του Αριστοτέλη Ράπτη, Ομότιμου. Καθηγητή του ΕΚΠΑ
Ο δημόσιος διάλογος που έχει ανοίξει σχετικά με την κυβερνητική πρόταση για την ανα-θεώρηση του άρθρου 16, παρ. 5 του Συντάγματος, που απαγορεύει την ίδρυση ιδιωτι-κών πανεπιστημίων στη χώρα μας, συνοδεύεται από έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις.
Στο διάλογο αυτό, το ΠΑΣΟΚ_ΚΙΝΑΛ τοποθετείται θετικά, αλλά με όρους, ενώ οι αριστερές παρατάξεις επιδεικνύουν σθεναρή αντίσταση προβάλλοντας τα επιχειρή-ματα της προάσπισης της ισότητας ευκαιριών και του αγώνα ενάντια στην εμπο-ρευματοποίηση του μορφωτικού αγαθού και στην ενδεχόμενη υποβάθμιση της ποιο-τητας των σπουδών.
Αν και τα επιχειρήματα αυτά ηχούν ευχάριστα στον πολίτη, μία προσεκτικότερη εξέταση δείχνει ότι η παντελής απαγόρευση της ίδρυσης κάθε είδους ανώτατης ιδιω-τικής εκπαίδευσης στον τόπο μας δεν είναι τόσο δίκαιη και δημοκρατική, όσο φαίνεται, ούτε και επωφελής για την ισχυροποίηση του κύρους της χώρας μας διεθνώς. Αντίθετα, η υπό όρους και με αυστηρές προδιαγραφές λειτουργία ιδρυμάτων ανώτατης και ανώτερης εκπαίδευσης από έμπειρους και αξιόπιστους οργανισμούς του ιδιωτικού τομέα:
1ον) θα επέφερε αποσυμφόρηση στα δημόσια πανεπιστήμια, που θα απελευθέρωνε περισσότερες θέσεις για τους υποψηφίους. Αδικία λοιπόν δεν είναι η δημιουργία περισσότερων εναλλακτικών διεξόδων, αλλά η παρεμπόδισή της και η καταδίκη πολλών υποψηφίων να μείνουν ανεκπαίδευτοι ή να σπουδάζουν σε αντικείμενα εκτός των ενδιαφερόντων τους, με αρνητικές συνέπειες στην αποδοτικότητα και τη δημιουργι-κότητά τους.
2ον) θα συνέβαλε στη χαλάρωση του μακροχρόνιου ανταγωνισμού μεταξύ των μαθητών στο σχολείο. Αυτό θα οδηγούσε και στη χαλάρωση της ανάγκης τους για πολλά, δαπανηρά φροντιστήρια, αλλά και στην απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της καθή-λωσής τους σε άγονες ώρες δουλειάς, που τούς στερεί τη νιότη και που, τελικά, δεν τούς κάνει καλύτερους, αφού οι Έλληνες μαθητές παρουσιάζουν χαμηλές επιδόσεις, όχι μόνον στις πανελλήνιες εισαγωγικές εξετάσεις, αλλά και σε διεθνείς δοκιμασίες.
3ον) θα έμπαινε φρένο στο κύμα μαζικής φυγής των νέων που μεταναστεύουν στο εξωτε-ρικό για σπουδές (40.000 φοιτούν σήμερα σε ξένα πανεπιστήμια) και στην οικονομική αφαίμαξη των οικογενειών τους, αλλά και της χώρας. Συγχρόνως, θα δινόταν σε περισσότερους η ευκαιρία να πραγματοποιήσουν στον τόπο τους μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές, αντί να ενισχύουν τα ξένα πανεπιστήμια και τις άλλες χώρες με δίδακτρα με δαπάνες διαβίωσης. Εθελοτυφλούν λοιπόν όσοι δεν βλέπουν την αδικία και το πλήγμα που υφίστανται οι οικογένειες, που τούς απαγορεύεται να σπουδάσουν τα παιδιά τους στον τόπο τους, έχοντας ήδη υποστεί το κόστος της «δωρεάν» εκπαίδευσης! Εθελοτυφλούν όσοι αρνούνται τα ξένα πανεπιστήμια στη χώρα μας, αλλά δέχονται τα πτυχία Βαλκανικών και άλλων χωρών (που φιλοξενούν παιδιά μικρομεσαίων οικογε-νειών) και όσοι παραβλέπουν το καθεστώς των «Κολλεγίων», που σήμερα απονέμουν πτυχία αναγνωρισμένα από την ΕΕ, αλλά όχι από την Ελλάδα, επομένως και χωρίς ουσιαστικές προδιαγραφές. Εθελοτυφλούν και οι πολιτικοί, που εξαγγέλλουν ελεύθερη εισαγωγή των μαθητών στα Πανεπιστήμια, παραβλέποντας τις επιπτώσεις της στην ποιότητα των σπουδών και το ψυχολογικό τραύμα όλων εκείνων, που αναμένεται να «αποπεμφθούν» από το σύστημα, με το κατοπινό μαζικό «φιλτράρισμά» τους από το σύστημα!
4ον ) θα παρείχε απασχόληση σε μεγάλο αριθμό διδασκόντων και λοιπού προσωπικού, θα προσέλκυε προσοντούχους Έλληνες επιστήμονες και ερευνητές του εξωτερικού και θα συνέβαλε στην αύξηση του ΑΕΠ στη χώρα μας. Με κατάλληλες κοινοπραξίες, και τα δημόσια πανεπιστήμια θα δημιουργούσαν ξενόγλωσσα τμήματα, που θα συνέβαλαν στην οικονομική ενίσχυση τόσο των πανεπιστημίων όσο και του εθνικού εισοδήματος, ενώ συγχρόνως θα άμβλυναν την πολιτιστική απομόνωση της χώρας μας.
5ον) θα αύξαινε την παραγωγή του εγχώριου μορφωτικού πλούτου, με την προϋπόθεση ότι η παραγόμενη γνώση, οι δεξιότητες και η έρευνα θα συνέτειναν στην ανάπτυξη τομέων αιχμής στην τεχνολογία, την οικονομία και την πολιτιστική προώθηση της χώρας.
Η αρνητική στάση απέναντι στην αριστεία και την παραγωγή αρίστων ουδέποτε υιοθετήθηκε από τις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης και της Ανατολής, αφού σε αυτήν στηριζόταν πάντα «το οικονομικό τους θαύμα». Σήμερα μάλιστα ούτε οι πρώην σοσιαλιστικές χώρες δείχνουν αποστροφή προς κάθε τι το ιδιωτικό. Αντιθέτως, μεγιστοποιούν στο έπακρο συνεργασίες, χορηγίες και ενισχύσεις από τον ισχυρό ιδιωτικό τομέα τους και η κοινωνική ευαισθησία υποχωρεί μπροστά στην ανάγκη παραγωγής γνώσης, ανακαλύψεων και καινοτόμων εφαρμογών. Μπροστά στο κοινό όφελος, και μη δυνάμενες να αντέξουν το κόστος της λειτουργίας δημόσιων πανεπι-στημίων για την ικανοποίηση της συνεχώς αυξανόμενης ζήτησης που παρατηρείται διεθνώς δεν διστάζουν σήμερα να ιδρύσουν ιδιωτικά πανεπιστήμια, και να επιβάλουν δίδακτρα στα δημόσια. Ισότητα ευκαιριών εξ άλλου σε επίπεδο πανεπιστημίου ουδέποτε επιτεύχθηκε εντελώς και στις πιο ευαίσθητες κοινωνικά χώρες, εφόσον αυτό είχε ήδη επιδιωχθεί στις κατώτερες βαθμίδες.
Τα παραπάνω απαντούν εν μέρει στο ερώτημα γιατί υπάρχουν ιδιωτικά πανεπιστήμια σε όλες σχεδόν τις χώρες. Όπως όμως αναφέρω στο βιβλίο μου, «Κρατικά και Ιδιωτικά Πανεπιστήμια», το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο στους πολιτικούς και διανοούμενούς μας, που χτίζουν καριέρα σε ανύπαρκτα πλέον μοντέλα, αλλά και στην κυβέρνηση, που προβαίνει σε ένα εγχείρημα, χωρίς σχέδιο σύνδεσής του με την αναγκαία παραγωγική ανασυγκρότηση (ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος του πληθωρισμού των πτυχίων), με το μετασχηματισμό της οικονομίας μας, αλλά και με ουσιαστικές πτυχές της εκπαι-δευτικής μεταρρύθμισης, που η χώρα μας έχει ανάγκη να σχεδιαστούν και να πραγμα-τωθούν.
*Το παραπάνω άρθρο δημοσιεύτηκε στην “ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”.