Ο Κλαύδιος είχε από πιτσιρίκος ιδιόρρυθμη φύση. Αυτό οφείλεται και στον τρόπο που ανατράφηκε. Η παιδική του ηλικία υποτάχθηκε σε δυο αντιφατικές και ασυμβίβαστες δυνάμεις, στην άκαμπτη αδιαλλαξία και αυστηρότητα του πατέρα του και στην ενδοτική συμπεριφορά, τη γεμάτη χάδια της μητέρας του. Δηλαδή μια σκληρότητα που έκρινε τον εξαναγκασμό και την τυφλή υποταγή της πατρικής στοργής και μια υπερβολική αγάπη.
Έτσι ο Κλαύδιος μεγάλωσε με το φόβο και τη θωπεία. Φοβόταν τον πατέρα του, τους ανθρώπους γύρω του, όλο τον κόσμο, κι έβρισκε στην αγκαλιά της τρυφερής μητέρας του και στα χάδια της, το καταφύγιο από το φόβο του. Κι εκείνη να φορτώνεται όσα ο ίδιος έπρεπε να κάνει , με αποτέλεσμα να φτάσει ο Κλαύδιος σαράντα χρονών και να είναι ακόμη παιδί, να φοβάται τους ανθρώπους, να βλέπει γύρω του εχθρούς, να περιχαρακώνεται, να απελπίζεται στην παραμικρή αποτυχία του, να φορτώνει λάθη στους άλλους, να επιλέγει συνεργάτες που έρπουν δίπλα του, ώστε να νιώθει ισχυρός. Όπλα δεν είχε παρά εκείνα τα παιδικά, τον εγωισμό, το κλάμα, το ζόρι, την αυτοτιμωρία αλλά και την τιμωρία των άλλων.
Κάποια στιγμή θέλησε να δώσει στη ζωή του άλλη τροχιά , νέο νόημα , νέα εξέλιξη. Ανοίχτηκε στο χώρο του πνεύματος, στο χώρο της θρησκείας. Αποζητούσε τον αφρό της γνώσης, την υπέρτατη αλήθεια. Μελέτησε με ζήλο κι επιμονή. Βίωσε ή νόμιζε πως βίωσε το μέγεθος της υπέρτατης πίστης. Πίστεψε πως κρατούσε τα κλειδιά της επιρροής και της ολοκληρωτικής κυριαρχίας. Κόντεψε να χάσει τα λογικά του ή μήπως τα έχασε; Σκοπός του πότε θα ανέλθει στο θρόνο της ατέρμονης εξουσίας. Πότε θα ανυψωθεί στον ουρανό. Πότε θα ζήσει ως μόνος κυρίαρχος άρχων και ποιμένας . Πότε θα πατάξει τους θεωρούμενους εχθρούς. (Μα αλήθεια η πίστη που πρέσβευε τη μοναδική αλήθεια και έχει σαν όπλο την αγάπη, ανακαλύπτει- κυνηγά εχθρούς;)
Και σ όλα αυτά ήρθε να προστεθεί και ο παράς, το χρήμα που κυριαρχεί και σ’ αυτούς που κυριαρχούν. Πάει περίπατο η πνευματικότητα. Λεφτά… λεφτά..παντού λεφτά!! Ο οβολός να γεμίζει σεντούκια κι από δω να πάνε οι άλλοι.
Ο Κλαύδιος λοιπόν, δημιούργησε μια ζωή σε ένα κλουβί που μέσα του κυκλοφορούσε κι έδινε διαταγές στους υπηκόους- υποστηρικτές- δούλους του. Γιατί δούλος είναι όποιος γονατίζει σε ανθρώπους. Το εγώ του ανήλθε σε δυσθεώρητα ύψη , τέτοια που κι ο ίδιος δε το έβλεπε πλέον. Από την μια η μυρωδιά του θυμιάματος ΕΓΩ κι από την άλλη ο ήχος του παρά, θαρρώ τον τρέλαναν. Το ζήτημα είναι πως όποιος του έλεγε κάτι διαφορετικό ή προσπαθούσε να τον συνεφέρει ,τον έδιωχνε, ήταν γι αυτόν εχθρός. Όσοι έμεναν δίπλα του γύρω του συμφεροντολόγοι ήταν, μπας και πάρουν κάνα ψιχουλάκι ύλης ή δόξας!
Τον Κλαύδιο τον συνάντησα πριν λίγες μέρες σε έναν άλλο τόπο, σε ένα κτίριο μέγα με διαδρόμους και πολλά δώματα. Θέλησα να του μιλήσω. Απέστρεψε το βλέμμα του….
Καθόταν πάνω σε μια καρέκλα πλουμιστή με ροδάκια πηγαίνοντας πάνω κάτω στο μακρύ διάδρομο και κάνοντας στροφές μονολογούσε: «Είμαι ηγέτης και κάνω ότι επιθυμώ…»
ΥΓ Ο Κλαύδιος πιθανολογώ, δεν είμαι σίγουρος, μπορεί να είμαι εγώ ή εμείς.
Δημήτρης Κ. Νούλας