Του Νίκου Μουστάκα
Απόφοιτου του τμήματος Δημόσιας Διοίκησης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Μεταπτυχιακού φοιτητή στο τομέα Διεθνών Διαπραγματεύσεων στο ΟΠΑ
Προφανώς με τις εξελίξεις να τρέχουν, ένα από τα θέματα που απασχολεί την επικαιρότητα είναι και αυτό της πολιτκής βίας στην Ελλάδα. Η ελληνική κοινωνία σε μεγάλο ποσοστό είναι μια κοινωνία που αγαπά να μισεί. Προφανώς δεν πρόκειται περί ανακάλυψης του τροχού, ούτε φυσικά η κοινωνία μας είναι η μόνη αυτού του είδους.Τα αίτια είναι ποικίλα, κοινωνικοπολιτικά και ανθρωπολογικά. Βέβαιο είναι ότι δεν πρόκειται για προϊόν της οικονομικής κρίσης. Είναι κοινός τόπος, ότι η κρίση υπήρξε και εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ως αφορμή για την έκφραση παντός είδους «αγανάκτησης» και αγελαίας αντίδρασης. Από τις χυδαιολογίες και τα επεισόδια μπροστά στο κοινοβούλιο, μέχρι τα γκράφιτι του μίσους σχεδόν σε κάθε τοίχο του κέντρου της Αθήνας και όχι μόνο, η φασίζουσα κουλτούρα κάνει αισθητή την παρουσία της. Δεν πρόκειται για πολιτική στάση. Πρόκειται ακριβώς για την απουσία της πολιτικής. Και εδώ πρέπει να υπομνήσουμε ότι πολύ εύστοχα ο Λευτέρης Κουσούλης έχει ορίσει στο «Ελάχιστο Λεξικό & 16 Αφορισμοί» του την πολιτική ως «τον θεσμικό έλεγχο της βίας».Και είναι πράγματι έτσι. Η πολιτική δεν υπάρχει μόνον χάριν μιας τεχνοκρατικής επίλυσης πρακτικών ζητημάτων. Σπανιότατα μάλιστα υπάρχει ως τέτοια. Περισσότερο συνιστά ακριβώς τον περιορισμό της άσκησης βίας. Επί της ουσίας, στην κρατούσα θεωρία περί Κράτους και θεσμών γίνεται πλειοψηφικά δεκτό ότι το προνόμιο της βίας οφείλει να ανήκει στο κράτος, στο βαθμό που εκείνο πρέπει να είναι υπεύθυνο να επιβάλει τη βούλησή του ως φορέας πρωτογενούς εξουσίας, εξουσίας δηλαδή που πηγάζει από τον λαό.
Δυστυχώς όμως, τα τελευταία χρόνια ζούμε στη χώρα μας την υποχώρηση αυτής της κρατικής λειτουργίας και την ανεπίσημη υποκατάστασή της από επί μέρους ομάδες και κοινωνικά τμήματα που δρουν χωρίς έλεγχο και μοναδική τους κοινή συνισταμένη είναι το μίσος και η βία. Τα γεγονότα αυτά μαρτυρούν το βάθος και το εύρος του προβλήματος. Οι άνθρωποι που μετέχουν σε αυτά δεν κινούνται τόσο με κίνητρα αγανάκτησης. Κινούνται περισσότερο με ένστικτα μίσους. Μίσους προς οτιδήποτε δεν συμφωνεί μαζί τους. Είτε ονομάζεται καθηγητής πανεπιστημίου ο οποίος έχει μη αρεστές απόψεις είτε ονομάζεται πολιτικό κόμμα που έχει λάβει μη αρεστές αποφάσεις είτε ονομάζεται διαιτητής ποδοσφαιρικού αγώνα που έχει αποφασίσει διαφορετικά από τις επιθυμίες της κερκίδας. Το ζήτημα που ανακύπτει εν προκειμένω είναι προφανώς ανθρωπολογικό και φτάνει στα όρια της ύπαρξης μιας χώρας,ενός κράτους,μιας κοινωνίας σε κρίση αξιών. Για ποια Δυτικοευρωπαική Ελλάδα μπορούμε να μιλήσουμε, άραγε, όταν τα στοιχειώδη κεκτημένα της φιλελεύθερης δημοκρατίας τίθενται σε αμφισβήτηση. Όταν δεν είναι ασφαλές να είσαι αντιδημοφιλής.
Συνεπώς, μια σειρά κοινωνικο-θεσμικών ζητημάτων χρήζουν άμεσης και οριστικής επίλυσης-διαχείρισης. Αν μπορούσαμε να δώσουμε έναν τίτλο στο ζητούμενο των πολιτικών που πρέπει να ασκηθούν για να βγει η χώρα από το αντιδραστικό αδιέξοδο, αυτός θα μπορούσε να είναι «Ισορροπία παντού». Επιμέρους μπορούμε να θέσουμε τα εξής όρια. Ισορροπία της προστασίας της ακαδημαϊκής ελευθερίας και της προστασίας της ακεραιότητας και ασφάλειας διδασκόντων και διδασκομένων έναντι κάθε πράξης βίας. Ισορροπία του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης, στο πλαίσιο του νόμου, κάθε ατόμου ή ομάδας με το δικαίωμα άλλων ατόμων και ομάδων να πράττουν το ίδιο σε οποιοδήποτε σημείο της χώρας. Αυστηρός διαχωρισμός των ορίων μεταξύ πολιτικής αντιπαράθεσης και άσκησης βίας κάθε μορφής, χρώματος και κατεύθυνσης. Είναι όμως εύλογο ότι τα προτάγματα αυτά δεν αποτελούν απλώς μια ατζέντα πολιτικών επιλογών. Αποτελούν οδοδείκτες ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου, που μάλλον έχει ανάγκη η χώρα μας. Είναι επίσης προφανές ότι εκείνο που ελλείπει τραγικά από τη σημερινή εποχή είναι η ίδια η πολιτική. Η ουσία αυτής, ήτοι η θετική εμμονή στη διαδικασία έλλογης αντιπαράθεσης με σκοπό την πειθώ, χωρίς καταφυγή στη βία. Και το πρόβλημα αυτό υφίσταται με ευθύνη όλων, κυβερνώντων και κυβερνωμένων. Και είναι πολύ δύσκολο, πράγματι, να αντιπαρατεθεί κανείς στην κουλτούρα της πολιτικής αγυρτίας με λογικά επιχειρήματα, εμμένοντας στην επιλογή της ορθόδοξης πολιτικής επικοινωνίας. Τη στιγμή μάλιστα που ένας ολόκληρος κόσμος α-πολίτικης αντιπαράθεσης αναπτύσσεται και γιγαντώνεται καθημερινά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ένας πόλεμος ενός κόσμου που πάντα υπήρχε, πάντα ζούσε, πάντα παθιαζόταν, πάντα ήταν έτοιμος να κατασπαράξει όποιον διαφωνούσε μαζί του. Με μια διαφορά. Ντρεπόταν να το πράξει δημοσίως υπό τον φόβο του χλευασμού. Η σύγχρονη τεχνολογία του δίνει πλέον αυτή τη δυνατότητα με το αζημείωτο. Η απάντηση, λοιπόν, στην κουλτούρα της πολιτικής βίας και του αντιθεσμικού μίσους πρέπει να είναι ισχυρή και μη βίαιη. Αυτή η ισορροπία διεισδυτικότητας και ήπιας ισχύος είναι το αναγκαίο μείγμα επικοινωνίας που οφείλουν να προσδιορίσουν κόμματα, φορείς, ενεργοί πολίτες που θέλουν να θεωρούν εαυτούς γνήσιους παράγοντες της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας ενός κράτους μέλους του πολιτισμένου κόσμου. Το στοίχημα δεν είναι απλώς μεγάλο και κρίσιμο. Είναι υπαρξιακό και ταυτοποιητικό της Ελλάδας στα χρόνια μετά την πιο ισοπεδωτική κοινωνική κρίση που έχει γνωρίσει σε οποιαδήποτε περίοδο ειρήνης στη διάρκεια του βίου της ως ανεξάρτητου κράτους.
Για να δούμε όμως και μερικά συμπεράσματα από την έρευνα, που συνδιοργάνωσαν το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics (LSE), το Κέντρο Πολιτικών Ερευνών του Παντείου Πανεπιστημίου και το Πανεπιστήμιο του Exeter – για την «Πολιτική Βία στην Ελλάδα της Κρίσης, και απεδείχθει άκρως ενδιαφέρουσα. Σημειώνεται, ότι, όταν, κατά καιρούς, εκδηλώνονται μορφές βίας, και η πολιτική συγκυρία το ευνοεί, πλάθονται θεωρίες περί κινημάτων νεολαίας, που θέλουν να πάρουν την τύχη στα χέρια τους. Κανένα κίνημα. Πρόκειται για ακραία έκφραση πολιτικής βίας, ανάλογα με την πολιτική συγκυρία και η ερμηνεία στη βία αυτή, χαρακτηρίστηκε ως «ουρά της Δικτατορίας». Κάποιοι συνέχισαν και αργότερα (Μεταπολίτευση), ως ακτιβιστές, άλλοι ως ακτιβιστές – εξτρεμιστές, και άλλοι ακτιβιστές – εξτρεμιστές – δολοφόνοι, συμμετέχοντας σε τρομοκρατικές οργανώσεις.
Γιατί υπάρχει όμως τόσο έντονα το φαινόμενο της πολιτικής βίας στη χώρα; Η συνέχισή του στηρίχθηκε στην ατιμωρησία, στο γεγονός ότι το κράτος δικαίου ήταν αδύναμο στην άσκηση των καθηκόντων του. Δεν επιβλήθηκε ποτέ τάξη. Γι’ αυτό πήρε το φαινόμενο διαστάσεις εξωπραγματικές. Στο κεφάλαιο Χρυσή Αυγή αξίζει να σημειωθεί ότι στα χρόνια της κρίσης με την υποστήριξη του ελληνικού λαού βγήκε στην επιφάνεια όλη η πολιτική χυδαιότητα που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, κάτι που οδήγησε και σε αμφισβήτηση βασικών κανόνων της Δημοκρατίας.
Προφανώς ιδιαίτερη μνεία και αναφορά πρέπει να γίνει στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, στις δολοφονίες των δυο νέων (Μάνος Καπελώνης, Γιώργος Φουντούλης) έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο, στα επεισόδια και τους θανάτους της Marfin, σε μια σειρά ανθρώπινες απώλειες,στους αιγύπτιους ψαράδες. Πρόκειται για τραύμα στο Σώμα της Δημοκρατίας, στην κοινωνία μας. Μπορεί η πληγή να μην είναι χαίνουσα, δεν έχει κλείσει όμως ακόμη. Τι απέμεινε λοιπόν, από όλα αυτά, περί κινημάτων και οργής; Τίποτε. Ήταν κάποιοι που ασκούνταν στο βίαιο εξτρεμισμό. Υπήρχε βεβαίως και μεγάλη ανοχή. Άλλοθι απέναντι σε βίαιες καταστάσεις, που περιφέρονταν από εκπομπή σε εκπομπή, για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα.
Επιπλέον, όταν έχεις να κάνεις με γιάφκα, μάσκες, στειλιάρια και βαριοπούλες, ακουμπάει όλο αυτό στη Δημοκρατία; Η δημοκρατική τάξη οφείλει να ασκεί την ευθύνη της εις ολόκληρον και χωρίς εκπτώσεις, με το κράτος Δικαίου ισχυρό, και ζωντανό τον σεβασμό των Δικαιωμάτων και των Ελευθεριών. Επιβάλλεται επιτέλους να συμφωνήσουμε όλοι ότι δεν υπάρχει καμία, μα καμία, ανοχή στη βία. Η καταδίκη πρέπει να είναι ομόφωνη και αμετάκλητη. Θέλουμε άραγε να πάμε ένα βήμα εμπρός και να αφήσουμε την τοξικότητα;. Στον βαθμό πού η δημοκρατική Πολιτεία αποφασίσει να εφαρμόσει το Σύνταγμα και τους νόμους της χώρας, η κοινωνία θα ακολουθήσει.
Ας πάμε όμως να δούμε και ορισμένα στοιχεία που παρουσίασε η παραπάνω έρευνα. Βασιζόμενοι σε καταγεγραμμένα κρούσματα βίας, από περισσότερες από 120 πηγές – ΜΜΕ, ΜΚΟ, Παρατηρητήρια, κάθε λογής δημόσια δεδομένα, αλλά και σε συνεντεύξεις, ακόμη και σε ιδεολογικά κείμενα επιθέσεων, σε διάστημα 11 ετών, από το 2008 ως το 2019, με κύρια ευρήματα τα εξής: Χρονιά – ορόσημο για την έξαρση της Πολιτικής Βίας ήταν το 2008. Η συνθήκη, δύσκολη. Λιτότητα, αποδυνάμωση του δικομματισμού, ανοχή στο φαινόμενο. Η έξαρση δεν άργησε να έλθει. Ο πολιτικός εξτρεμισμός βεβαίως υπήρχε, και στην άκρα Αριστερά και στην Άκρα Δεξιά, δεν εφευρέθηκε το 2008 – ο Εμφύλιος έχει αφήσει τα δικά του πολιτισμικά τραύματα στη χώρα. Το δίπολο άκρα Αριστερά – άκρα Δεξιά χαρακτηρίζεται και από ομοιότητες, και μάλιστα πολλές. Οργανωμένα χτυπήματα με παρόμοιες συμπεριφορές, επιθέσεις που έχουν ως βάση κοινή την αντικρατική διαμαρτυρία. Τα πρόσωπα της βίας μοιάζουν. Το κύμα βίας που προέρχεται από τα αριστερά θεωρείται πάντως τρεισήμιση φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του άλλου άκρου. Η ακροαριστερή βία εστιάζεται γεωγραφικά στα αστικά κέντρα, με κορυφαία την Αθήνα και τη Β’ Πειραιά, ενώ η ακροδεξιά έχει μεγαλύτερη διασπορά στην επικράτεια, με πύκνωση στα νησιά και στο Ανατολικό Αιγαίο. Τα πιο σοβαρά χτυπήματα πιστώνονται στην άκρα Δεξιά. Αυτή είναι που αγαπά τους ανθρώπινους στόχους (σε ποσοστό σοκ : 77,4%), η άκρα Αριστερά προτιμά στόχους υλικούς (63,9%). Η τελευταία έχει ιδιότητες που παραπέμπουν στη Μυθολογία, βγάζει από παντού κεφάλια, και πολλαπλασιάζεται με ρυθμούς αξιοσημείωτους. Έχουν καταμετρηθεί 73 οργανώσεις στο δικό της πεδίο, με τον Ρουβίκωνα να κλέβει ασφαλώς την παράσταση. Στον πόλο της άκρας Δεξιάς, μόνον οκτώ μετρώνται ως πυρήνες δράσης. Σε ετήσιο φάσμα, η δράση της άκρας Δεξιάς δείχνει να φθάνει στο ζενίθ της τον Νοέμβριο, και στο ναδίρ της τον Απρίλιο (τυχαία; Ο μήνας είναι σημαδιακός στην ελληνική Ιστορία). Αντιστοίχως, η άκρα Αριστερά και τα έργα της αγγίζουν την κορυφή τους τον Δεκέμβριο και το ναδίρ τους τον Αύγουστο. Πάει και η Επανάσταση διακοπές, άλλωστε… . Ιδιαίτερη αξία έχουν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, καθώς δίνουν πολιτικό στίγμα, διαφοροποιημένο από αυτό του παρελθόντος. Στην πλειοψηφία τους οι ακροαριστεροί αντιμετωπίζουν τη βία ως μέσο για να φθάσει κανείς στην Επανάσταση, εντοπίζονται όμως και μέλη καινούργιων οργανώσεων που βλέπουν τη βία ως αυτοσκοπό, εμφανίζοντας βίαιο ναρκισσιστικό πρόσωπο, επικίνδυνο όσο κανένα άλλο. Η δράση των ακροαριστερών διακρίνεται δε από νιάτα και φρεσκάδα – «έντονη ηλικιακή ανανέωση» βλέπουν οι ερευνητές, υπάρχουν άλλωστε οργανώσεις που θεωρούνται πρόγονοι και επίγονοι. Οι συμμετέχοντες έχουν περισσότερα μηδενιστικά χαρακτηριστικά πλέον, ενώ όταν υπάρχει εγκλεισμός δεν διστάζουν να αναπτύσσουν σχέσεις με ποινικούς. Η άκρα Δεξιά εμφανίζεται πιο αδύναμη στη δομή της: διακρίνεται από μάλλον άτυπο δίκτυο των οργανώσεων μεταξύ τους, τα παρακλάδια της έχουν βραχεία διάρκεια, και σημαία της είναι η ολική ρήξη με το σύστημα. Φωτιά στο σκηνικό βάζουν γεγονότα – καταλύτες. Κοινά για τους ακροδεξιούς και ακροαριστερούς βίαιους δρώντες, είναι η κινηματική διαμαρτυρία των Αγανακτισμένων, τα γεγονότα στις Σκουριές (εξόρυξη χρυσού) και την Κερατέα (απορρίμματα). Για την άκρα Αριστερά, κόκκινο πανί γίνεται η δολοφονία του 15χρονου Γρηγορόπουλου από το χέρι του Κορκονέα, η ψήφιση των Μνημονίων, η δολοφονία Φύσσα, αλλά και η άρνηση στον Δημήτρη Κουφοντίνα άδειας εξόδου από τη φυλακή, οι εκκενώσεις καταλήψεων, η επέτειος της 17Ν. Αντιστοίχως, για την άκρα Δεξιά, η άρση της ασυλίας βουλευτών της Χρυσής Αυγής, αλλά και γεγονότα πέριξ της Συμφωνίας των Πρεσπών τροφοδοτούν ,μεταξύ άλλων,σοβαρές εντάσεις. Σε ατομικό επίπεδο, ρόλο στη βίαιη ριζοσπαστικοποίηση φαίνεται να έχουν διαδραματίσει η κατάληψη του Πολυτεχνείου το 1996 (όπως και ο Δεκέμβρης του 2008) για τους ακροαριστερούς. Το Μεταναστευτικό, η δολοφονία μελών της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο, οι συλλήψεις στελεχών του κόμματος και οι προσφυγικές ροές, «μιλάνε» στους ακροδεξιούς.
Και κάπου εδώ ερχόμαστε στις ρίζες της Τρομοκρατίας και τη σύγχρονη αρένα που προκύτπει από το γεγονός ότι υπάρχει μια συγκεκριμένη θυμική ατμόσφαιρα, εντός της οποίας λαμβάνει χώρα αυτή η πολιτική βία ενώ εδώ πρέπει να θυμίσουμε ότι ποτέ δεν έχουμε δει πολυπληθή διαμαρτυρία ενάντια στην πολιτική βία, την τρομοκρατία, στη χώρα, ανεξαρτήτως από που προέρχεται. Η βία παράγει το δικό της κοινό. Ερευνα του κοινωνικού επιστήμονα Ιγκνάσιο Σάντσες – Κουένκα, τονίζει ότι βάσει της διεθνούς εμπειρίας, οι ιστορικές ρίζες της ακροαριστερής τρομοκρατίας βρίσκονται εκεί όπου υπήρξαν δικτατορικά καθεστώτα, και μια παράδοση ακροδεξιάς χούντας. Και η Ελλάδα, μια τέτοια περίπτωση είναι. Μια εντυπωσιακή δυσαναλογία που καταδεικνύει τον βαθμό στον οποίο το κράτος έχει απεμπολήσει την ευθύνη του είναι ότι από το 1998 ως το 2010, 6.000 εμπρηστικές επιθέσεις, 20 καταδικαστικές αποφάσεις. Σε έρευνα του 2010, η 17Ν είχε ακόμη υψηλά ποσοστά ανοχής. Στην Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία η πολιτική βία είχε προπάντων αριστερό ιδεολογικό πρόσημο· μετά το 2008 η πολιτική βία εντοπίζεται ωστόσο και στον ακραίο δεξιό πολιτικό πόλο. Υπάρχει όμως κάτι διαφορετικό, βαθύτερο και σκοτεινότερο από τα «μεγάλα πολιτικά σφάλματα της Μεταπολίτευσης» που στοιχειώνει την πολιτική ζωή της χώρας από το 1974 μέχρι σήμερα και φυσικά αναφερόμαστε στην πολιτική βία. Από την μεταπολίτευση μέχρι την δεκαετία του 2000, η πολιτική βία υπήρξε καταδικαστέα από όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα. Η εποχή του μετεμφυλιακού κράτους (και παρακράτους) της Δεξιάς, που είχε ρημάξει τους αριστερούς και τους συνοδοιπόρους τους, φαινόταν πως είχε παρέλθει οριστικά. Η νομιμοποίηση του ΚΚΕ από την πρώτη μεταπολιτευτική κυβέρνηση επέδρασε καταλυτικά στο κοινωνικό σώμα και αποτελούσε το πρώτο γενναίο βήμα προς την εθνική συμφιλίωση, η οποία ολοκληρώθηκε ουσιαστικά με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Μπορεί να υπήρχαν πολιτικά πάθη, πολλές φορές έντονα, αλλά πάντως αυτά περιορίστηκαν εντός των θεμιτών πολιτικών ορίων. Κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα δεν διανοήθηκε ποτέ να προτρέψει τους ψηφοφόρους του σε άσκηση βίας κατά των πολιτικών του αντιπάλων. Κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης, η πολιτική βία προερχόταν –κυρίως– από διάφορες ολιγομελείς συσσωματώσεις που ανήκαν στον χώρο της Aκροαριστεράς, οι οποίες αυτοπροσδιορίζονταν ως λαϊκές, αναρχικές, αντιεξουσιαστικές, ριζοσπαστικές ή επαναστατικές. Οι οργανώσεις αυτές αυτοαναγορεύονταν σε εκφραστές της απόλυτης αλήθειας και προέβαιναν συστηματικά σε εγκληματικές πράξεις προκειμένου να τιμωρήσουν τους (κατά την κρίση τους) καπιταλιστές που έπιναν το αίμα του ελληνικού λαού. Μετά την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (1989-1991), όταν η Ελλάδα έγινε για πρώτη φορά χώρα υποδοχής μεταναστών από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, η κατάσταση χειροτέρευσε. Πλάι στις ολιγομελείς συσσωματώσεις που ανήκαν στο χώρο της Aκροαριστεράς, οι οποίες συνέχιζαν ακάθεκτες την δράση τους, εμφανίστηκαν άλλες ολιγομελείς συσσωματώσεις που ανήκαν στον χώρο της Aκροδεξιάς, με έντονα φασιστικά, ναζιστικά, εθνικιστικά, ρατσιστικά και ξενοφοβικά χαρακτηριστικά. Οι οργανώσεις αυτές αυτοαναγορεύονταν σε προστάτες του ελληνικού αίματος και προέβαιναν συστηματικά σε εγκληματικές πράξεις προκειμένου να τιμωρήσουν τους (κατά την κρίση τους) επιμολυντές που απειλούσαν την καθαρότητα του ελληνικού λαού.
Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις, παρά το γεγονός ότι οι εγκληματικές πράξεις που προέρχονταν από τα άκρα του πολιτικού φάσματος είχαν πολλές φορές τη σιωπηλή (ή όχι και τόσο σιωπηλή) αποδοχή ενός σημαντικού τμήματος της κοινής γνώμης, ωστόσο ποτέ δεν είχαν την πολιτική κάλυψη των κοινοβουλευτικών κομμάτων της εποχής. Εμβληματική παραμένει πάντα η εικόνα των ιστορικών ηγετών του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου, Χαρίλαου Φλωράκη και Λεωνίδα Κύρκου, οι οποίοι, μετά τη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, χειροκροτούσαν τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη που δήλωνε συγκινημένος στην Βουλή των Ελλήνων (26/9/1989): «Πρέπει όμως, αυτήν την ώρα της μεγάλης δοκιμασίας, να σταθούμε όλοι μας όρθιοι. Να προστατεύσουμε την δημοκρατία και τους θεσμούς της. Σε ό,τι με αφορά, εγώ μια ευχή έχω να εκφράσω: να ’ναι το αίμα του Παύλου Μπακογιάννη το τελευταίο αίμα που χύνεται άδικα σ’ αυτόν τον τόπο». Ήταν μία από τις πολλές φορές που ο πολιτικός κόσμος της χώρας έσωζε την συνείδηση της κοινωνίας.
Επομένως με βάση τα παραπάνω οφείλουμε να διακρίνουμε ξεκάθαρα ορισμένα ζητήματα. Αρχικά, παρότι η έννοια συχνά δημιουργεί συγχύσεις, κάθε μορφή βίας με πολιτικό κίνητρο που ο εντολέας δεν είναι το κράτος- όπου πλέον λόγω του αυξημένου πολιτικού πολιτισμού και αυτού του είδους υπόκεινται σε αυστηρόυς περιορισμούς και κάθε μικρή πράξη βίας καταδικάζεται-, με τους δρώντες να ενεργούν παραβιάζοντας τους κανόνες του κράτους δικαίου και θέτοντας σε αμφισβήτηση το κρατικό μονοπώλιο της έννομης βίας, αλλά και τους αξιακούς κώδικες της κοινωνίας εντάσσεται στην κατηγορία της πολιτικής βίας.
Έπειτα, η πολιτική βία είναι πάντοτε φασιστική, όποια φενακισμένη ηθική τάξη (εθνική, θρησκευτική, φυλετική, πολιτική, κρατική, επαναστατική) και αν υπηρετεί, όποιον απάνθρωπο ύμνο κι αν τραγουδά, όποια απάνθρωπη σημαία κι αν ανεμίζει στο φλάμπουρό της (γιατί κάθε σημαία και κάθε ύμνος είναι ομολογίες απανθρωπιάς). Κάθε πολιτική πρόταση που θεωρεί τη βία αναγκαίο κακό προβλέπει για τους υποστηριχτές της την πειθαναγκαστική υποταγή στην κτηνωδία – και η λεγόμενη “αντιβία” πάντοτε υπηρέτησε και ενίσχυσε την πρωτεύουσα βία την οποία υποτίθεται πως αντιμαχόταν. Καμιά αληθινά αντισυστημική αντιπρόταση δεν μπορεί να στηρίζεται στη βία, διότι κάθε πολιτική βία είναι μια βαθύτατη συστημική επιβεβαίωση. Ελευθερία εν τρόμω και εν φόνω δεν υφίσταται… Ούτε υπάρχουν “καλοί” και “κακοί” νεκροί: το αίμα είναι πάντοτε κηλίδα και ποτέ λεκές.
Διάφοροι, συνήθως προγραμματικά αγράμματοι, θεωρούν τη μη βία “ανιστορικό” πρόταγμα. Σύμφωνα με τη συλλογιστική τους, εξίσου “ανιστορικό” είναι και το πρόταγμα της μη εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ο Χένρι Ντέιβιντ Θορό, ο Ερρίκος Ντινάν, ο Λέων Τολστόι, ο Μαχάτμα Γκάντι, ο Αλβέρτος Σβάιτσερ, η Σόφι Σολ, ο Πρίμο Λέβι, η Ζερμέν Τιγιόν, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, ο Νέλσον Μαντέλα, ο Τζον Λένον, η Ρέιτσελ Κόρι, ο Χραντ Ντικ, οι αντιρρησίες συνείδησης, οι εθελοντές των ανθρωπιστικών οργανώσεων και χιλιάδες άλλοι μάς δίνουν με τη σκέψη τους και με τη ζωή τους μια σαφή αντιπρόταση στην αλληλοτροφοδοτούμενη κτηνωδία της βίας. Ο κόσμος προχωράει με την παιδεία, την επιστήμη, τη δημιουργία, την τέχνη, την κοινωνική συμμετοχή και αλληλεγγύη, τον έρωτα. Ο Ρουσό, ο Μότσαρτ, ο Βαν Γκογκ, ο Αλέξανδρος Φλέμινγκ ή ο Γεώργιος Παπανικολάου πάλεψαν για την ανθρωπότητα πολύ περισσότερο από τους κάθε λογής μεγαλοφονιάδες που θεώρησαν πως έχουν το δικαίωμα να “ελευθερώσουν” σκοτώνοντας και σφάζοντας, και διαλύοντας καθετί στο διά τους. Πολιτική βία είναι και οι δολοφονίες της Χρυσής Αυγής, η ρατσιστική της ρητορεία και δράση, η δολοφονία του Φύσσα, του Τεμπονέρα, η κατά περιπτώσεις υπέρμετρη βία που ασκούν διάφοροι τραμπούκοι αστυνομικοί κλπ. Αλλά πολιτική βία είναι και τα σπασίματα στα μαγαζιά, και οι δολοφονίες της 17Ν, η δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη, το κάψιμο της Marfin με θύματα τους εργαζομένους, καθώς και η δολοφονία των Καπελώνη και Φουντούλη και η δολοφονία του Γρηγορόπολου και ο τραμπουκισμός του Ρουβίκωνα σε καθηγητές και τα γιαουρτια με ξυραφάκια και η συλλογιστική ότι όλοι είναι προδότες και πολλά πολλά ακόμη, προφανώς με κλιμακωτή ένταση και διαχωρισμό της επικινδυνότητας και της ποινικής αντιμετώπισης.
Όσο για όλα τα παραπάνω δεν υπάρχει κοινή ανάγνωση των καταστάσεων και δεν συμφωνηθεί ότι τίποτα από αυτά δεν είναι δικαιολογημένα, τόσο θα γυρνάμε υποκριτικά γύρω από τον μίζερο ευατό μας και θα δείχνουμε το δάκτυλο στους άλλους ενώ ο ποταμός αίματος και η καταρακύλα της ποιότητας της Δημοκρατίας θα ακολουθούν την πορεία τους.