Του Αποστόλη Β.Παππά
Δημοτικού Συμβούλου
Δήμου Τρικκαίων.
Εντάξει, μπορεί να μην έχει σχέση με την γραφική φανταστική φιγούρα του Χάρρυ Κλύν. Έχουν όμως δύο ομοιότητες. Το ακατάληπτον των εκφερομένων και το διασκεδαστικόν του ύφους και της συμπεριφοράς. Υπήρξε ο πιο ανεκδιήγητος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Η πιο θλιβερή φιγούρα. Ανερμάτιστος, αλλοπρόσαλλος, ναρκισσιστής , πολιτικά απαίδευτος, αμετροεπής, αφιλοσόφητος, και βεβαίως θα μπορούσες να του προσάψεις πλήθος επιθέτων με πρώτη συλλαβή το στερητικό α. Ποτέ δεν συνειδητοποίησε ποιανής χώρας ηγέτης ήτο.
Ενεργούσε περισσότερο ως μπίζνεσμαν παρά ως πολιτικός. Το επιχειρηματικό του DNA επισκίαζε το πολιτικό. Δεν το άφηνε να ανασάνει. Μπίζνες και πολιτική όμως είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Συχνά αλληλοσυγκρουόμενα. Όταν δραστηριοποιείσαι και στα δύο δύσκολα ισορροπείς. Συνήθως μεροληπτείς. Μεροληπτείς υπέρ εκείνου από το οποίο είσαι κυριευμένος. Ο Τράμπ είναι γνωστό με ποιο από τα δύο είναι ερωτευμένος. Χρησιμοποίησε το Λευκό Οίκο ως εφαλτήριο για να ξεδιπλώσει και να υλοποιήσει τις επιχειρηματικές του φιλοδοξίες, τόσο του ιδίου όσο και μελών της οικογένειας του.
Γνωστά είναι τα επιχειρηματικά ντιλ των δύο γαμπρών, του κ. Τράμπ και του κ. Ερντογάν. Τώρα, πως θα χωρά στο ίδιο κάδρο με τα άλλα τεράστια πολιτικά αναστήματα που χρημάτισαν κατά καιρούς Προέδροι των ΗΠΑ, η πως θα αισθάνονται εκείνοι να συνφωτογραφίζονται με έναν τόσο πολιτικά ελλιποβαρή συνάδελφο τους, είναι ένα ερώτημα.
Η εκλογή του κ. Μπάϊντεν πέρα από τη όποια ανακούφιση προσέφερε στην αμερικανική αλλά και στη διεθνή κοινότητα, γεννάει και κάποιους προβληματισμούς.
Ο πρώτος είναι, ότι εάν δεν είχε ενσκήψει η υπόθεση κορωνοϊός, ο κ. Τράμπ θα κέρδιζε τις εκλογές και μάλιστα σχετικά εύκολα. Σ’αυτό συμφωνούν σχεδόν όλοι.
Ο δεύτερος, ότι παρότι δημοσκοπικά προοιωνίζονταν μια άνετη επικράτηση του κ. Μπαϊντεν, εν τούτοις κέρδισε αρκετά δύσκολα. Η μισή σχεδόν αμερικανική κοινότητα ψήφισε φανατικά Τράμπ. Το ανησυχητικό είναι, ότι δεν είναι η αμερικάνικη ελίτ που τον στήριξε τόσο παθιασμένα, αλλά ο απλός κόσμος. Τούτο βεβαίως δεν είναι τυχαίο. Ο Ντόναλντ Τράμπ είναι δεδηλωμένος πολέμιος της παγκοσμιοποίησης. Εν τοις πράγμασι πλέον έχει αποδειχθεί, ότι η παγκοσμιοποίηση με την πλήρη απελευθέρωση του εμπορίου έχει ευνοήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες και κυρίως την Κίνα. Η στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης κατάργηση των οικονομικών συνόρων, οδήγησε στη μαζική μετανάστευση κεφαλαίων από το Βορειοδυτικό ημισφαίριο σε τόπους ευκαιρίας. Εκεί όπου οι μισθολογικές και φορολογικές συνθήκες είναι ευνοϊκότερες από ότι στα μητροπολιτικά εδάφη. Έτσι υπήρξε μια εκτεταμένη αποβιομηχάνιση των προηγμένων χωρών. Εν Ελλάδι βλέπε ΠΙΤΣΟΣ. Πρόκειται ίσως για την ιστορικότερη ίσως βιομηχανική μονάδα στην χώρα μας. Δεν βάζει λουκέτο. Μετακομίζει. Τα νυν αφεντικά αυτής Bosch & Siemens εκτιμώντας, ότι εκεί υπάρχει φτηνό εργατικό χέρι και ευνοϊκότερη φορολογική αντιμετώπιση την μετεγκαθιστούν στη γείτονα Τουρκία, παρότι είχαν δεσμευτεί για επένδυση 60 εκατομμυρίων ευρώ και δημιουργία 700 θέσεων εργασίας στην χώρα μας. Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα. Σ’ αυτό είχε δίκιο ο Κάρολος. Οι κυβερνήσεις όμως έχουν. Γι’ αυτό θα πρέπει να παρεμβαίνουν και να προλαβαίνουν. Αποδεδειγμένα πλέον το τίμημα της παγκοσμιοποίησης το έχουν πληρώσει οι αναπτυγμένες κοινωνίες, δηλαδή οι δυτικές, είτε με μισθολογική συμπίεση είτε ακόμη χειρότερα με ανεργία. Η μεσαία τάξη πλήρωσε και πληρώνει το μάρμαρο μια ανεξέλεκτης παγκοσμιοποίησης, με απώλεια ενός μέρους της ευημερίας της.
Όσοι ψήφισαν Τράμπ, δεν τον ψήφισαν για τις πολιτικές του ικανότητες, αλλά γιατί θέλουν πίσω το αμερικανικό όνειρο. Τα προβλήματα αυτά προϊόντος του χρόνου θα οξύνονται. Είναι προφανές, ότι το φαινόμενο παγκοσμιοποίηση χρειάζεται ένα λίφτινγκ. Μια επανεξέταση. Εισήχθη κατά έναν βίαιο και ολοκληρωτικό τρόπο, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Χωρίς ασφαλιστικές δικλείδες.
Βέβαια, σε καμμιά περίπτωση δεν μιλάμε για επαναφορά του μελινισμού.
Τώρα, όσον αφορά την πολιτική Μπάϊντεν στα ελληνοτουρκικά είμαι συγκρατημένα αισιόδοξος. Δεν αναμένω τεκτονικές αλλαγές στην εξωτερική πολιτική των Ηνωμένων πολιτειών.
Ιστορικά έχει αποδειχθεί, ότι η πολιτική μιας υπερδύναμης, της οποιασδήποτε υπερδύναμης, όταν αφορά δύο εν δυνάμει σύμμαχες χώρες αυτής, είναι η πολιτική των ισορροπιών.
Την εξωτερική πολιτική μιας υπερδύναμης την υπαγορεύουν πάντα γεωπολιτικοί και γεωστρατηγικοί υπολογισμοί, και σε καμμιά περίπτωση οι προσωπικές επιθυμίες και συμπάθειες του εκάστοτε ηγήτορα.
Άλλωστε η περίπτωση του Τζίμυ Κάρτερ θα πρέπει να μας έχει φρονιματίσει και προσγειώσει. Οι μεγαλύτεροι θα ενθυμούνται τους πανηγυρισμούς και το κύμα ενθουσιασμού που είχε προκαλέσει στη χώρα μας η εκλογή του ως Προέδρου των ΗΠΑ το 1976, καθώς σε όλες τις προεκλογικές του ομιλίες δεν δίσταζε να δηλώνει τη φιλοελληνική του στάση. Ήταν τότε, που άρχισαν να υπάρχουν οι πρώτες υποψίες για κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο Αιγαίο και οι σχέσεις των δύο χωρών ήτο τεταμένες. Η συνέχεια βεβαίως ήτο απογοητευτική. Αθέτησε όλες τις προεκλογικές του υποσχέσεις, και υπέκυψε στις υποδείξεις του στρατιωτικοβιομηχανικού κατεστημένου των ΗΠΑ.
Γιαυτό μικρό καλάθι. Η μόνη βεβαιότητα είναι , ότι αποκλείεται να υπάρξει πιο φιλότουρκος από τον Τράμπ.
Εκτιμώ επίσης, ότι θα εξαντλήσει όλη του την επιρροή για την αποφυγή ενός θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο. Βέβαια, τώρα δεν έχει απέναντι του ως συνομιλητή το συννενοήσιμο κεμαλικό καθεστώς υπό την οποιαδήποτε ηγεσία του, αλλά έναν απρόβλεπτο αλαζόνα και ισλαμιστή ηγέτη.
Ο κ. Μπάϊντεν δεν δείχνει να είναι ο μεγάλος οραματιστής ούτε ο μεγάλος μεταρρυθμιστής. Δεν είναι ο άνθρωπος των μεγάλων ρήξεων και των ανατροπών.
Στα διεθνή ζητήματα θα ακολουθήσει την πεπατημένη διπλωματική οδό του Στέϊτ Ντιπάρντμεντ.
Εν αρχή θα προσπαθήσει να κλείσει τα ρήγματα με τον παραδοσιακότερο έταιρο, την ΕΕ.
Θα προσπαθήσει να αναβαθμίσει το ρόλο του ΝΑΤΟ, καθώς είναι γνωστό, ότι αποτελεί τον μακρύ βραχίονα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Στις σχέσεις του με την Κίνα, η οποία είναι η μόνη χώρα που στο εγγύς μέλλον θα αμφισβητήσει την παγκόσμια ηγεμονία των ΗΠΑ, εικάζω, ότι θα είναι και αυτός σκληρός, ίσως όχι τόσο άτσαλα όσο ο Τράμπ, αλλά κάπως πιο συγκεκαλυμμένα.
Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης γαρ.