Εγκατέλειψε το θρόνο, τη δόξα. Καθαίρεσε τον εαυτό του από τον τίτλο του και απομονώθηκε υποταγμένος στην επανάσταση που είχε ξεσπάσει από αρκετό χρόνο μέσα στην καρδιά του. Αποχώρησε τη στιγμή που ο λαός είχε ξεχάσει τα προηγούμενα λάθη του. Αποχώρησε όταν δεν άντεξε άλλο τις τύψεις στην ταραγμένη του ψυχή. Άφησε το μεγαλοπρεπές παλάτι του μέσα στη νύχτα, με μια κάπα στην πλάτη , στο χέρι ένα μπαστούνι που δε θύμιζε το παρελθόν κι αφέθηκε στο πεπρωμένο του.
Μπροστά του απλώνονταν δυο δρόμοι. Ο ένας οδηγούσε σε έναν απέραντο καινούριο κόσμο διαθέσιμο να τον εξερευνήσει κι ο δεύτερος οδηγούσε στον τόπο της μετάνοιας . Είχε όλο το χρόνο να αποφασίσει…. Τα πόδια του τον οδήγησαν έξω από την πόλη. Τα αφτιά του συνέλαβαν μια παράξενη φωνή. Τέντωσε τις αισθήσεις του κάτω από το φως του φεγγαριού και κατάλαβε πως άκουγε ένα μαζικό ολολυγμό, κάτι σαν ομαδικό θρηνολόγημα. Μα γιατί να θρηνούν; Σκέφτηκε. Προχώρησε με επιφύλαξη ώσπου κατέληξε πίσω από τον κορμό ενός κυπαρισσιού. Από εκεί είδε ένα βράχο που έμοιαζε με τρούλο εκκλησίας, και γύρω ανθρώπους . Πολλούς από αυτούς τους γνώριζε. Ξαφνικά ένας σηκώνεται , πλησιάζει τον βράχο και τον γρονθοκοπεί. Υστέρα γυρίζει στη θέση συνεχίζοντας το θρηνολόγημα με τους υπόλοιπους. Λίγο πριν το ξημέρωμα ο ένας σηκώθηκε και είπε: « Ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε στο σπίτι της οδύνης». Σηκώθηκαν και δεσμεύτηκαν να επιστρέψουν το επόμενο βράδυ. Μετά αναχώρησαν προς την πόλη σα φαντάσματα.
Τι να σημαίνουν όλα αυτά; Πλησίασε το βράχο κι έκανε μια περιστροφή γύρω του: Ανάξιο λόγου συλλογίστηκε. Ένας βράχος με αυλακωμένη ράχη. Χτύπησε την επιφάνεια πολλές φορές με τη γροθιά του κι έκρινε πως έπρεπε να φύγει. Ξαφνικά άκουσε μια δυνατή βαθιά φωνή, ενώ στη βάση του βράχου αποκαλύφθηκε μια θολωτή είσοδος. Τρόμαξε και τραβήχτηκε πίσω, αλλά το φως που έβγαινε από την είσοδο, ήταν ήρεμο, γλυκό και μια ευωδία σαν από θυμίαμα αναδινόταν από μέσα… Τον πλημμύρισε δέος!. Γι αυτή την είσοδο βαλάντωσαν στο κλάμα; σκέφτηκε ο Κλαύδιος.
Προχώρησε …..ένας Άγγελος του φραξε το δρόμο…. «Ποιος είσαι;» τον ρώτησε με χαμόγελο. « Ο Κλαύδιος»…. του αποκρίθηκε…. «Τι επαγγέλλεσαι;» …. «Είμαι δραπέτης. Δραπέτευσα από το παρελθόν!»… Πότε άφησες τον τόπο σου; «Πριν μια ώρα περίπου»…. Ο Άγγελος ξέσπασε σε γέλια και είπε: «Είσαι αδύναμος στην αριθμητική! Σε περιμέναμε εδώ και πολύ καιρό!!»… «Εμένα τον Κλαύδιο;» Ρώτησε με κατάπληξη… «Περιμένουμε τον νυμφίο»…. είπε ο Άγγελος και με μια κίνηση του ραβδιού του η πύλη άνοιξε ,στέλνοντας έξω ένα μελωδικό ήχο….
Ο Κλαύδιος βρέθηκε σε μια πόλη που δεν ήταν φτιαγμένη από ανθρώπινο χέρι. Έμοιαζε με επίγειο παράδεισο σε ομορφιά, χάρη, καθαριότητα, άρωμα, κλίμα…. Μόλις μπήκε μέσα το άνοιγμα έκλεισε και η μαγεία του μέρους τον αιχμαλώτισε. Λαμπερό χωρίς να φωτίζεται, μυρωδάτο χωρίς να αρωματίζεται, ευάερο χωρίς να αερίζεται… Ξεχνώντας τον έξω κόσμο αποφάσισε να περάσει. Περπάτησε κι ενώ περίμενε να του πάρει δυο με τρία λεπτά περπάτησε ώρες κι ο διάδρομος έμενε σταθερός. Φοβήθηκε μην είναι ένα οδοιπορικό δίχως τέλος, αλλά δε σκέφτηκε να γυρίσει πίσω. Ξαφνικά πλησίασε μια λιμνούλα και πίσω της ένας καθρέφτης…. Μια περίεργη φωνή του λέει: «Κάνε αυτό που επιθυμεί η ψυχή σου!!» Αμέσως εκτέλεσε την επιθυμία του και βούτηξε στο νερό. Οι παλμοί του νερού μάλαξαν το κορμί του με δάχτυλα αγγελικά κι αέρινα. Αυτή η αίσθηση διοχετεύτηκε στην ψυχή του…. Όταν βγήκε από το νερό στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη και είδε το καινούριο του είδωλο… Γεμάτος ζωντάνια, ευρωστία, ομορφιά και νιάτα! Η εμφάνισή του ήταν ένα ποίημα…. Κύριε των δυνάμεων αναφώνησε!!!
(Συνεχίζεται…..)
Δημήτρης Κ. Νούλας