Του Αποστόλη Β.Παππά- Δημοτικού Συμβούλου Δήμου Τρικκαίων
Τώρα που έκατσε ο κουρνιαχτός της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ, καλό είναι να συναχθούν κάποια χρήσιμα συμπεράσματα.
Η κακοκαιρία ‘’Μάλικ’’που έπληξε πρόσφατα τη Δανία και την Σουηδία άφησε πίσω της χιλιάδες σπίτια χωρίς ρεύμα και μια αφάνταστη ταλαιπωρία για πολλούς.
Το περασμένο καλοκαίρι στη Γερμανία από τις πρωτοφανείς πλημμύρες καταστράφηκαν χιλιάδες σπίτια, και το οδυνηρότερον όλων είχαμε εκατοντάδες νεκρούς. Κάθε χειμώνα οι κεντρικές και βόρειες ευρωπαϊκές χώρες αλλά και οι βόρειες πολιτείες των ΗΠΑ δοκιμάζονται από σφοδρές χιονοπτώσεις. Παρότι διαθέτουν τεράστια εμπειρία στην αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων λόγω του επαναλαμβανόμενου του γεγονότος, και παρότι επίσης διαθέτουν άρτιους αποχιονιστικούς στόλους, εντούτοις, δεν είναι λίγες οι φορές που παθαίνουν blackout.
Είναι μακρύς ο κατάλογος, των πολλές φορές βιβλικών διαστάσεων καταστροφών που προξενούν μανιώδη φυσικά φαινόμενα.
Τα όσα βιώσαμε εμείς από την κακοκαιρία ‘’ ΕΛΠΙΔΑ’’, μοιάζουν με παιδική χαρά συγκρινόμενα με την καταστροφικότατα και την ταλαιπωρία που υφίστανται από ακραία καιρικά φαινόμενα άλλες χώρες του πλανήτη. Τούτο βεβαίως δεν αποτελεί άλλοθι. Υπήρξαν και αστοχίες, και καθυστερήσεις, και παραλείψεις, και ανεπάρκειες. Άλλωστε, εάν δεν υπήρχαν, η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός δεν θα ζητούσαν δημοσίως συγνώμη.
Πουθενά όμως δεν είδα να εγείρεται θέμα κυβερνητικής εμπιστοσύνης, και αυτό γιατί κατά τον κοινό νου δεν είναι ικανά να ενεργοποιήσουν ένα τέτοιο ζήτημα. Άλλα ήθη, άλλα έθιμα. Άλλη πολιτική παιδεία. Άλλος συνταγματικός σεβασμός. Τότε, να μην συζητηθεί το θέμα στη Βουλή; Δεν είναι αντιδημοκρατικό αυτό; Βεβαίως και να συζητηθεί. Υπάρχουν άλλες κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Μία προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή σύμφωνα με το άρθρ. 143 του ΚτΒ επί του συγκεκριμένου ζητήματος, φρονώ πως θα ήταν πιο δόκιμη. Ο συνταγματικός νομοθέτης σωστά προέβλεψε στο άρθ. 84 του συντάγματος την δυνατότητα κατάθεσης πρότασης δυσπιστίας κατά της εκάστοτε κυβερνήσεως.
Πότε όμως; Η βούληση και η φιλοσοφία του νομοθέτη είναι προφανής. Όταν διαπιστωμένα έχουμε να κάνουμε με μια κυβέρνηση που έχει αποδυθεί σε μια σειρά επικίνδυνων εσωτερικών και εξωτερικών χειρισμών που υπονομεύουν το μέλλον της χώρας ή απειλούν τη Δημοκρατία. Όταν ως προϊόν αυτών των επικίνδυνων χειρισμών προκύπτει δυσαρμονία μεταξύ του εκλογικού σώματος και της κυβέρνησης. Η δυσαρμονία αυτή να είναι τόσο ορατή και ισχυρή, που να ρηγματώνει και αυτήν ακόμη την κυβερνητική κοινοβουλευτική πλειοψηφία, Όχι κατ’ ανάγκην με αποχώρηση, αλλά έστω με μια επιφυλακτική και αποστασιοποιημένη στάση κάποιων βουλευτών.
Αυτές είναι η αναγκαίες προϋποθέσεις για να έχει μια πρόταση δυσπιστίας μια ισχυρή νομιμοποιητική βάση, αλλά και για να συντονίζεται με το γράμμα του νόμου και το πνεύμα του νομοθέτη. Κάτι τέτοιο στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε. Όλες οι δημοσκοπικές προβολές αλλά και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δείχνουν, ότι δεν έχει απωλεσθεί για την κυβέρνηση η κοινωνική δεδηλωμένη. Πολλώ δε μάλλον η κοινοβουλευτική. Η ψηφοφορία της Βουλής το απέδειξε. Το πόσο σοβαρά ο συνταγματικός νομοθέτης αντιμετωπίζει το ζήτημα της πρότασης δυσπιστίας, συνάγεται εκ του γεγονότος ότι σου αποστερεί το δικαίωμα επανακατάθεσης πριν τη παρέλευση εξαμήνου. Δεν είναι τυχαίο. Σου υποδεικνύει να το σκεφθείς σοβαρά πριν προχωρήσεις. Και πάλι όμως δεν το αποκλείει εντελώς. Μόνον που για την επανακατάθεση της εντός του εξαμήνου, απαιτείται πλέον η βούληση της απόλυτης πλειοψηφίας των μελών του Κοινοβουλίου. Αυτό το κάνει, για να μην αφήσει αθωράκιστη τη Δημοκρατία. Εδώ, είναι προφανές ότι πρόκειται περί της συνταγματικής δυνατότητας αποκαθηλώσεως μιας επικίνδυνης και ανεπαρκούς κυβερνήσεως, αν ποτέ ήθελε προκύψει τέτοια.
Η πρόταση δυσπιστίας δεν είναι παιχνίδι. Δεν είναι ευκαιρία για κοινοβουλευτικό show.
Η πρόταση δυσπιστίας δεν είναι κομματικό όπλο. Είναι όπλο της Δημοκρατίας. Είναι θώρακας της Δημοκρατίας. Κατέχει κορυφαία θέση στο αμυντικό οπλοστάσιο της Δημοκρατίας.
Όταν την υποβιβάζεις σε κομματικό εργαλείο την απαξιώνεις. Όταν τη χρησιμοποιείς για να επιλύσεις εσωκομματικά προβλήματα, η για να παγιδεύσεις τον κομματικό σου ανταγωνιστή την ευτελίζεις. Το πολιτικό μέγεθος της πρότασης δυσπιστίας, απαιτεί και το ανάλογο μέγεθος της αιτιολογίας πρόκλησης της. Πρέπει να υπάρχει μια αντιστοιχία μεταξύ αιτίου και αιτιατού. Όταν λοιπόν ευτελίζουμε έναν συνταγματικό θεσμό πληγώνουμε το πολιτικό σύστημα, σε μια εποχή μάλιστα που δεν είναι και στα καλύτερα του ύστερα από τη δωδεκαετή μνημονιακή περιπέτεια, και λαβώνουμε τη Δημοκρατία.
Γι’ αυτό λοιπόν, πυξίδα θα πρέπει νάναι η αυστηρή και καλή χρήση αυτής της συνταγματικής πρόβλεψης, πρωτίστως για το καλό της Δημοκρατίας.