ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΚΙΜΤΣΑΣ
(… ΠΕΙΝΑΣΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΟΥ ΔΩΣΑΤΕ ΝΑ ΦΑΩ, ΗΜΟΥΝ ΞΕΝΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΕ ΠΕΡΙΜΑΖΕΨΑΤΕ, ΓΥΜΝΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΜΕ ΝΤΥΣΑΤΕ… Κατά Ματθαίον 25: 42-43)
Οι μέρες που είχε λείψει από το νησί ήταν μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού. Εκεί γεννήθηκε εκεί μεγάλωσε και έμαθε όσα γράμματα έμαθε, εκεί έγινε παπάς στην εκκλησία του χωριού του και εκεί έχει σκοπό να πεθάνει.
Και εδώ που τα λέμε, ο καιρός πλησίαζε. Κόντευε τα ογδόντα.
Όποιος ζούσε στο χωριό , είχε περάσει από τα χέρια του. Είτε τον είχε βαφτίσει, είτε τον είχε παντρέψει η εξομολογήσει η στο τέλος τον είχε ψάλει στην κηδεία του.
Παπαδιά δεν είχε. Δεν θέλησε να παντρευτεί. «Η αφιερώνεσαι στον Θεό η όχι». Αυτή ήταν η άποψή του και την τήρησε.
Του έλεγαν οι συγχωριανοί να πάψει να κουράζεται και να αφήσει την εκκλησία σε κάποιον νεώτερο, αλλά που να ακούσει. Εκεί αυτός ,μην λείψει από καμία λειτουργία, από κανένα εσπερινό, από καμία χαρά η λύπη των συγχωριανών του.
Και δεν ήταν μόνο αυτά. Ήταν και τα χέρια του που έπιαναν από μαστορική και δεν τα άφηνε στιγμή ακίνητα.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα, όταν βάλθηκε να επισκευάσει την αποθηκούλα δίπλα στην εκκλησία. Να επιδιορθώσει την στέγη που έσταζε, να αλλάξει το σπασμένο τζάμι στο μοναδικό της παράθυρο και αν προλάβαινε να την έβαφε κιόλας πριν βαρύνει κι’ άλλο ο χειμώνας.
Κάθε βράδυ ο Παπά- Νικόλας το είχε συνήθειο να περνά από το καφενείο του χωριού, έτσι για να πιεί ένα ζεστό με τους συγχωριανούς, να ακούει να μιλάνε για τις χαρές και τις λύπες τους και να χαίρεται και να λυπάται κι ‘ αυτός μαζί τους.
Εκεί άκουσε πως η θάλασσα αυτές τις μέρες σε διπλανό νησί , είχε ξεβράσει πάλι κάποιους ξεσπιτωμένους πρόσφυγες και μάλιστα μερικούς από αυτούς τους βρήκαν πνιγμένους.
Σφίχτηκε η ψυχή του. Κάθε τόσο το ίδιο δράμα. Σταυροκοπήθηκε και σήκωσε το βλέμμα του όπως συνήθιζε προς τον ουρανό , σαν να έλεγε : «Θεέ, δεν τα βλέπεις;»
Ο Θεός τα έβλεπε , αλλά δεν έκανε τίποτα και άφηνε τους δυστυχισμένους να πνίγονται πάνω σε πέντε, έξι σάπιες σανίδες κάθε τόσο, καθώς ζητώντας να γλυτώσουν από την μια φρίκη και έπεφταν σε μία άλλη.
Εκείνο το βράδυ έπεσε να κοιμηθεί με βαριά ψυχή, μέχρι που τον ξύπνησε ένας θόρυβος από τη διπλανή αποθηκούλα. Πήρε ένα φανάρι και πήγε να δει.
Στην αρχή τρόμαξε μ’ αυτό που είδε, ύστερα γέμισε η ψυχή του πόνο. Μία γυναίκα με κάτι κουρέλια πάνω της έσφιγγε στην αγκαλιά της δυο μικρά παιδιά σε μία γωνία της αποθήκης και όλοι μαζί είχαν γίνει ένα κουβάρι από φόβο.
Ξαναφώτισε μέσα στην νύχτα τα πρόσωπά τους και κατάλαβε. Σκούρο δέρμα είχαν. Μάνα με τα παιδιά της πρέπει να ήταν. Ποιός ξέρει τι δρόμος τους έφερε μέχρι εδώ και βρήκαν καταφύγιο μέσα στην αποθήκη.
Δεν μίλησε .Έφυγε και γύρισε πάλι κουβαλώντας μερικές κουβέρτες, νερό , γάλα, ψωμί , ελιές – αυτά είχε- και τα άφησε δίπλα τους. Χάιδεψε τα κεφαλάκια των παιδιών και έφυγε.
Το πρωί που ξαναπήγε, είδε στο βλέμμα τους λιγότερο φόβο.
Το είπε και στους συγχωριανούς και στο τέλος έμαθαν πως ήταν απ’ αυτούς που γλύτωσαν από το πρόσφατο ναυάγιο . Υπήρχε και πατέρας, αλλά αυτός χάθηκε μέσα στο νερό.
Εκεί , λοιπόν,μέσα στην αποθηκούλα τους κράτησε ο Παπά- Νικόλας ντύνοντας και ταΐζοντας τους .
Είχαν φτάσει τα Χριστούγεννα και είχε βάλει κρύο, όταν κάποιοι χωριανοί του είπαν να τους παραδώσουν στην αστυνομία. Να τους πήγαιναν κάπου αλλού, για πιο σίγουρα. Πως θα έβγαζαν αυτοί οι άνθρωποι τον χειμώνα. Αλλά εκείνος αγρίεψε. Ηξερε τι τους περίμενε και τι Γολγοθά θα ανέβαιναν.
«Δεν θέλω κουβέντα. Αυτά τα Χριστούγεννα ο Νεογέννητος , έχει μελαμψό χρώμα », τους απάντησε με νόημα.
Με τον καιρό τους συνήθισαν στο χωριό και την μάνα και τα παιδιά της και άρχισαν να τους νιώθουν και λίγο δικούς τους. Μάλιστα όταν άνοιξε ο καιρός, έδωσαν στην μάνα και κάτι μεροκάματα στα χωράφια. Αλλά πάνω απ’ όλους, ο Παπά- Νικόλας , άγγελος και προστάτης.
Μία μέρα στο καφενείο ,έτσι χωρίς να τον ρωτήσει κανένας , ο Παπά – Νικόλας εξομολογήθηκε μπροστά σε όλους και είπε πως αυτά τα έκανε γιατί ήταν το τελευταίο χρέος που είχε να εκπληρώσει στον Κύριο και Θεό του, λίγο πριν τον καλέσει κοντά Του.
Για να έχει να Του απαντήσει όταν θα τον ρωτούσε, τι έκανε όταν ήταν ο Κύριος ήταν ξένος, πεινασμένος και διψασμένος.
Πέθανε μετά από λίγο καιρό.
Τον έκλαψε ολόκληρο το χωριό, μα πιο πολύ η μελαμψή γυναίκα μαζί με τα παιδιά της.
Υ.Γ. Mε πολύ σεβασμό, στους πραγματικούς ελεήμονες.
Καλές γιορτές.
Christos.gim@gmail.com