Site icon TrikalaVoice

“Συνάντηση αποφοίτων…”

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΙΜΤΣΑΣ  christos.gim@gmail.com

 

Κάποιοι το σκέφτηκαν. Πήραν τον κατάλογο  αυτών που αποφοίτησαν από το σχολείο εκείνη την χρονιά  και τηλεφώνησαν σε όσους μπόρεσαν να βρουν.
Σε όσους δεν βρήκαν , άφησαν μήνυμα στους δικούς  τους  για το πότε και πού.
Τριάντα είχαν  πάρει απολυτήριο εκείνη την χρονιά ,αγόρια και κορίτσια, καμιά εικοσαριά συναντήθηκαν. Οι άλλοι θες γιατί ήταν μακριά, θες  γιατί δεν βρέθηκαν, δεν ήλθαν.
Στο  «Εξοχικόν», εκεί ορίσθηκε η συνάντηση. Μαγαζί για όλες τις ανάγκες, για καφέ το πρωί, τσίπουρο  το μεσημέρι, ταβέρνα το βράδυ.
Απόμερο, έξω από την πόλη ήταν. Εκεί πήγαιναν στα σκασιαρχεία, εκεί ξανάσμιξαν μετά από είκοσι  χρόνια  αποχωρισμού.
Έφαγαν  και ήπιαν εκείνη την βραδιά, τραγούδησαν και κυρίως θυμήθηκαν. Ο καθένας  στο  δρόμο του τώρα πια.
Αυτός αστυνομικός, είχε γυρίσει την μισή χώρα, που λέει ο λόγος με τις μεταθέσεις μέχρι να αράξει σε κάποια πόλη στο νότο, με γυναίκα και  ένα παιδί.
Ο Θάνος, ο ψηλέας , όταν τελείωσε τα οικονομικά, γύρισε πίσω και άνοιξε λογιστικό γραφείο. Καλά πήγαινε, έτσι έλεγε.
Η Ευγενίτσα δεν είχε κάνει τίποτα. Από σπουδές δηλαδή. Ανέλαβε όμως το μαγαζί του πατέρα της με  καφέδες, γλυκά, ξηρούς καρπούς , και τώρα έλεγε να ανοίξει  μία κάβα με ποτά. Σπίτι όμως δεν άνοιξε ακόμα.
«Δεν έτυχε.  Και τώρα που είμαι και οικονομημένη, δεν με πλησιάζει κανένας. Φοβούνται».
Ετσι είπε και γέλασε. Και να πείς πως δεν ήταν και νόστιμη…
«Αμα διαλέγεις…» μουρμούρισε ο Σταύρος που έγινε νοσηλευτής και που δεν είχε παράπονο, εκτός από τα ξενύχτια στο νοσοκομείο  που  δεν τα άντεχε πια.
Εκεί ήταν και ο Βαγγέλης που δεν είχε καταφέρει τίποτα σπουδαίο μέχρι  τώρα ,εκτός από δουλειές του ποδαριού. Αλλά που θα πήγαινε… είχε κάποιες ιδέες που μπορεί και να του έβγαιναν.
Θυμήθηκαν και αυτούς που δεν ήλθαν όπως  τον  Νώντα που είχε περάσει στη σχολή του εμπορικού ναυτικού και που αυτή την στιγμή ταξίδευε με γκαζάδικο, δεύτερος καπετάνιος , παρακαλώ… Μάλιστα, εκεί επάνω στο κέφι τους τηλεφώνησε  μέσα από το καράβι, για να τους πει πως σε λίγο έμπαιναν στο λιμάνι της Σαγκάης και  η σκέψη και η ψυχή του ήταν εκεί, μαζί τους. Μιλούσαν με ανοιχτή ακρόαση μαζί του  και  όλοι κατάλαβαν πως στο τέλος η φωνή του, είχε ένα μικρό λυγμό.

Θυμήθηκαν και την  Τζοβάνα. Γιαννούλα την φώναζαν στο σπίτι της, αλλά  αυτή επέβαλε το καλλιτεχνικότερο. Σπουδαίο κορμί. Την  έψαξαν αλλά δε  βρέθηκε πουθενά.
Από τότε που είχε κερδίσει σε εκείνο τον διαγωνισμό ομορφιάς  σε  ένα ξενυχτάδικο, πήρε το μυαλό της αέρα. Πότε θα γινόταν μοντέλο , πότε θα γινόταν  ηθοποιός,  πότε χορεύτρια… τέτοια έλεγε.
«Τον κακό της τον καιρό, έλεγε. Θυμάσαι  ρε που ήσουν τσιμπημένος μαζί της; Έλα μην κοκκινίζεις, και οι πέτρες το ήξεραν…», συμπλήρωσε πάλι ο  Σταύρος .
Ήταν αλήθεια πως ήταν τσιμπημένος μαζί της. Ακόμα θυμάται όμως πόσο  πληγώθηκε όταν της είπε πως στις πανελλήνιες θα δήλωνε για αστυνομικός και εκείνη απάντησε:
«Μπάτσος θα γίνεις ρε συ;  Δεν ντρέπεσαι;»
Και μέσα σε όλα αυτά θυμήθηκαν και τον Τέλη που χάθηκε νωρίς. Φοιτητής στην νομική ήταν όταν τον βρήκε το κακό. Οξεία λευχαιμία,  είπαν… Άστα…
Κάπως έτσι τελείωσε η βραδιά .Φιλήθηκαν , υποσχέθηκαν νέα συνάντηση και σκόρπισαν.

«Καλά, πολύ καλά. Συγκινηθήκαμε…», απάντησε στην γυναίκα του όταν  τον ρώτησε πως πέρασαν.
Η Ανθούλα, έτσι έλεγαν τη  γυναίκα του, ήταν και αυτή αστυνομικός. Με όμορφα σχιστά μάτια, κοντό καστανό μαλλί και δυνατή γάμπα. Στην δουλειά γνωρίστηκαν, αγαπήθηκαν, άνοιξαν σπίτι και έκαναν το πρώτο τους παιδί. Κορίτσι ήταν , ίδια η μάνα της. Σε δουλειά γραφείου ήταν η Ανθούλα, στο   «Αλλοδαπών» αυτός.

«Θα αργήσω απόψε»,  είπε της Ανθούλας καθώς  έτρωγαν το μεσημέρι.  «Θέλει ο διοικητής να κάνουμε  ‘’ντου’’ σε μερικά κωλάδικα. Υπάρχουν πληροφορίες πως  έφεραν  λαθραίες και τις έριξαν στα μπαρ της περιοχής».
»Θα μπω  σαν πελάτης και οι άλλοι θα περιμένουν σήμα. Άμα εντοπίσω παράνομα κορμιά, θα μπουκάρουν».
«Να προσέχεις Αποστόλη»-Αποστόλη τον έλεγαν-,  «έχουμε παιδί . Φοβάμαι , φοβάμαι πολύ αυτές τια δουλειές.  Σ’ αυτά τα μαγαζιά  βγάζουν όπλο εύκολα, το ξέρεις. Να πάρεις και εσύ το δικό σου, ακούς; Μην πάς άοπλος».
«Έννοια σου, όλοι  μας θα κουβαλάμε τα δικά μας. Τι  πρωτάρηδες είμαστε ; Μην ανησυχείς».

« Μην παραγγείλεις κρασάκι η μπύρα σαν φλώρος. Ουίσκι και μάλιστα διπλό. Και να κεράσεις τα κορίτσια που θα σου την πέσουν . Πληρώνει η υπηρεσία. Άμα εντοπίσεις λαθραίο υλικό, όπως είπαμε. Χτύπα το σήμα στο κινητό για να γίνει  η μπούκα. Και κρύψε καλά το όπλο».
Αυτά του είπε ο διοικητής του λίγο πριν μπει  στο μπαρ «Η  Βεντέτα».
Ακούμπησε στον πάγκο, παρήγγειλε  «διπλό ουίσκι» και κοίταξε ολόγυρα  μέσα στον  χαμηλό φωτισμό.  Απογοητεύτηκε. Δεν υπήρχε  κόσμος .Μόνον  ένας τύπος σε μία γωνία χαμουρεύονταν με μία ξενέρωτη, και ένας άλλος που  έπινε μόνος του.  Μάλλον ήταν νωρίς ακόμα, σκέφτηκε.
Επάνω που πήγε να ανάψει τσιγάρο άκουσε την φωνή δίπλα του.
«Κερνάει το αγόρι;»
Γύρισε και κοίταξε την γυναίκα που ήλθε και στάθηκε αθόρυβα δίπλα του, από κάτω προς τα επάνω καθώς ήταν μισοσκυμμένος . Ωραία πόδια,  σπαθάτο κορμί , πατσουλί άρωμα και πρόσωπο…
«Τζοβάνα, εσύ είσαι; » Το είπε όμως από μέσα του . Την ξανακοίταξε. Δεν έκανα λάθος , παρ ’όλο το μισοσκόταδο. Αυτή ήταν. Που θα γίνονταν ηθοποιός χορεύτρια, μοντέλο…
Καλύτερα να τον είχαν  πυροβολήσει, που λέει ο λόγος. Τα έχασε.  Πλήρωσε και έφυγε σαν κυνηγημένος ψελλίζοντας ένα «πέρασε η ώρα, είναι αργά, μία άλλη φορά…»
Στον διοικητή που περίμενε με τους άλλους , είπε πως στην  «Βεντέτα» τα πράγματα ήταν  ψόφια. Να πήγαιναν σε κανένα άλλο μαγαζί, μήπως ήταν πιο τυχεροί.

Στο πίσω μέρος του μπάρ, υπήρχε ένα δωμάτιο που  το είχαν για καμαρίνι. Εκεί πήγε και κρύφτηκε.
«Τι κλαίς  μωρή, τι κακό σε βρήκε;»  της είπε το αφεντικό που την βρήκε κλαμένη.
«Με  έψαχναν, με περίμεναν, αλλά εγώ δεν πήγα. Πως θα μπορούσα να πάω… » του απάντησε  με βλέμμα χαμένο , λες  και κοιτούσε κάπου πολύ  μακριά.
«Δεν πας καλά. Πότε πρόλαβες και ήπιες.  Δεν βγαίνεις στην σάλα γιατί από ότι βλέπω ούτε το ρεύμα δεν θα βγάλουμε απόψε,  και άσε τα κλάματα και τις  μαλακίες για αύριο».

Exit mobile version