Τοῦ π. Βαρλαὰμ Μετεωρίτου
Ἡ σιωπὴ βαραίνει τὴν ἀτμόσφαιρα, καθὼς ἡ πόρτα κλείνει μὲ θόρυβο πίσω μου. Ἡ σκιὰ τῆς ἀπώλειας πλανιέται πάνω ἀπὸ τὸ σπίτι τῶν παππούδων. Σὰν βαρὺ πέπλο, ἡ θλίψη σκεπάζει τὴν ψυχή μου, πνίγοντας κάθε χαρούμενη ἀνάμνηση. Τὸ σπίτι τῶν παππούδων, ἄδειο πιά, στέκει ἀγέρωχο, μὰ ταυτόχρονα εὔθραυστο, φυλαγμένο στὶς παλάμες τῆς νοσταλγίας. Ἡ πόρτα, κλειστὴ πιὰ γιὰ πάντα, σηματοδοτεῖ τὸ τέλος μιᾶς ἐποχῆς, μιᾶς ἐποχῆς ἀνεμελιᾶς καὶ ζεστασιᾶς.
Κανένα ἑστιατόριο δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ ἀγγίξῃ τὴν ζεστασιὰ τῆς κουζίνας τῆς γιαγιᾶς. Τὰ γιορτινὰ τραπέζια, γεμᾶτο μὲ λιχουδιές, ἔλαμπαν σὰ στολισμένο δέντρο, ἐνῷ τὰ γέλια ἀντηχοῦσαν σὲ κάθε γωνιὰ τοῦ σπιτιοῦ.
Χάθηκαν τὰ Κυριακάτικα τραπεζώματα, γεμᾶτα μὲ γέλια καὶ παιχνίδια, θείους, ξαδέρφια, γονεῖς καὶ ἀδέρφια.
Χάθηκε ἡ μυρωδιὰ τοῦ ζεστοῦ τυρόψωμου καὶ τοῦ φρεσκοψημένου ψωμιοῦ.
Τώρα, σιωπὴ καὶ σκόνη κυριαρχοῦν, μὲ μιὰ πινακίδα “πωλεῖται” νὰ στέκεται ἄψυχη μάρτυρας τῆς ἐγκατάλειψης.
Ποιός θέλει ἕνα σπίτι γεμᾶτο φαντάσματα χαμένων χρόνων; Ποιός μπορεῖ νὰ ἀγγίξῃ τὴν αὔρα τῆς ἀγάπης ποὺ αἰωρεῖται ἀκόμα στοὺς ἄδειους τοίχους;
Ἡ ἐνηλικίωση ἔρχεται ἀναπάντεχα, χτυπῶντας τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ ποὺ ἔκλεισε.
Καὶ ἐμεῖς, μεγαλώσαμε ξαφνικά. Χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουμε, ἀφήσαμε πίσω μας τὴν παιδικότητα καὶ βρεθήκαμε ἐνήλικες, ντυθήκαμε εὐθύνες καὶ ὑποχρεώσεις, μόνοι σὲ ἕναν κόσμο ποὺ δὲν μοιάζει πιὰ τόσο ζεστός.
Στὰ μάτια τῶν παππούδων, ὅμως, θὰ εἴμαστε πάντα τὰ μικρά τους, τὰ ἀνυπεράσπιστα παιδιά τους. Ἡ ἀγάπη τους, ἀστείρευτη καὶ ἄνευ ὅρων, μένει ζωντανὴ στὶς ἀναμνήσεις, ζεσταίνει τὴν ψυχή μας στὶς δύσκολες στιγμές.
Θυμᾶμαι τὸν καφέ τους, πάντα ἕτοιμο. Τὰ φαγητὰ φτιαγμένα μὲ μεράκι. Τὸ κρασὶ ἔἐῥεε ἄφθονο καὶ ἔδινε χρῶμα στὶς συζητήσεις. Τὰ γλυκὰ γαργαλούσαν τὸν οὐρανίσκο.
Θυμᾶμαι τὶς ἱστορίες τους γεμᾶτες σοφία. Τὰ τραγούδια τους ποὺ ἔδιωχναν κάθε μαυρίλα. Ἡ σοφία τους φυλαγμένη στὶς κουβέντες τους, γίνεται πλέον πολύτιμη κληρονομιά.
Καὶ τώρα;
Τώρα σιωπὴ τώρα φεύγουν καὶ ἀφήνουν ῥυτίδες… Τώρα πλέον ὅλα αὐτὰ ἔσβησαν… Χτύπα χρόνε, χτύπα καὶ σύ, ἡ καρδιά μου ν’ ἀντέξῃ μπορεῖ. Ἡ σιωπὴ πνίγει τὸ σπίτι…, ἡ σκόνη καλύπτει τὰ ἔπιπλα…, τὰ τραγούδια σιγοῦν…, τὰ χέρια ποὺ μαγείρευαν ἀδρανοῦν…, οἱ τηγανητὲς πατάτες μένουν ἁπλὰ μιὰ ἀνάμνηση…, ὁ παπποῦς δὲν θὰ μᾶς διηγηθῇ ἱστορίες…, ὅλα σβήνονται σιγά-σιγά…!
Μᾶς λείπει ἡ ζεστασιά τους, ἡ ἀγάπη τους, ἡ ἀσφάλεια ποὺ νιώθαμε στὴν ἀγκαλιά τους. Τοὺς εὐχαριστοῦμε γιὰ ὅλα, γιὰ τὰ μαθήματα ζωῆς, γιὰ τὶς θυσίες, γιὰ τὴν ἀγάπη.
Μιὰ ἄσβεστη φλόγα καίει στὴν καρδιά μου καὶ κάθε φορὰ ποὺ περνῶ ἀπὸ τὸ σπίτι τους, σταματάω γιὰ μιὰ στιγμή… Ἡ συνήθεια βλέπετε, μὲ σπρώχνει νὰ ἀνοίξω…, θέλω νὰ μπῶ…, νὰ νιώσω ξανὰ τὴν ζεστασιά τους…, νὰ χαθῶ στὶς ἀγκαλιὲς ποὺ δὲν ὑπάρχουν πιά…, νὰ ἀκούσω τὶς φωνές τους… Ξέρω, ὅμως, ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι πιὰ δυνατό!
Ἡ πόρτα ἴσως εἶναι κλειστή, ἀλλὰ ἡ ἀγάπη μένει ἀθάνατη, φυλαγμένη στὶς ψυχές μας.
Σᾶς σκέφτομαι, παπποῦδες μου, καὶ ἡ ἀγάπη μου μένει ζωντανή, φλόγα ἄσβεστη στὴν ψυχή μου. Ἡ ἀγάπη μου γιὰ ἐσᾶς εἶναι τόσο μεγάλη, ποὺ δὲν χωράει σὲ λόγια. Μιὰ ἀγάπη τόσο μεγάλη, ποὺ νικάει ἀκόμα καὶ τὸν θάνατο.
Θὰ σᾶς θυμᾶμαι πάντα!