Από το βήμα της Πολιτικής Επιτροπής της Ν.Δ. ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κήρυξε επίσημα την έναρξη της προεκλογικής περιόδου. Μαζί με την προσπάθεια να ανυψώσει το ηθικό των στελεχών του, υιοθέτησε τη στρατηγική σκληρής γραμμής απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και έθεσε το δίλημμα των επόμενων εκλογών μεταξύ του ιδίου και του Αλέξη Τσίπρα. Με κεντρικό σύνθημα το «Σταθερότητα ή Χάος», ο κ. Μητσοτάκης, με νοοτροπία Ηγεμόνα – Εθνάρχη, παρουσιάζει τον εαυτό του ως μοναδικό εγγυητή σταθερότητας και επιχειρεί να σπείρει το φόβο της ακυβερνησίας και της καταστροφής εάν δεν είναι ο ίδιος πρωθυπουργός. Ακριβώς όπως ο Βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος 15ος έλεγε: l’état chez moi, après moi le déluge (το κράτος είμαι Εγώ, μετά από μένα η καταστροφή) .
Πέρα όμως από το λιβάνισμα που συνηθίζει να κάνει στον εαυτό του ο κ. Μητσοτάκης, υπάρχει η σκληρή πραγματικότητα. Μετά τις κάλπες οι πολίτες περιμένουν από τον πρωθυπουργό που θα επιλέξουν να αντιμετωπίσει τα μεγάλα ζητήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία: Ακρίβεια στα είδη πρώτης ανάγκης, ενεργειακή κρίση, οικονομική διαχείριση, εξωτερική πολιτική, λειτουργία των δημοκρατικών Θεσμών και του Κράτους Δικαίου, βελτίωση των συνθηκών στην Παιδεία, την Υγεία, την κοινωνική Πρόνοια κλπ.
Επειδή Τσίπρας και Μητσοτάκης έχουν δώσει δείγματα γραφής κατά την διακυβέρνησή τους, μπορούν να γίνουν συγκρίσεις και να φανούν οι διαφορές όχι μόνο στις πολιτικές που ακολουθούν αλλά και στα προσόντα και την ακεραιότητα του χαρακτήρα τους.
Θα προσπαθήσω να παρουσιάσω συνοπτικά κάποια συμπεράσματα που προκύπτουν από τα πραγματικά γεγονότα.
Χαρακτήρας. Όταν ο Μητσοτάκης αναφέρεται στο πρόγραμμά του για το μέλλον της χώρας μιλάει με το «Εγώ». Η αλαζονεία και η υπεροψία του δεν κρύβονται και εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τον πολιτικό αυταρχισμό με τον οποίο κυβερνά τα τελευταία 3,5 χρόνια. Αντίθετα ο Αλέξης Τσίπρας εκφράζεται πάντα με το «Εμείς». Είναι σαφώς πιο λαϊκός και γι αυτό πολιτεύεται με πραγματικό ενδιαφέρον για τα προβλήματα των πολιτών.
Διαχείριση προβλημάτων. Ο απολογισμός της κυβερνητικής θητείας της ΝΔ υπό την καθοδήγηση του επιτελικού Κράτους των «αρίστων» του Μητσοτάκη είναι ένας μακρύς κατάλογος από αποτυχίες.
Από το φιάσκο με τις σχολικές μάσκες μέχρι το καλάθι της νοικοκυράς. Από τους αποκλεισμούς μετά από χιονόπτωση 20 εκατοστών μέχρι τις πυρκαγιές που κατέκαιγαν για μέρες τη Β. Εύβοια και την Αττική με ανέμους 2 μποφόρ. Από την διαχείριση της πανδημίας με την πρωτιά θανάτων μέχρι τα οικονομικά σκάνδαλα και την παγκόσμια πρωτοτυπία της πανεπιστημιακής αστυνομίας…. κλπ κλπ.
Ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνο δεν ανέλαβε ποτέ προσωπικά την πολιτική ευθύνη για όλα τα παραπάνω αλλά δηλώνει με κάθε ευκαιρία περήφανος για το έργο του. Στηρίζεται σε έναν τεράστιο μηχανισμό προπαγάνδας που παρουσιάζει, συχνά με τρόπο εξοργιστικό, τις μικρές του επιτυχίες σαν τεράστιο έργο που διαφημίζεται κατά κόρον, ενώ οι μεγάλες αποτυχίες υποβαθμίζονται.
Ο Τσίπρας, ως πρωθυπουργός, ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας με τεράστια κοινωνικά προβλήματα και μια οικονομία που οι προηγούμενες κυβερνήσεις και τα μνημόνια είχαν οδηγήσει σε πτώχευση. Παρά τις προσπάθειες της ευρωπαϊκής οικονομικής ελίτ να τον εξοντώσει με την μέθοδο του οικονομικού στραγγαλισμού (βλέπε capital controls), και παρά τους ευσεβείς πόθους των πολιτικών του αντιπάλων που προέβλεπαν ότι η κυβέρνησή του θα αποτελούσε μία «σύντομη αριστερή παρένθεση», κατάφερε, με σωστή διαχείριση, να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια, να κρατήσει όρθια την κοινωνία υποστηρίζοντας περισσότερο τους πιό ευάλωτους και να παραδώσει στην σημερινή κυβέρνηση ένα οικονομικό μαξιλάρι ασφαλείας 37 δις.Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αν συνέχιζε να κυβερνά χωρίς πλέον τους οικονομικούς καταναγκασμούς, θα μπορούσε να καταφέρει πολύ περισσότερα. Πολιτικά λάθη έκανε και τα πλήρωσε ίσως υπερβολικά ακριβά, αλλά ποτέ δεν κατηγορήθηκε ούτε για οικονομικά σκάνδαλα ούτε για θέματα ηθικής τάξεως.Μήπως αξίζει να σκεφτούν οι πολίτες να τον εμπιστευτούν ξανά;
Οικονομική πολιτική. Η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Αλέξη Τσίπρα φαίνεται στο φλέγον ζήτημα της οικονομικής Πολιτικής. Είχα την ευκαιρία σε προηγούμενο άρθρο μου να κρίνω με επιχειρήματα την κυβερνητική πολιτική κυρίως στα ζητήματα της ακρίβειας στο ρεύμα, στα καύσιμα και στα καταναλωτικά αγαθά. Περιορίζομαι λοιπόν να τονίσω ότι: ενώ ο Τσίπρας κατέθεσε στην έκθεση Θεσσαλονίκης συγκεκριμένες προτάσεις για να περιοριστεί η ακρίβεια, η αθέμιτη κερδοφορία και η αισχροκέρδεια για να ανακουφιστούν οι πολίτες, ο Μητσοτάκης ούτε καν το επιχείρησε. Το μόνο που υποσχέθηκε είναι να συνεχίσει την στήριξη των καταναλωτών με τη γνωστή μέθοδο των επιδομάτων. Με την οποία βεβαίως δεν λύνονται τα προβλήματα, ούτε ο πολίτης κερδίζει κάτι, αφού τα επιδόματα καταλήγουν, μέσω των λογαριασμών, στις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις ενέργειας που -κατά σύμπτωση- ανήκουν σε ευνοούμενους της Κυβέρνησης.
Είναι φανερό πλέον το οικονομικό ενδιαφέρον των δύο υποψηφίων πρωθυπουργών και ποια συμφέροντα θέλουν να εξυπηρετήσουν.Ο Τσίπρας εκπροσωπεί μία πολιτική με κοινωνική ευαισθησία και δικαιοσύνη ενώ ο Μητσοτάκης έχει το βλέμμα στραμμένο, όχι στην κοινωνία, αλλά στα κέρδη μιας οικονομικής ελίτ.
Θάρρος: Ένας ηγέτης χρειάζεται να έχει το θάρρος και την αποφασιστικότητα να υπηρετεί την χώρα, χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος. Ο Τσίπρας απέδειξε ότι υπηρέτησε το εθνικό συμφέρον παρά τις αντιδράσεις (π.χ.Συμφωνία Πρεσπών). Αντιθέτως, ο κ. Μητσοτάκης κινείται μόνο επικοινωνιακά και δεν τον ενδιαφέρει η πραγματικότητα, αλλά πώς δεν θα χαλάσει την προσωπική του εικόνα.
Πολιτική ευφυΐα. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτιμά να απευθύνεται στο Εθνικό ακροατήριο με μαγνητοσκοπημένα διαγγέλματα και σκηνοθετημένες συνεντεύξεις σε φιλικούς δημοσιογράφους. (όπως η πρόσφατη από το γραφείο του στον Χατζηνικολάου)
Απεναντίας ο κ. Τσίπρας συμμετέχει σε «ζωντανές» συνεντεύξεις και απαντάει με άνεση ακόμη και σε πολιτικά εχθρικό περιβάλλον. Όσοι τις παρακολουθούν βγάζουν τα συμπεράσματα τους.
Δημοκρατική συμπεριφορά. Για να λειτουργήσει η δημοκρατία είναι απαραίτητη η λογοδοσία και η διαφάνεια του κυβερνήσεων αλλά ο Μητσοτάκης δείχνει να μην συμφωνεί. Δεν δέχεται εύκολα την κριτική για τις πράξεις ή τις παραλείψεις του, αποφεύγει να απαντά σε δυσάρεστες ερωτήσεις, αρνείται αποκαλύψεις που τον θίγουν κλπ. Απαράδεκτη και αντιδημοκρατική ήταν η στάση του σε όλα τα σκάνδαλα που αποκαλύφθηκαν επί των ημερών του για τα οποία προτιμά τη συγκάλυψη και όχι την διαλεύκανσή τους. Ιδιαίτερα αποκαλυπτική είναι η πολιτική του συμπεριφορά στο θέμα των υποκλοπών. Υποστήριξε ότι δεν γνώριζε και δήλωσε υποκριτικά ότι επιθυμεί να πέσει άπλετο φως στις παράνομες παρακολουθήσεις πολιτικών προσώπων και δημοσιογράφων, στη συνέχεια όμως έκανε και κάνει τα πάντα για να παραμείνει η υπόθεση στο απόλυτο σκοτάδι. Ο Αλέξης Τσίπρας, με τον θεσμικό του ρόλο κατέθεσε σχετική με το σκάνδαλο επερώτηση στη Βουλή τρεις φορές, αλλά ο κ. Μητσοτάκης αρνήθηκε να εμφανιστεί για να απαντήσει. Δεν εμφανίστηκε ούτε στην Ευρωπαϊκή εξεταστική επιτροπή που ήρθε στην Αθήνα να ερευνήσει τις παρακολουθήσεις με παράνομα λογισμικά αλλά αποχώρησε σχεδόν άπραγη επειδή, όπως δήλωσε εκπρόσωπός της, η ελληνική κυβέρνηση έβαλε εμπόδια στην έρευνα.
Είναι αδιανόητο να μην αντιλαμβάνεται ένας πρωθυπουργός το βαθύ τραύμα που η δική του διακυβέρνηση έχει επιφέρει στη Δημοκρατία και στο Κράτος Δικαίου, όπως σύσσωμος ο διεθνής τύπος, οι Βρυξέλλες, η αντιπολίτευση, αλλά και μέρος της συμπολίτευσης επιμένουν να υποστηρίζουν. Μέχρι πότε νομίζει ο κ. Μητσοτάκης ότι μπορεί, χωρίς συνέπειες, να κρύβει την αλήθεια και να διαστρεβλώνει τα γεγονότα;
Από όλα τα παραπάνω είναι φανερό ότι ο Μητσοτάκης υστερεί έναντι του Τσίπρα και το ξέρει. Αυτός είναι ο λόγος που αρνήθηκε μία τηλεοπτική αντιπαράθεση πρόσωπο με πρόσωπο(debate) στις εκλογές του 2019 και όλα δείχνουν ότι θα το αρνηθεί και στις προσεχείς εκλογές.
Δεν έχουν δίκιο όσοι πιστεύουν ότι όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι και τραυματίζουν την Ελπίδα. Το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να συγκρίνουν τους δύο διεκδικητές και να επιλέξουν χωρίς προκαταλήψεις τον πιο άξιο.
Χρήστος Σιμορέλης
Πρώην Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Τρικάλων