Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν προκαλέσει το τελευταίο χρονικό διάστημα οι περιπτώσεις εργαζομένων σε καταστήματα του ΟΠΑΠ, που σκηνοθέτησαν δήθεν ληστείες για να καλύψουν μεγάλα ποσά που έχασαν τζογάροντας στο χώρο της δουλειάς τους. Τον τελευταίο χρόνο υπήρξαν τρεις τέτοιες περιπτώσεις στην περιοχή των Τρικάλων, ενώ παρόμοια συμβάντα παρατηρήθηκαν και αλλού. Τα περιστατικά αυτά επαναφέρουν με έντονο τρόπο το διαχρονικό πρόβλημα του εθισμού στον τζόγο. Ποιες είναι όμως οι διαστάσεις του προβλήματος; Πως μπορεί να το αντιμετωπίσει κάποιος που τον απασχολεί; Απευθυνθήκαμε στον γνωστό ψυχίατρο-ψυχοθεραπευτή της πόλης Αχιλλέα Οικονόμου για να πάρουμε τις απαραίτητες απαντήσεις.
«Το πρόβλημα του εθισμού στον τζόγο ανήκει στις καταστάσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε οι ψυχίατροι. Ο παθολογικός τζόγος αποτελεί πλέον ειδική κατηγορία στο πλαίσιο των εξαρτήσεων, ενώ μέχρι πρόσφατα αποτελούσε μια από τις διαταραχές της παρόρμησης.
Ο εξαρτημένος από τον τζόγο δεν παίζει για τη διασκέδαση. Παίζει για να βιώσει την ένταση του παιχνιδιού. Στη διάρκεια του παιξίματος χάνει την αίσθηση του χρόνου ,του χώρου, του εαυτού του και κυρίως την αίσθηση της αξίας των χρημάτων. Τα χρήματα για αυτόν χάνουν την χρηστική τους αξία (αγορές, πληρωμές, λογαριασμοί) και χρησιμοποιούνται μόνο για το παιχνίδι.
Για τον εθισμένο στον τζόγο είναι έντονη η ανάγκη να πάρει πίσω τα χρήματα που έχασε, να ρεφάρει δηλαδή. Αυτό τον οδηγεί να παίζει ξανά και ξανά, με αποτέλεσμα να χάνει όλο και περισσότερα. Το γεγονός αυτό τον οδηγεί σε πράξεις είτε παράνομες (κλοπές, κατάχρηση χρημάτων από τρίτους) είτε που δημιουργούν προβλήματα με την οικογένειά του (άδειασμα κοινών τραπεζικών λογαριασμών).
Οι εθισμένοι στον τζόγο έχουν αρκετές χαρακτηριστικές πεποιθήσεις όπως:
· Πιστεύουν πως κάποια στιγμή η τύχη τους θα αλλάξει
· Θεωρούν ότι έχουν τον έλεγχο του παιχνιδιού και των χρημάτων που ξοδεύουν.
· Νιώθουν πως αν παίξουν περισσότερο θα πάρουν πίσω τα χαμένα.
· Πιστεύουν ότι θα εφαρμόσουν μια δική τους πρωτότυπη τεχνική που θα αποδίδει.
Ο εθισμός στον τζόγο απαιτεί θεραπεία, που πολλές φορές χρειάζεται παρακολούθηση ειδικού προγράμματος. Η έγκαιρη πάντως αναγνώριση του προβλήματος και η επίσκεψη σε ειδικό είναι σε πολλαπλά επίπεδα ευεργετικές”.