Στο σύστημα της Απλής αναλογικής ο αριθμός εδρών που λαμβάνουν οι συνδυασμοί εξαρτάται μόνο από το εθνικό ποσοστό τους, ανεξαρτήτως του αποτελέσματός τους ανά εκλογική περιφέρεια. Δέχεται την κριτική ότι δεν παράγει ισχυρές πλειοψηφίες, αφού η εμπειρία στις δυτικές κοινωνίες δείχνει πως σπάνια κάποιος συνδυασμός λαμβάνει το απαραίτητο 50% για να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιείται σε πολύ λίγα κράτη για εθνικές εκλογές, ενώ αντίθετα είναι συνηθές σε εκλογές τοπικού ή συνδικαλιστικού χαρακτήρα.Στην καθαρή μορφή της απλής αναλογικής, οι έδρες κάθε συνδυασμού προκύπτουν από το γινόμενο «Εθνικό ποσοστό X συνολικός αριθμός εδρών» (στρογγυλοποιημένο στον προηγούμενο ακέραιο). Για παράδειγμα ένας συνδυασμός στην Ελλάδα που θα λάμβανε 15%, θα είχε 15/100×300=45 βουλευτές. Όσες έδρες στο τέλος της κατανομής παραμείνουν αδιάθετες λόγω της στρογγυλοποίησης, πηγαίνουν στους συνδυασμούς με τα μεγαλύτερα υπόλοιπα. (Εξ ορισμού από Wikipedia)
Τι γίνεται όμως με την περίπτωση της Ελλάδας και γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει τόσο πολύ στην εφαρμογή της απλής αναλογικής για τις επόμενες εκλογές (δημοτικές-βουλευτικές); Η απάντηση είναι πολύ απλή. Είναι ο μόνος τρόπος να ξαναπάρει την κυβέρνηση. Με δεδομένο πως η Νέα Δημοκρατία θα είναι το πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν καθαρά πως είναι εξαιρετικά δύσκολο, η κυβέρνηση η οποία θα εκλεγεί να είναι αυτοδύναμη. Άρα το πιο πιθανό είναι να υπάρξει για μία ακόμη φορά κυβέρνηση συμμαχίας.
Σε δημοσκόπηση της Metron Analysis που έγινε πριν λίγες εβδομάδες για την εφημερίδα «Τα Νέα», στην εκτίμηση ψήφου η ΝΔ συγκεντρώνει 36,3% έναντι 23,3% του ΣΥΡΙΖΑ. Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν τρίτο κόμμα το Κίνημα Αλλαγής με 9%, ακολουθεί η Χρυσή Αυγή με 7,1%, το ΚΚΕ με 6,7% και τελευταία μπαίνει στη Βουλή με 3,3% η Ένωση Κεντρώων, με τους Ανεξάρτητους Έλληνες να συγκεντρώνουν 2,5% και να μένουν εκτός. Τώρα φανταστείτε αυτά τα ποσοστά στις επόμενες εκλογές με τη μέθοδο της απλής αναλογικής και φτιάξε με το μυαλό σας μία δικομματική (ή και τρικομματική) κυβέρνηση, η οποία θα μπορέσει να φέρει εις πέρας 4 χρόνια διακυβέρνησης, χωρίς τριβές και διαφωνίες, με σκοπό το καλύτερο μέλλον της χώρας. Όπως και να έχει η Νέα Δημοκρατία ως πρώτο κόμμα (σύμφωνα με τη δημοσκόπηση), θα αναγκαστεί να σχηματίσει κυβέρνηση με τουλάχιστον τρία κόμματα για να εξασφαλίσει το 50,1% και να κυβερνηθεί η χώρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ παίζει το τελευταίο του χαρτί, όχι μόνο για να εξατμίσει τις πιθανότητες να βρεθεί εντός της επόμενης κυβέρνησης, αλλά για να καταφέρει να θέσει τους αντιπάλους του σε τέτοιο σημείο, ώστε να μην καταφέρουν εκείνοι να σχηματίσουν κυβέρνηση. Η Νέα Δημοκρατία έχει κάνει ξεκάθαρο το γεγονός πως δεν υπάρχει περίπτωση να συγκυβερνήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το Κίνημα Αλλαγής θεωρητικά είναι το μόνο κερδισμένο, αφού είναι σχεδόν σίγουρο, κατά την άποψή μου, πως όποιο και να είναι το πρώτο κόμμα στις επόμενες εκλογές, θα συγκυβερνήσει μαζί του.
Το ήδη υπάρχον εκλογικό σύστημα είναι το κατάλληλο αν θέλουμε η χώρα να κυβερνηθεί σωστά και δημοκρατικά όπως και στις υπόλοιπες χώρες τις Ευρώπης. Και φυσικά είναι το πλέον κατάλληλο ώστε να δημιουργηθεί μια κυβέρνηση με βάσεις σταθερές για την ανάκαμψη αυτού του τόπου, όχι μόνο οικονομικά και κοινωνικά, αλλά κυρίως πολιτικά! Τα να ψάχνουμε ‘’τρίτα’’ και ‘’τέταρτα’’ κόμματα για να συμπληρωθεί ο αριθμός των εδρών και να σχηματιστεί η κυβέρνηση αποτελεί πολιτική κωλυσιεργία, ενώ στα άκρα αυτής της κατάστασης, μια κυβέρνηση μειοψηφίας θα έφερνε τη χώρα σε δυσμενές πολιτικό αδιέξοδο.
Είναι νωρίς για να κάνουμε πρόβλεψη για τις επόμενες εκλογές. Η γνώμη μου είναι πως η απλή αναλογική θα προκαλέσει σύγχιση στη χώρα και στο εκλογικό σύστημα, τόσο εθνικό όσο και σε τοπικό επίπεδο.
Παναγιώτης Δήμος
Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών (Πολιτική και Διπλωματία)
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας