ΑΡΘΡΟ του Άγγελου Τσιγκρή πρώην γενικού γραμματέα Αντεγκληματικής Πολιτικής
Νεανική παραβατικότητα ή παραβατικότητα ανηλίκων ονομάζουμε την παράνομη συμπεριφορά ατόμων που δεν έχουν συμπληρώσει το προβλεπόμενο από το νόμο όριο ενηλικίωσης. Πρόκειται για ανησυχητικό φαινόμενο, λόγω του μαζικού χαρακτήρα που τείνει να αποκτήσει στις μέρες μας, αφού παρουσιάζεται σε άτομα όλο και μικρότερης ηλικίας, ενώ οι πράξεις τους γίνονται ολοένα και περισσότερο βίαιες. Δύο σύγχρονες μορφές παραβατικότητας ανηλίκων είναι η σύσταση συμμοριών ανηλίκων, καθώς και η αυξανόμενη βία στο σχολικό περιβάλλον, φαινόμενα ιδιαίτερα εκτεταμένα σε ορισμένα κράτη και πολύπλοκα ως προς τη διερεύνηση και την αντιμετώπισή τους.
Η παραβατικότητα των ανηλίκων αποτελεί ένα από τα εγκληματολογικά προβλήματα που απασχολούν όλο και περισσότερο τη διεθνή κοινότητα, ενώ πολλά είναι τα κείμενα διεθνών οργανισμών που έχουν ασχοληθεί μέχρι σήμερα με το ζήτημα. Το φαινόμενο, ήδη από τον περασμένο αιώνα, αποτελεί διεθνώς αντικείμενο συνεχούς παρατήρησης και έρευνας. Να σημειωθεί ότι οι συμπεριφορές των νέων συχνά αποκτούν μεγαλύτερη κοινωνική σημασία από τις συμπεριφορές των ενηλίκων, ιδίως εάν είναι αρνητικές, και έτσι δημιουργείται μια ιδιαίτερα αρνητική κοινωνική αντίληψη για τους παραβατικούς ανήλικους.
Η ένταση φαινομένων όπως αυτό των βίαιων οργανωμένων συμμοριών ανηλίκων, έχει οδηγήσει ορισμένα κράτη -στα οποία οι χώροι γύρω από τα σχολεία, αλλά και οι ίδιες οι αυλές των σχολείων, ακόμα και στις προνομιούχες συνοικίες, έχουν καταστεί ζώνες εκτός νόμου- στην έναρξη διαλόγου σχετικά με την ανάγκη μεταρρύθμισης του ποινικού δικαίου των ανηλίκων. Η κλιμάκωση με την οποία εμφανίζεται στις μέρες μας το φαινόμενο της παραβατικότητας των ανηλίκων, επιβάλλει να δοθούν αποτελεσματικές και πειστικές απαντήσεις, οι οποίες πρέπει να οικοδομηθούν κυρίως γύρω από τρεις άξονες δράσης: την πρόληψη, τα ποινικά – παιδαγωγικά μέτρα και την κοινωνική επανένταξη – ενσωμάτωση των ανήλικων παραβατών.
Πάνω από ένα εκατομμύριο παιδιά βρίσκονται σε καθεστώς κάποιου είδους κράτησης παγκοσμίως. Οι ανήλικοι στα κέντρα κράτησης νέων υποβάλλονται μερικές φορές σε πολλές από τις ίδιες ποινές με τους ενήλικες, όπως η απομόνωση, παρά τη ανηλικότητα ακόμη και την ύπαρξη κάποιου είδους αναπηρίας. Τα παιδιά που βρίσκονται υπό κράτηση έχουν υποβαθμισμένη ή ανύπαρκτη σχολική εκπαίδευση, εγκαταλείπουν το σχολείο ή αποτυγχάνουν να ολοκληρώσουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ανεξάρτητα από την απεικόνιση στις επίσημη στατιστικές, σήμερα στην Ευρώπη είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη ότι υπάρχει προοδευτική αύξηση της νεανικής παραβατικότητας και ότι οι παραβάσεις που διαπράττουν οι νέοι είναι όλο και πιο σοβαρές. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, οι πολίτες ζητούν αποτελεσματικότερους μηχανισμούς ελέγχου, γεγονός που έχει κινητοποιήσει πολλές χώρες στην κατεύθυνση της αυστηροποίησης της νομοθεσίας τους για τους ανήλικους παραβάτες.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστούν οι ακριβείς παράγοντες στους οποίους οφείλεται η παραβατικότητα των ανηλίκων και αυτό γιατί η παραβατική συμπεριφορά των παιδιών και των εφήβων λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μίας πολύπλοκης διαδικασίας κοινωνικοποίησης και κοινωνικού ελέγχου. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση ο ανήλικος παραβάτης δεν αποτελεί κοινωνικό «ασθενή», η συμπεριφορά του οποίου οφείλεται σε σωματικές, νοητικές ή ψυχικές ανωμαλίες.
Για την ανάλυση της συμπεριφοράς των ανηλίκων -παραβατικών ή μη- θα πρέπει να ανατρέξουμε στο οικογενειακό, σχολικό, φιλικό και κοινωνικό περιβάλλον, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται. Όμως, στην εποχή μας υπάρχουν και εξωγενείς ως προς το περιβάλλον του ανηλίκου παράγοντες -όπως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η τεχνολογία και ιδιαίτερα το διαδίκτυο- που τον προσγειώνουν απότομα στον κόσμο των ενηλίκων, γεγονός που προκαλεί συχνά τη βίαιη αντίδρασή του.
Ως κυριότεροι παράγοντες της παραβατικότητας των ανηλίκων αναφέρονται ο αποπροσανατολισμός, η έλλειψη επικοινωνίας και προβολής κατάλληλων προτύπων στους κόλπους της οικογένειας, που συχνά οφείλεται στην απουσία των γονέων, τα ψυχοπαθολογικά προβλήματα που συνδέονται με φαινόμενα κακοποίησης και σεξουαλικής παρενόχλησης από άτομα του συγγενικού περιβάλλοντος, οι ανεπάρκειες των εκπαιδευτικών συστημάτων ως προς τη μετάδοση κοινωνικών αξιών, η φτώχεια, η ανεργία, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η ιδιαίτερη τάση μιμητισμού που αναπτύσσουν οι νέοι στην προσπάθεια διαμόρφωσης της προσωπικότητάς τους, οι διαταραχές της προσωπικότητας που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών ουσιών και η προβολή προτύπων άσκοπης, υπέρμετρης και αδικαιολόγητης βίας από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ορισμένους διαδικτυακούς τόπους και βιντεοπαιχνίδια.
Εδώ, όμως, χρειάζεται προσοχή ως προς το ποιοί είναι οι πραγματικοί παράγοντες με βάση τους οποίους εξηγείται η παραβατικότητα των ανηλίκων. Για παράδειγμα, δεν είναι η συχνή φυσική απουσία των γονέων ή η μονογονεϊκή οικογένεια που αποτελεί αναγκαστικά παράγοντα παραβατικότητας, αλλά η ουσιαστική αδυναμία των γονέων να ανταπεξέλθουν στα καθήκοντα επιμέλειας των παιδιών τους ή η απουσία υγιούς και ποιοτικής σχέσης -λόγω οικονομικών, κοινωνικών ή και διαπροσωπικών προβλημάτων- μεταξύ γονέων και παιδιών ή και γονέων μεταξύ τους. Δεν είναι η αποτυχία του μαθητή από μόνη της, αλλά η αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να αποτρέψει το στιγματισμό και την περιθωριοποίησή του. Τέλος, δεν είναι η ταυτότητα του μετανάστη που συντείνει στη εκδήλωση παραβατικής συμπεριφοράς, αλλά η κοινωνική περιθωριοποίησή του.
____________________
Ο δικηγόρος Άγγελος Τσιγκρής διδάσκει Εγκληματολογία στην Ελλάδα και την Κύπρο. Έχει διατελέσει βουλευτής Αχαΐας, γενικός γραμματέας Αντεγκληματικής Πολιτικής, εκπρόσωπος της Ελλάδας στη Μόνιμη Επιτροπή Επιχειρησιακής Συνεργασίας για την Εσωτερική Ασφάλεια στην Ευρώπη (COSI) του Συμβουλίου της ΕΕ, στη Μόνιμη Αντιπροσωπία του ΟΗΕ για την Πρόληψη του Εγκλήματος και την Ποινική Δικαιοσύνη και στο Δίκτυο Πρόληψης της Εγκληματικότητας της ΕΕ.