Τοῦ Ἀρχιμ. Βαρλαὰμ Μετεωρίτου
Αὐτὴ ἡ ἄνοιξη μπῆκε βαριὰ στὸν τόπο μας.
Δὲν εἶναι ὧρες γιὰ πολλὰ λόγια, οὔτε γιὰ πολλὰ ἀκούσματα καὶ εἰκονες.
Μὲ λόγια, πολλοὶ τὸ λένε, ἀλλὰ νὰ τὰ βάλῃ ὅλα κάτω ἡ ψυχὴ καὶ νὰ ξεκινήσῃ εἶναι πολύ δύσκολο, ἀφάνταστα δύσκολο…! Εἶναι μεγάλο πρᾶγμα νὰ γίνῃ αὐτό… εἶναι πολὺ δύσκολο καὶ μερικὲς φορὲς ἀργεῖ ἀρκετὰ νὰ γίνῃ.
Καί, ὅμως, εἶναι φίλοι μου, κάποιες ὧρες ποὺ θέλουμε νὰ σιωπήσουμε.
Νὰ μείνουμε μόνοι… ἐμεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας… ἐμεῖς καὶ τὰ συναισθήματά μας… νὰ μείνουμε μόνοι, μὲ σκέψεις καὶ προσευχές…!
Νὰ φωνάξουμε σιωπώντας…! Νὰ μιλήσουμε μαζί της καὶ νὰ μᾶς δώσῃ ἀπαντήσεις…!
Ξέρετε, ἡ δύναμη τῆς σιωπῆς εἶναι γεμάτη σοφία.
Αὐτὲς τὶς σκληρὲς μέρες, δὲν μποροῦμε νὰ κάνουμε κάτι ἄλλο, παρὰ νὰ νιώσουμε τὸν πόνο τῶν ἄλλων, ὅσο μποροῦμε(!). Νὰ τὸν ζήσουμε καὶ ἐμεῖς, ἔστω λίγο, ἂν μποροῦμε(!).
Ὁ καθένας ξέρει τί μπορεῖ νὰ κάνῃ καὶ ὀφείλει νὰ τὸ κάνῃ.
Αὐτὲς τὶς βαριὲς τὶς ὦρες, Θεέ μου, ποὺ εἶμαι μόνος ἢ αἰσθάνομαι μόνος καὶ δὲν εἶναι κανένας γύρω μου· ποὺ δὲν εἶμαι τίποτα ἄλλο παρὰ μόνο πόνος, περιμένω, περιμένω νὰ φανῇς… Ἐλθέ, Κύριε!
Ἀπὸ τὴ μιά, θλίψη στὴν καρδιά, ἀπὸ τὴν ἄλλη, σκοτάδι στὴν ψυχή, ὦωωω, πόση ὀργή! Ὅπου νά ΄ναι ἡ πτώση ἔρχεται.
Σήκω!!! Σήκω πονεμένη μου ψυχή! Μὴν κάθεσαι κάτω! Βάλε ὅλη σου τὴ δύναμη, δὲν εἶσαι μόνη… δίπλα σου στέκει ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος, καὶ Αὐτὸς σιωπηλός, μᾶς ἀτενίζει καθηλωμένος ἐκεῖ στὰ μεσούρανα, στὸ Σταυρό Του. Νὰ μᾶς κοιτᾶ μὲ μίαν ἀπέραντα μεγαλόπρεπη σιωπή, ὅση καὶ ἡ ἀγάπη Του, ποὺ θεραπεύει τὴν κούφια, μεγαλόστομη καὶ ὑπερφίαλη πολυλογία τῶν ἀνθρώπων.
Ἔχεις μέσα σου τὴν ἀπαντοχὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία «θρηνεῖ καὶ ὀδύρεται» τὴ μαρτυρικὴ πορεία τῶν παθῶν τοῦ Κυρίου, ἀντικρύζοντάς Τον πάνω στὸν Σταυρό, ὡς μάνα, πόνεσε τόσο ἡ καρδιά της…! Γι΄ αὐτὸ μπορεὶ νὰ καταλάβῃ τὴν κάθε πονεμένη ὕπαρξη, καὶ συμπάσχει μὲ τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ πονᾶ, γιατὶ ἀκριβῶς, ξέρει τί πάει νὰ πῇ «πόνος».
«Σήμερα μαῦρος Οὐρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα ὅλοι θλίβονται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται…
…Κι᾿ ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τὰς προσευχάς της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της…
…Βάλε τὰ δύο (καρφιά) στὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἄλλα δύο στὰ πόδια,
τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του,
νὰ στάξῃ αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθῇ ἡ καρδιά του…
…Κι᾿ ἡ Παναγιὰ σὰν τἄκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη,
σταμνὶ νερὸ τῆς ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ νοῦς της.
Κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ λογισμός, κι᾿ ὅταν τῆς ἦρθ᾿ ὁ νοῦς της,
ζητᾶ μαχαῖρι νὰ σφαγῇ, ζητᾶ φωτιὰ νὰ πέσῃ,
ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστῇ γιὰ τὸ μονογενῆ της.
-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανάδες
Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανάδες.
Λάβε, κυρά μ᾿ ὑπομονή, λάβε, κυρά μ᾿ ἀνέση…»
Μπροστὰ στὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου, καὶ μάλιστα νεαροῦ ἀνθρώπου, εἶναι δύσκολο νὰ ἁπαλύνῃ κάποιος τὸν πόνο τῶν γονέων.
Ἀπὸ ποῦ μποροῦν νὰ ἀντλήσουν δύναμη στὶς δύσκολες αὐτὲς στιγμὲς τῆς ζωῆς;
Τί νὰ πῇ κανεὶς σὲ μία τέτοια μάνα ποὺ κλαίει καὶ θρηνεῖ τὸν θάνατο τοῦ παιδιοῦ της;
Μὲ ποιά δύναμη μπορεῖ κάποιος νὰ ἀρθρώσῃ λόγο, προσπαθῶντας νὰ τὴν παρηγορήσῃ;
Εἶναι δυνατὸν νὰ τῆς ἀπαλύνῃ τὸν πόνο, ἢ ἀκόμη περισσότερο νὰ τῆς ὑποδείξῃ νὰ ἠρεμήσῃ καὶ νὰ ἡσυχάσῃ;
Δὲν γίνεται κάτι τέτοιο. Δὲν τὸ ἐπιτρέπει ἡ ἀνθρώπινη λογική, διότι ἡ μάνα γνωρίζει ὅτι, πλέον δὲν θὰ ξαναδῇ τὸν ἀγαπημένο γιό της.
Ἡ σιωπή, εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία σκεπάζει τὸ μαρτύριο τοῦ καρδιαλγομένου, τοῦ ἀναγκεμένου, τοῦ δυστυχισμένου…
Εἶναι τὸ χάδι στὸ δάκρυ τοῦ πονεμένου…
Εἶναι ἡ μυστικὴ φωνὴ στὰ μύχια τῆς σακατεμένης ψυχῆς.
Εἶναι μία διακριτικὴ συνομιλία, ἕνας ἀέναος διάλογος ἀγάπης μὲ τὶς πολυπικραμένες ψυχές, ὅταν τὰ λόγια καθίστανται ἀνήμπορα νὰ διασπάσουν τὰ τείχη τοῦ ὀρθολογισμοῦ καὶ τοῦ «Γιατί;».
Τὶς ὧρες τῆς σιωπῆς τελεσιουργοῦνται τὰ μεγάλα θαύματα, οἱ ἀδιαφήμιστες ἡρωικὲς πράξεις, οἱ μυστικὲς προσωπικὲς ἐπαναστάσεις.
Μέσα στὴ σιωπὴ συντελεῖται ἡ θεανθρώπινη συνάντηση. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖ, στὴ σιγὴ τῆς ἡσυχίας, «τῶν ὑπερφυῶν γεύεται ἀγαθῶν καὶ ὑπερκοσμίων ἀπολαύει καλῶν, καὶ τῆς τοῦ Θεοῦ ἀγάπης καθίσταται χώρημα· καὶ οὕτω ἐρωτοληπτεῖται καὶ χαίρει καὶ εὐθυμεῖ» (Ἅγ. Κάλλιστος).
Ἔχουμε κουραστεῖ ἀπὸ τὴν ἀκατάσχετη πολυλογία, τὴν προχειρολογία καὶ τὴ φθηνολογία. Ἀξίζει νὰ καταλαγιάσουμε, νὰ ἡσυχάσουμε, νὰ ξαποστάσουμε γιὰ νὰ ἀφουγκραστοῦμε ταπεινὰ τὴν πολύφθογγη σιωπὴ τοῦ Θεοῦ!
Μόνον ἡ διάλεκτος τῆς ἀγάπης, τῶν ματιῶν, τῶν δακρύων, τῶν ἡρωϊκῶν προτύπων καὶ τῆς πεντακάθαρης ζωῆς θὰ μπορῇ νὰ στάξῃ λίγη ἐλπίδα.
Μόνον ἡ διάλεκτος τοῦ ζωντανοῦ καὶ ἀληθινοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ δώσῃ φωτισμὸ καὶ παρηγοριά. Καὶ εὐχόμαστε νὰ ἁπαλύνῃ λίγο ἡ βαθιὰ θλίψη τους, νὰ ἐπουλωθῇ πιὸ γρήγορα τὸ τραῦμα τῆς ψυχῆς τους…
Ἡ Παναγία μας, τοῦτες τὶς μαῦρες μέρες, λυγίζει καὶ ἀνοίγει τὴν ἀγκαλιά Της στοὺς πονεμένους. Σκέπει ὅλους τοὺς χαροκαμένους, ὅπως πάντα, ἄλλωστε, στὶς κάθε δύσκολες στιγμές. Εἶναι ἡ Μάνα τῶν ἁπανταχοῦ δακρύβρεκτων.
«Χαῖρε σιγῆς δεομένων πίστης…»
Χαῖρε Παναγία μου, ἐσὺ ποὺ ἀκοῦς τὶς προσευχὲς ἐκείνων ποὺ σιωποῦν.
Αὐτὴ εἶναι ἡ Παναγία, ποὺ ἀκούει τὶς προσευχὲς τῶν σιωπηλῶν,
ποὺ ἐνῶ δὲν μιλᾷς ξέρει τί λές, ποὺ δίχως νὰ ἐξηγῇς ξέρει τί νιώθεις καὶ σὲ καταλαβαίνει.
Ἂς προσφεύγουμε στὴν Παναγία μας μὲ πίστη καὶ ἐμπιστοσύνη καί, κυρίως, ἂς ὑπακούουμε στὴ σωτήρια μητρικὴ συμβουλὴ καὶ παρότρυνσή Της, τὴν ὁποία μᾶς δίδει καὶ μὲ τοὺς λόγους Της καὶ μὲ τὴ ζωή Της. Καὶ αὐτὴ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ὑπακοὴ στὸν Υἱό Της καὶ στὸ θέλημά Του.
Ἡσύχασε κυρὰ Παναγιά,
καὶ ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά Σου,
νὰ πάρῃς τ’ ἀγγελάκια μας,
στοὺς οὐρανοὺς κοντά Σου.