπό τή φύση του τά ἴδια τά ὀνόματά του φανερώνουν. Λέγεται διάβολος, γιατί διαβάλλει, κατηγορεῖ. Κατηγόρησε τόν ἄνθρωπο στό Θεό καί τό Θεό στόν ἄνθρωπο καί τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους[7].
Διαβάλλει τό Θεό στούς ἀνθρώπους ὡς φθονερό[8]. Διαβάλλει στόν ἄνθρωπο καί τοῦ Θεοῦ τά δημιουργήματα[9]. «Τό διαβάλλειν δέ καί μή
[1] Εἰς Ἀνδριάντας Ὁμ. 1, 12, PG 49, 33. Βλ. Εἰς Α΄ Κορ. Ὁμ. 9, 4, PG 61, 82 καί Ὁμ. 31, 4, PG 61, 262: «Ὁ διάβολος πολεμάει καί φθονεῖ ὄχι τούς ὁμόφυλλους δαίμονες, ἀλλά τόν ἄνθρωπο».
[2] Εἰς Ψαλμ. 4, 3, PG 55, 43.
[3] Πρός τούς ἐγκαλοῦντας, τίνος ἕνεκεν… Ὁμ. 2, 5, PG 49, 262.
[4] Ὑπάρχουν ἀπόψεις ὅτι ὁ διάβολος μετά τήν πτώση του ἀπόκτησε κάποια ὑλικότητα. Βλ. Γρηγορίου Σαναΐτου PG 150, 1288 Α.
[5] Εἰς Γέν. Ὁμ. 22, 4, PG 53, 191.
[6] Βλ. Ἰωάννου Κ. Ἀγγελοπούλου, Ἡ ἁμαρτία, Ἀθῆναι 2002, σ. 42.
[7] Πρός τούς ἐγκαλοῦντας, τίνος ἕνεκεν… Ὁμ. 2, 2, PG 49, 259-260.
[8] Εἰς Γέν. Ὁμ. 16, 3, PG 53, 129.
[9] Λόγος ἐν ταῖς καλάνδαις 2, PG 48, 955.
διαβάλλειν οὐ φύσις ἐστίν, ἀλλά πρᾶγμα γιγνόμενον καί ἀπογιγνόμενον, συμβαῖνον καί ἀποσυμβαῖνον· τά δέ τοιαῦτα οὐ φύσεως ἐπέχει τάξιν οὐδέ οὐσίας»[1].
Τό κακό δέν εἶναι κάτι φυσικό, γιατί ὁ Θεός δέ δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἀναγκαστικά νά ὑπόκειται σ’ αὐτό· «ἐπεί εἰ τοῦτο ἦν, κόλασις οὐκ ἄν ἦν»[2]. Οὔτε αὐτοτελές, ἐνυπόστατο, αὐθύπαρκτο καί ἀγέννητο ὄν εἶναι. Δέν εἶναι ἐπίσης αἰώνιο, οὔτε μπορεῖ νά ἐξισωθεῖ μέ τό Θεό. Κάτι τέτοιο θά ἦταν βλασφημία, γιατί θά καταργοῦσε τό ἐσχατολογικό σχέδιο τοῦ Θεοῦ[3]. Ἄρα ὁ διάβολος δέν ἦταν ἀπό τήν ἀρχή κακός· ἐλεύθερα ἐπαναστάτησε κατά τοῦ Θεοῦ καί ἀπόκτησε τό κακό σάν ξένο καί ἐπείσακτο στοιχεῖο.
Διάβολος καί ἀντικείμενος ὀνομάζεται γιά τούς ἴδιους παραπάνω λόγους[4]. Ἐπίσης σατάν, γιατί «σατάν ὁ ἀντικείμενος λέγεται τῇ τῶν Ἑβραίων φωνῇ»[5]. Ὀνομάζεται ἐχθρός, γιατί χρησιμοποιεῖ πολλά μηχανήματα γιά νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν ἁμαρτία. Ἰσχυρός λέγεται, ὄχι ἐπειδή ἀπό τή φύση του εἶναι ὄντως ἰσχυρός, ἀλλά γιατί τόν ἰσχυροποιεῖ ἡ ἀνθρώπινη ἀμέλεια[6]. Πατέρας τοῦ ψεύδους καλεῖται, γιατί «ἐκεῖνος ἔτεκε τό ψεῦδος πρῶτος»[7] καί πάντα διαστρεβλώνει τήν ἀλήθεια.
Εἶναι πατέρας τῆς πονηρίας γι’ αὐτό καί κατεξοχήν λέγεται πονηρός καί ἀντί τοῦ κυρίου ὀνόματος τό ἐπίθετο εἶναι ἀρκετό νά δείξει τῆς κακίας τήν ὑπερβολή. Δέν ἦταν ἔτσι πρῶτα, ἀλλά ἔγινε μετά τήν πτώση του[8]. Ἐξάλλου ἡ κακία του εἶναι καταστροφική μόνο σ’ αὐτούς πού ἐνσυνείδητα τήν ἐγκολπώνονται· οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πού βιώνουν τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν ἔχουν νά φοβηθοῦν τίποτε ἀπ’ αὐτήν[9].
[1] Πρός τούς ἐγκαλοῦντας, τίνος ἕνεκεν… Ὁμ. 2, 2, PG 49, 259.
[2] Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 2, 3, PG 60, 20. Βλ. Εἰς Ματθ. Ὁμ. 58, 3, PG 58, 569. Βλ. Θεοδώρου Ν. Ζήση, Ἄνθρωπος καί κόσμος ἐν τῇ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ κατά τόν Ἱερόν Χρυσόστομον, Π.Ι.Π.Μ., Θεσ/νίκη 1971, σσ. 77-98.
[3] Εἰς Πράξ. Ὁμ. 2, 4, PG 60, 31.
[4] Εἰς Β΄ Κορ. Ὁμ. 2, 7, PG 61, 402.
[5] Εἰς Β΄ Κορ. Ὁμ. 26, 2, PG 61, 577-578.
[6] Εἰς Ματθ. Ὁμ. 41, 3, PG 57, 448.
[7] Εἰς Ἰωάν. Ὁμ. 54, 3, PG 59, 299.
[8] Εἰς Ψαλμ. 139, 1, PG 55, 420. Βλ. Εἰς Ματθ. Ὁμ. 19, 6 PG 57, 282.
[9] Πρός τούς ἐγκαλοῦντας, τίνος ἕνεκεν… Ὁμ. 3, 1, PG 49, 265.
Ἡ πλάνη εἶναι δικό του ἔργο[1]. Ἐξαπατᾶ καί παραλογίζει τόν ἄνθρωπο καί στή συνέχεια τόν ἀποξενώνει ἀπό τό Θεό[2]. Ἐνῶ ἀνακηρύττει τή Θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ[3], ἐντούτοις δημιουργεῖ ἀμφιβολίες στόν ἄνθρωπο γιά τήν ὕπαρξη τῆς ἄλλης ζωῆς[4] ἤ τῆς γέεννας (κόλασης), γιά νά τόν ὁδηγήσει εὐκολότερα καί ἀσφαλέστερα σ’ αὐτήν[5].
Ὁ διάβολος ὀνομάζεται καί κοσμοκράτορας ὄχι γιατί, δῆθεν, κυριαρχεῖ στόν κόσμο, ἀλλά γιατί εἶναι αἴτιος ὅλων τῶν πονηρῶν ἔργων. Ἡ ἁμαρτία εἶναι ἡ μεγάλη δύναμη[6] τοῦ διαβόλου, γι’ αὐτό οἱ δαίμονες κυριαρχοῦν τῶν πονηρῶν ἀνθρώπων[7]. Δέν ἔχει δική του δύναμη. Ἡ ἀνυπακοή τοῦ ἀνθρώπου στό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δύναμη του. Ὁ διάβολος δέ θέλει ὁ ἄνθρωπος νά εἶναι ὁ ἄρχοντας τῆς ἐπίγειας καί ἐπουράνιας Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀλλά νά εἶναι δοῦλος! Δοῦλος δικός του[8].
Λέγεται ἐπίσης καί ἀποστάτης, γιατί ἐλεύθερα, «προαιρέσει καί γνώμῃ» ἀποστάτησε ἀπό τό Θεό καί ἀπό ἄγγελος φωτός «μόνος ἐκεῖνος πονηρός κατεξοχήν λέγεται»[9]. Εἶναι ἀνθρωποκτόνος καί κανένα καλό δέ μπορεῖ νά κάνει. Τό ἴδιο καί οἱ δαίμονές του[10]. Διαιρεῖ τούς ἀνθρώπους καί κατά συνέπεια διασπᾶ, διαιρεῖ τήν Ἐκκλησία[11]. Ἡ καθαρή ζωή τῶν χριστιανῶν τόν φιμώνει[12] καί ὅταν τόν πολεμοῦν, εἰρηνεύουν μέ τό Θεό[13]. Στήν Καινή Διαθήκη τά ὀνόματα τοῦ διαβόλου εἶναι πειράζων, Βεελζεβούλ, ἄρχων τῶν δαιμονίων, πονηρός, ἄρχων τοῦ κόσμου τούτου, ἄρχων τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀέρος, δράκων καί ὄφις[14].
[1] Εἰς Α΄ Κορ. Ὁμ. 33, 4, PG 61, 282.
[2] Εἰς Ἀνδριάντας Ὁμ. 7, 3, PG 49, 94.
[3] Εἰς Ματθ. Ὁμ. 28, 2, PG 57, 352.
[4] Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 24, 2, PG 62, 171.
[5] Εἰς Ἰωάν. Ὁμ. 25, 6, PG 60, 636. Βλ. Εἰς Ψαλμ. 11, 3, PG 55, 146.
[6] Εἰς Ματθ. Ὁμ. 46, 4, PG 57, 481.
[7] Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 22, 3, PG 62, 159.
[8] Εἰς Ἰωάν. Ὁμ. 54, 2, PG 59, 298-299.
[9] Πρός τούς ἐγκαλοῦντας, τίνος ἕνεκεν… Ὁμ. 2, 2, PG 49, 260.
[10] Κατά Ἰουδαίων Ὁμ. 8, 8, PG 48, 940.
[11] Ὑπόθεσις τῆς Α΄ πρός Κορ. Ἐπιστολῆς, PG 61, 11.
[12] Εἰς Α΄ Κορ. Ὁμ. 6, 4, PG 61, 53.
[13] Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 23, 1, PG 62, 169.
[14] Α΄ Θεσ. 3, 5. Ματθ. 12, 24. 6, 13. Ἰωάν. 12, 31. Β΄ Κορ. 4, 4. Ἐφεσ. 2, 2. Ἀποκ. 12, 9.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει πώς ἡ πτώση τοῦ ἀνθρώπου στήν ἁμαρτία καθιστᾶ τήν ψυχή του εὐχείρωτο λάφυρο τῶν πονηρῶν δαιμόνων· Ἔτσι οἱ ψυχές τῶν ἁμαρτωλῶν καί στούς ἀνθρώπους εἶναι βδελυρές (πλήρεις ἀηδίας) καί στό διάβολο εὐχείρωτες, τίς ἔχει τοῦ χεριοῦ του[1]. Καί ἡ ἁμαρτία μόνο ἀνοίγει τήν πόρτα τῆς ψυχῆς στό διάβολο[2].
Γ. «Οἱ μεθοδεῖες» τοῦ διαβόλου
1. Τά βέλη τοῦ πονηροῦ
Ὁ διάβολος δέν ἔχει νά παρουσιάσει ἔργα, εἶναι μόνο λόγια. Στήν ἀλήθεια ἀντιπαραθέτει τό ψέμα. Αὐτό εἶναι καί, σύν τοῖς ἄλλοις, τό γνώρισμα τῶν ἀπατεώνων[3]. Πολεμάει τόν ἄνθρωπο μέ «μεθοδεῖες»· «τί ἐστι μεθοδεία; Μεθοδεῦσαι ἐστι τό ἀπατῆσαι, καί διά μηχανῆς ἐλεῖν, ὅπερ καί ἐπί τῶν τεχνῶν γίνεται, καί ἐν λόγοις, καί ἐν ἔργοις…»[4]. «Μεθοδεία πάντα, καί οὐκ ἐξ εὐθείας προβάλλει, ἵνα φυλαττώμεθα»[5]. Μέ ἄλλα λόγια συγκαλύπτει τήν πλάνη καί μέ μέλι σερβίρει τό δηλητήριο[6].
Πολλές εἶναι οἱ «μεθοδεῖες» του, τά τεχνάσματα μέ τά ὁποῖα προσπαθεῖ νά ὑποσκελίσει τούς ραθυμότερους τῶν ἀνθρώπων. Αὐτά τά τεχνάσματα πρέπει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά τά γνωρίζουν μέ κάθε ἀκρίβεια, ὥστε νά τά καταλαβαίνουν καί νά τά ἀποφεύγουν. Νά ἔχουν, δηλαδή, πάντα ἀνοιχτά τά μάτια τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματός τους, τή γλώσσα περιωρισμένη καί γενικά νά ἀγωνιοῦν κι ὄχι νά ραθυμοῦν, γιατί ὁ διάβολος μοιάζει μέ θηρίο πού καιροφυλακτεῖ, ὥστε νά ὁρμήσει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος νυστάξει πνευματικά[7]. Μισεῖ τόν ἄνθρωπο καί πολλά μηχανεύεται προκειμένου νά τόν ὁδηγήσει στή δουλεία, νά γίνει δοῦλος, νά χάσει δηλαδή τή σωτηρία του[8].
[1] Εἰς Ρωμ. Ὁμ. 10, 5, PG 60, 480.
[2] Εἰς Πράξ. Ὁμ. 54, 3, PG 60, 377.
[3] Εἰς Β΄ Τιμ. Ὁμ. 8, 1, PG 62, 642. Βλ. Εἰς Γέν. Ὁμ. 16, 3, PG 53, 128: «ἀπατεών εἰ σύ…». Πρός τούς λέγοντας, ὅτι δαίμονες… Ὁμ. 1, 3, PG 49, 249.
[4] Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 22, 3, PG 62, 158.
[5] Εἰς Κολοσ. Ὁμ. 2, 5, PG 62, 315. Βλ. Εἰς Ἀνδριάντας Ὁμ. 15, 2, PG 49, 156: «Ὥσπερ γάρ τά παιδία τῇ γῇ τήν παγίδα, οὕτως ὁ διάβολος… εἰ μέν γάρ μία καί δύο ἦσαν αἱ παγίδες, εὔκολος ἦν ἡ φυλακή».
[6] Εἰς Κολοσ. Ὁμ. 8, 5, PG 62, 358.
[7] Εἰς Γέν. Ὁμ. 3, 5, PG 53, 37-38.
[8] Εἰς Γέν. Ὁμ. 4, 2, PG 53, 41.
Ἀπό τή μικρή ἡλικία στήνει τίς παγίδες του στόν ἄνθρωπο[1]. Βέλη του εἶναι οἱ πειρασμοί καί οἱ ἄτοπες ἐπιθυμίες[2]. Ποιά εἶναι εἰδικότερα τά βέλη τοῦ πονηροῦ; Οἱ πονηρές ἐπιθυμίες, οἱ ἀκάθαρτοι λογισμοί, τά ὀλέθρια πάθη, ὁ θυμός, ἡ βασκανία, ὁ φθόνος, ἡ ὀργή, τό μῖσος, ἡ φιλαργυρία καί γενικά ἡ ραθυμία σέ ὅλες της τίς μορφές καί ἐκδηλώσεις. Αὐτά τά βέλη, ἄν θελήσει ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ νά τά ἀκυρώσει μέ τά πνευματικά ὅπλα πού τόν ἔχει ἐφοδιάσει ὁ Θεός[3].
Ὅπλα τοῦ διαβόλου ἰσχυρά εἶναι ἡ μάχη, ἡ ἔχθρα, ὁ πόλεμος[4]. Τεχνάσματά του «τό ποικίλον, τό δολερόν, τό κακομήχανον, τό κακοῦργον, τό ἐπί προσχήματι εὐλαβείας ἐπηρεαστικόν ἐμφαίνων»[5].
Γνωστές μέθοδοι τοῦ διαβόλου εἶναι οἱ ἑξῆς: Ὅσοι πείθονται σ’ ἐκεῖνον, ἐπειδή τούς τάζει πιό πολλά ἀπό τό Θεό, αὐτούς τούς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Πλάστη τους. Ὅταν τό καταφέρει, ὄχι μόνο δέν τούς δίνει τίποτε (ἀπατεώνας ὤν), ἀλλά καί τούς ἐμποδίζει νά ἐπιστρέψουν στήν προηγούμενη σχέση τους μέ τό Θεό, περιπλανώντάς τους ἐδῶ καί ἐκεῖ ἄσκοπα[6]. Τότε πού βλέπει τόν ἄνθρωπο νά ἀγωνιᾶ, σκιρτᾶ ἀπό τή χαρά του[7].
Τό ἀνθρώπινο σῶμα εἶναι ναός τοῦ Θεοῦ κι ὁ παμπόνηρος κάθεται μέ τή φωτιά στό χέρι νά πυρπολήσει μέ διάφορες ἐπιθυμίες τό ναό τοῦ Θεοῦ[8]. Ἀγρυπνεῖ τό θηρίο νά βρεῖ τήν εὐκαιρία νά συλλήσει πνευματικά τόν ἄνθρωπο. «Οὐδείς ἐκείνῳ καιρός ἐπιτήδειος, εἰ μή μόνον ἡ ραθυμία ἡ ἡμετέρα»[9].
Πρός τόν ἄνθρωπο ὁ πόλεμος εἶναι ἄσπονδος, μάχη ἀκήρυκτη, ἔχθρα ἀθάνατη[10]. Ὅμως «οὔτε βία, οὔτε ἀνάγκη, ἀλλ’ ἀπάτη κρατεῖ». Γι’ αὐτό
[1] Εἰς Α΄ Κορ. Ὁμ. 12, 8, PG 61, 106.
[2] Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 24, 1, PG 62, 169.
[3] Εἰς Γέν. Ὁμ. 3, 6, PG 53, 38.
[4] Εἰς Β΄ Κορ. Ὁμ. 2, 8, PG 61, 404.
[5] Εἰς Β΄ Κορ. Ὁμ. 4, 5, PG 61, 425.
[6] Εἰς Ἰωάν. Ὁμ. 7, 1, PG 59, 63.
[7] Εἰς Ἀνδριάντας Ὁμ. 14, 5, PG 49, 150.
[8] Περί Παρθενίας 27, PG 48, 551.
[9] Εἰς Γέν. Ὁμ. 5, 1, PG 53, 48.
[10] Πρός τούς λέγοντας, ὅτι δαίμονες… Ὁμ. 1, 6, PG 49, 253.
καί δέ μπορεῖ νά τούς ἀπατήσει ὅλους[1]. Ἄνθρωποι σώφρονες, ζῶντες κατά Θεόν, δέν ἀπατοῦνται εὔκολα ἀπό τό διάβολο, γιατί στόν μέσα τῆς ψυχῆς τους κόσμο βασιλεύει ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ζοῦν σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιό Του.
Ἄν καί πολύπλοκες εἶναι οἱ «μηχανές» του, ἐντούτοις ἀπευθείας δέ μπορεῖ νά δελεάσει· γι’ αὐτό χρησιμοποιεῖ τήν ἀπάτη. Δέν ἐκβιάζει, οὔτε ἀναγκάζει, μόνο ἀπατᾶ. Ὅταν ἀποτυχαίνει, τότε μέ τά ἴδια τά καλά του ἔργα πολεμᾶ τόν ἄνθρωπο. Τόν κάνει ἐγωϊστή. Τοῦ θυμίζει τά καλά του ἔργα, γιά τά ὁποῖα πρέπει νά τόν δοξάζουν οἱ συνάθρωποί του. Γνωρίζει ὁ ἀλιτήριος πώς καί πάμπολλα ἀξιόμισθα ἔργα νά ἔχει κατορθώσει κάποιος, ἄν τόν πείσει νά καυχηθεῖ γι’ αὐτά, τόν ἔκανε ἀθλιότερο καί ἐλεεινότερο ὅλων[2].
Ὁ διάβολος εἶναι αἴτιος ὅλων τῶν κακῶν; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσέχει ὁ διάβολος δέν εἶναι αἴτιος κανενός κακοῦ. Ὁ ἀμελής, ὁ ράθυμος δέ χρειάζεται τό διάβολο συνεργό στήν ἁμαρτία· ἐλεύθερα τήν ἐπιλέγει μόνος του. Ἄν, ὅμως, κάπου εἶναι ἐκεῖνος ὁ αἴτιος, τότε ὁ ἄνθρωπος πρῶτος τοῦ ἀνοίγει τήν πόρτα τῆς ψυχῆς του νά εἰσέλθει καί νά τόν ὑποδουλώσει. Ὁ νηφάλιος ἄνθρωπος ἀπό τίς σατανικές μεθοδεῖες ἀφυπνίζεται, νήφει. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός δέν ἐξαφάνισε τό διάβολο καί τούς δαίμονές του, γιατί σέ τελική ἀνάλυση αὐτό ὠφελεῖ, καθιστᾶ νηφάλιο τόν ἄνθρωπο[3]. Εἶναι ὑπέρ τοῦ ἀνθρώπου. Καθιστᾶ ἰσχυρότερο τόν ἄνθρωπο στούς πνευματικούς του ἀγῶνες καί τόν κρατάει σέ διαρκή ἐγρήγορση καί γίνεται ἔτσι ἀφορμή εὐδοκιμήσεώς του, ἐπιτυχίας καί νίκης διά Χριστόν[4].
Ἄν ὁ διάβολος ἦταν ὁ αἴτιος τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτιῶν, τότε, γιατί νά τιμωρεῖται ὁ ἄνθρωπος πού τίς διαπράττει καί ὄχι ὁ αἴτιος πού τόν ὤθησε σ’ αὐτές[5]; Βέβαια ὁ πονηρός κάνει τά πάντα νά πιστέψει ὁ ἄνθρωπος πώς δέν εὐθύνεται προσωπικά γιά τίς πτώσεις του, ἀλλά ὁ διάβολος. Ἔτσι, μεταθέτοντας τήν εὐθύνη, νά μήν ζητᾶ ποτέ συγχώρεση ἀπό τό Θεό[6].
[1] Πρός τούς ἐγκαλοῦντας, τίνος ἕνεκεν… Ὁμ. 2, 1, PG 49, 258. Βλ. Εἰς Γέν. Ὁμ. 60, 4, PG 54, 524.
[2] Εἰς Γέν. Ὁμ. 31, 2, PG 53, 283-284.
[3] Εἰς Πράξ. Ὁμ. 54, 3, PG 60, 377-378.
[4] Πρός Σταγείριον 1, 5, PG 47, 435.
[5] Πρός τούς λέγοντας, ὅτι δαίμονες… Ὁμ. 3, 3, PG 49, 268.
[6] Εἰς τούς λέγοντας, ὅτι δαίμονες… Ὁμ. 2, 5, PG 49, 262.
Οἱ Πρωτόπλαστοι στόν παράδεισο δέν ἁμάρτησαν ἐξαιτίας τοῦ διαβόλου κυρίως, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς ραθυμίας, τῆς μή ἐγρήγορσής τους[1]. Μποροῦσαν καί νά ἀντισταθοῦν, δηλαδή ἦσαν σέ θέση καί νά μήν ἐξαπατηθοῦν. Κάνοντας χρήση τῆς ἐλευθερίας τους, μποροῦσαν νά ἐπιλέξουν εἴτε τό καλό εἴτε τό κακό[2] «εἰ μή ἑκόντες κατέπεσον, οὐδείς ἄν αὐτούς κατέβαλεν»[3]. Κι ὁ διάβολος ἀκόμη νά μήν παρέμβαινε, ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἡ πτώση θά συνετελεῖτο, γιατί ὁ τόσον εὔκολα παρασυρθείς ἀπό τήν Εὔα Ἀδάμ θά ἔπεφτε ἀπό μόνος του στήν ἁμαρτία μέ μεγαλύτερες τίς εὐθῦνες[4].
Ὁ διάβολος, ὅταν πειράζει τόν ἄνθρωπο, δέν παρουσιάζεται αὐτοπροσώπως, ἀλλά «ὥσπερ ἐπιτηδείῳ ὀργάνῳ»· χρησιμοποιεῖ διάφορα πρόσωπα ἤ πλάσματα. Τά λόγια, ὅμως, πού βάζει στό στόμα τους εἶναι δικά του[5]. Γενικά εἶναι θηρίο πολύτροπο. Ὅταν, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος ἀγρυπνεῖ, ὁ λέοντας τοῦτος «πηλοῦ παντός εὐτελέστερος ἔσται» καί δέν τολμᾶ τήν ἀπευθείας ἀντιπαράθεση. Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἄνθρωπος ἦταν, ἀλλά τόσο πολύ τόν φοβόταν ὁ διάβολος, ὥστε καί τά ἐνδύματά του καί τή σκιά του ἀπόφευγε[6].
Μία ἄλλη διαβολική κακουργία εἶναι ἡ ἐναλλαγή τῆς τάξεως τῶν πραγμάτων· ὁ ἄνθρωπος, δηλαδή, πρέπει νά ντρέπεται ὄχι ὅταν μετανοεῖ γιά τίς ἁμαρτίες του καί ἐξομολογεῖται, ἀλλά ὅταν ἁμαρτάνει. Ἐκεῖνος ἄλλαξε τή σειρά τῶν πραγμάτων, ὥστε νά ντρέπεται ὅταν μετανοεῖ καί ἐξομολογεῖται καί νά καυχᾶται, ὅταν ἁμαρτάνει. Αὐτό συνεπάγεται δύο κακά: Ὁδηγεῖ στήν ἁμαρτία, ἀπομακρύνει ἀπό τή μετάνοια[7].
Κι ἕνα ἄλλο τέχνασμα εἶναι τό ἑξῆς: Ἀκόμα καί μέ τό πρόσχημα τῆς εὐσέβειας μπορεῖ νά παρασύρει πολλούς ἀπρόσεκτους· δηλαδή μέ τό νά θλίβονται πάρα πολύ γιά τίς ἁμαρτίες τους, τούς ὁδηγεῖ στήν ἀπόγνωση[8], πού εἶναι θανάσιμο ἁμάρτημα.
[1] Λόγος ὅτι τόν ἑαυτόν μή ἀδικοῦντα οὐδείς παραβλάψαι δύναται, 4, PG 52, 466.
[2] Εἰς Γέν. Ὁμ. 17, 4-5, PG 53, 139-140.
[3] Πρός Σταγείριον Ὁμ. 1, 4-5, PG 47, 432-435. Βλ. Διατί οὐκ ἐκ μέσου γέγονεν ὁ διάβολος 2, PG 49, 260.
[4] ὅ.π.
[5] Εἰς Γέν. Ὁμ. 16, 2, PG 53, 127.
[6] Εἰς Ψαλμ. 7, 3, PG 55, 84.
[7] Περί μετανοίας Ὁμ. 8, 2, PG 49, 339.
[8] Εἰς Β΄ Κορ. Ὁμ. 7, 5, PG 61, 424-425. Βλ. Περί Ἀκαταλήπτου Ὁμ. 5, 6, PG 48, 744.
Πότε στήνει ἐνέδρα; Ὅταν ἐπί παραδείγματος[1] βλέπει τόν ἄνθρωπο νά ἐπικοινωνεῖ, προσευχόμενος στό Θεό, τότε τόν ὁδηγεῖ στή ραθυμία καί τοῦ ἀνακαινεῖ διάφορους λογισμούς μέ σκοπό νά μένει ἄκαρπη ἡ προσευχή του[2]. Ἐξάλλου «τό μή ποιεῖν τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, παγίς διαβολική»[3] εἶναι.
Ὁ διάβολος «πείθει» τόν ἄνθρωπο νά μήν δίνει μεγάλη σημασία καί νά καταφρονεῖ τά ἠθικῶς ἀδιάφορα (ἄν καί δέν ὑπάρχουν οὐσιαστικά τέτοια ἁμαρτήματα) ἤ τά μικρά καί κυρίως ἀσήμαντα ἁμαρτήματα. Ἀπ’ αὐτά, ὅμως, προέρχονται τά μεγάλα σοβαρά καί θανάσιμα[4]. Τό θαυμαστό, ὅμως, στήν περίπτωσή του εἶναι πώς μέ τά ἴδια ὅπλα πού πολεμάει τόν ἄνθρωπο μέ τά ἴδια τόν ἐξουδετερώνει. Ὄχι γιατί αὐτή εἶναι ἡ ἐπιθυμία του, ἀλλά γιατί αὐτή εἶναι ἡ οἰκονομία τοῦ Θεοῦ γιά τόν ἄνθρωπο[5].
Στόν ἀγώνα του ἐνάντια στόν ἄνθρωπο κι ὅταν δέν ἐπιτύχει ἄμεσα τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τό Θεό δέν ἀπελπίζεται ὁ παμπόνηρος. Πολλές φορές οὔτε καί τόν ἄνθρωπο δέν ἀπελπίζει γιά τίς ἁμαρτίες καί τῆς ἐξαιτίας τους ἀπώλειά του[6]. Ὅταν δεῖ πώς δέν καταφέρνει τίποτα ἀπό τίς πολιορκίες του στόν ἄνθρωπο, τόν ἀφήνει ἐλεύθερο. Δέ θέλει νά τοῦ γίνει αἴτιος περισσοτέρων στεφάνων ἀπό τό Θεό καί νικώντας-ἐξευτελίζοντάς τον κατά κράτος[7].
Τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο πού ἀποστρέφεται ὁριστικά τό Θεό, τόν προσλαμβάνουν ὁ διάβολος καί οἱ δαίμονες. Εἶναι ὁ σατάν ἰοβόλος, θανάσιμος καί ὀλέθριος ὄφις καί σκορπιός, δράκος καί ὄφις σκολιός[8], διεστραμμένος. Ποτέ δέν ἀγριεύει παρά μόνο, ὅταν βλέπει νά ἁρπάζονται ἀπ’ ἐκεῖνον ἄνθρωποι. Ἕρπει χειρότερα-ὑπουλότερα ἀπό τά φίδια[9]. Τό νά θλίβεται κανείς συνέχεια δικό του κατόρθωμα καί αὐτό[10].
[1] Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χρησιμοποιεῖ ὀρθά τό «ἐπί παραδείγματος» ὅπου χρειάζεται ἀντί τοῦ «ἐπί παραδείγματι» πού νομίζω ὄχι ὀρθό. Βλ. Εἰς Ἰωάν. Ὁμ. 67, 2 PG 59, 372 «ἐπί παράδειγμα ἦλθε…». Εἰς Ἰωάν. Ὁμ. 79, 1, PG 59, 427.
[2] Εἰς Ψαλμ. 140, 2, PG 55, 429.
[3] Εἰς Β΄ Τιμ. Ὁμ. 6, 2, PG 62, 633.
[4] Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 17, 2, PG 62, 119.
[5] Εἰς Ἀνδριάντας Ὁμ. 4, 3, PG 49, 64.
[6] Εἰς Ματθ. Ὁμ. 33, 6, PG 57, 396.
[7] Εἰς Ματθ. Ὁμ. 15, 8, PG 57, 234.
[8] Εἰς Φιλιπ. Ὁμ. 6, 4, PG 62, 224.
[9] Εἰς Α΄ Κορ. Ὁμ. 43, 3, PG 61, 371.
[10] Εἰς Α΄ Θεσ. Ὁμ. 4, 1, PG 62, 417.
«Χαλεπόν μέν γάρ καί τό ἁπλῶς εἶναι ὑπό τῷ διαβόλῳ· τό δέ καί μετ΄ ἐξουσίας, τοῦτο χαλεπώτερον»[1]. Μέ ἄλλα λόγια ἐκεῖνος πού θά πέσει στά χέρια τοῦ διαβόλου, ποιά ἐλπίδα σωτηρίας ἔχει; Τόν ἐλεήμονα μπορεῖ νά τόν κάνει κενόδοξο, τό νηστευτή ἀλαζόνα. Μέσα στούς δρόμους τοῦ Θεοῦ πού βαδίζει κάθε ἄνθρωπος γιά τήν ἐν Χριστῷ τελειότητά του, ἐκεῖ καί ὄχι ἀλλοῦ τοποθετεῖ τίς παγίδες του[2].
2. Γιατί ὁ Θεός ἄφησε ἐλεύθερο τό διάβολο;
Τό ὅτι ὁ διάβολος εἶναι ἐλεύθερος ἀπό τό Θεό νά δρᾶ ἐνάντια στόν ἄνθρωπο, αὐτό ἐκείνους πού ζοῦν μέ ἐγρήγορση ὄχι μόνο βλάπτει, ἀλλά καί ὠφελεῖ. Εἶναι οἱ πνευματικά ἀνδρεῖοι ἄνθρωποι[3]. Ὁ Θεός ἄφησε ἐλεύθερο τό διάβολο νά πειράζει τούς ἀνθρώπους, ἐπειδή φροντίζει γιά τή σωτηρία τους, γιατί ὁ πονηρός τόν ξυπνάει ἀπό τή ραθυμία[4].
Καί ὁ διάβολος ὡς κτίσμα τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ Θεοῦ καί δέ μπορεῖ νά πράξει τίποτε χωρίς τήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ[5]. «Ὡς κτίσμα οὖν τοῦ Θεοῦ, καί ὁ διάβολος κελεύεται ποιεῖν τά καθήκοντα· εἰ γάρ καί ἀφηνίασε τῇ πρόθέσει, ἀλλ’ ὑπό τόν ζυγόν κεῖται τῆς δουλείας, καί κελεύεται ὡς δήμιος πρᾶξαι τά προσταττόμενα»[6].
Ὁ ἄνθρωπος τό διάβολο πρέπει νά τόν ποδοπατεῖ καί ὄχι νά τόν ἔχει πάνω ἀπό τό κεφάλι του. Αὐτή τή δύναμη τήν ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ὅταν ξεφεύγει τοῦ διαβόλου, τότε ἐκεῖνος «μεγάλα φυσᾷ, βρυχᾶται, τρίζει τούς ὀδόντας… Οὐ γάρ πρόσεισιν, ἐάν μή συγχωρήσει ὁ Θεός». Οὔτε στήν ἀγέλη τῶν χοίρων δέν τόλμησε νά εἰσέλθει ἅμα δέν τό ἐπέτρεπε ὁ Θεός· πολύ περισσότερο στίς ἀνθρώπινες ψυχές[7].
Ὅταν ὁ Θεός τιμώρησε τόν ὄφι στόν παράδεισο τοῦ ἄλλαξε τό σχῆμα διαπλάσεώς του μέ τό νά σέρνεται στή γῆ, γιά νά δώσει ἔτσι στό διάβολο καί τή δική του αἰώνια τιμωρία. Ὁ Θεός ἔχει δώσει τόση καί τέτοια ἐξουσία στόν ἄνθρωπο, ὥστε νά μπορεῖ νά ταπεινώνει, νά ποδοπατεῖ καί νά ἐξευτελίζει τό διάβολο[8].
[1] Εἰς Κολοσ. Ὁμ. 2, 3, PG 62, 313.
[2] Εἰς Ψαλμ. 141, 2, PG 55, 444.
[3] Πρός τούς ἐγκαλοῦντας, τίνος ἕνεκεν… Ὁμ. 3, 2, PG 49, 266.
[4] Εἰς Γέν. Ὁμ. 23, 6, PG 53, 205.
[5] Εἰς τόν μακάριον Ἰώβ Ὁμ. 1, D, PG 64, 524-525.
[6] Εἰς τόν μακάριον Ἰώβ Ὁμ. 1, Β, PG 64, 524.
[7] Εἰς Φιλιπ. Ὁμ. 6, 5, PG 62, 225.
[8] Εἰς Γέν. Ὁμ. 17, 7, PG 53, 143.
Πολλοί ἁμαρτάνουν καί χωρίς τή μεσολάβηση τοῦ διαβόλου, γιατί δέν εἶναι πάντα ἐκεῖνος ὁ αἴτιος. Στόν Ἰούδα ἐπί παραδείγματος πῶς μπῆκε; Ὁ ἴδιος τοῦ τό ἐπέτρεψε. Ἦταν κλέφτης τοῦ κοινοῦ ταμείου τῶν Ἀποστόλων. Ὁ Ἰούδας κάλεσε τό διάβολο, γιατί ἦταν σέ λάθος δρόμο[1]. Ὁ Ἰούδας διευκόλυνε τήν εἴσοδο τοῦ διαβόλου μέσα του· «αὐτός ἔδωκεν εὐρυχωρίαν τῆς εἰσόδου· ὥστε οὐχ ὁ διάβολος τήν ἀρχήν ἐντίθησιν, ἀλλ’ ἡμεῖς αὐτόν δεχόμεθα καί καλοῦμεν». Ὁ διάβολος ἀδυνατεῖ νά πειράξει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι σέ νήψη καί ἐγρήγορση[2].
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, μετά ἀπό πολλά δεινά καί τιμωρίες ἀπό τό Θεό, Τόν εὐγνωμονεῖ, ὅπως ὁ Ἰώβ, τότε πληγώνει βάναυσα τό διάβολο, δείχνοντάς του πώς πόσο ἀνώφελα κουράζεται καί πώς πρός κέντρα λακτίζει»[3].
Συμπερασματικά: Ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στό διάβολο; Πάντοτε νά εἶναι ἐχθρικός ἀπέναντί του, πικρός, ἀτίθασος, ἄγριος καί ὄχι ἐπιεικής. Πολλά εἶναι τά ὅπλα κατά τοῦ διαβόλου, ἀλλά ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μνημονεύει ἕνα: Τό νά εὐχαριστεῖ ὁ ἄνθρωπος τό Θεό γιά ὅλα ὅσα τοῦ τύχουν στή ζωή εἴτε καλά εἴτε κακά[4].
Εἶναι ἐχθρός καί πολέμιος τῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς δικῆς του. Τόν ἑαυτό του δέν ἀγαπᾶ καί θά ἀγαπήσει τόν ἄνθρωπο; Ὁ διάβολος εἶναι ἀσεβέστατος· ἀκόμα καί ὁ κόσμος ὅλος νά προσευχηθεῖ νά μετανοήσει, ἐκεῖνος δέν ἀλλάζει[5]. Ἄς τόν πολεμᾶ ὁ καθένας μας δριμύτατα, ἔχοντας ὡς σύμμαχο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό[6]. «Μηδαμοῦ δαίμονι πείθεσθαι, μηδέ ἄν σοι ὑγιές τι λέγῃ»[7].
[1] Εἰς Πράξ. Ὁμ. 54, 3, PG 60, 377-378.
[2] Εἰς Πράξ. Ὁμ. 54, 3, PG 60, 377-378.
[3] Εἰς Γέν. Ὁμ. 23, 4, PG 53, 202.
[4] Εἰς Ἀνδριάντας Ὁμ. 1, 11, PG 49, 31.
[5] Περί Ἀκαταλήπτου Λόγος 3, 6, PG 48, 725.
[6] Εἰς Ἐφεσ. Ὁμ. 22, 5, PG 62, 163-164.
[7] Εἰς τόν Λάζαρον Ὁμ. 2, 1, PG 48, 983-984.