Η πρώτη μέρα του χρόνου, σε όλες τις περιόδους, σε όλους τους λαούς και σε όλες τις Θρησκείες και τα δόγματα, ήταν μία ημέρα γιορτής. Ήταν μία ημέρα που έφερνε το νέο, το καινούργιο, αλλά και το άγνωστο…. Μία ημέρα που έφερνε την ελπίδα, την προσδοκία και τη λαχτάρα για κάτι το καλύτερο στη ζωή μας. Οι πολύμορφες εκδηλώσεις, είχαν ένα κοινό παρονομαστή : να υποδεχθούν με καλωσόρισμα, ίσως και «καλόπιασμα» το νέο χρόνο, ώστε να πραγματοποιηθούν οι φανερές και μύχιες επιθυμίες μας….. Αφήνοντας πίσω μας όσα μας πλήγωσαν, όσα μας στενοχώρησαν, όσα μας κακοκάρδισαν…..
Ο πρώτος μήνας του έτους Ιανουάριος, οφείλει το όνομά του στο Θεό των Ρωμαίων Ιανό, που είχε δύο πρόσωπα, τα οποία έβλεπαν σε διαφορετικές κατευθύνσεις: αρχή – τέλος, είσοδος – έξοδος, καλό – κακό, νιότη – γήρας, χαρά – λύπη …. Αφήνουμε πίσω μας τα «ανεπιθύμητα» και ευχόμαστε να έρθουν τα «επιθυμητά»…..
Στην αρχαία Ελλάδα ο πρώτος μήνας του έτους ονομαζόταν «Γαμηλιών», επειδή γίνονταν πολλοί γάμοι, ιδιαίτερα στη διάρκεια των Αλκυονίδων ημερών.
Σ’ όλη την Ελληνική ύπαιθρο, οι εκδηλώσεις την Πρωτοχρονιά ήταν πανηγυρικές. Ιδιαίτερα στα μικρά και απομονωμένα χωριά , που δεν είχαν και πολλές ευκαιρίες στη διασκέδαση.
Μεγάλη γιορτή, μεγάλη χαρά του «Άι-Βασιλειού] », όπως το λέγαμε στο χωριό μας…. Την περιμέναμε, πως και πως …… Και πάντα τη συνδυάζαμε με χιόνια, λίγο πριν ή λίγο μετά. Αφού είχε προηγηθεί η μέρα των Χριστουγέννων, με το σφάξιμο του γουρουνιού, την τηγανιά, τη…. «φούσκα», τα λουκάνικα….
Ο δικός μας Άη-Βασίλης ΔΕΝ έρχονταν πάνω στο έλκηθρο, απ’ τη Σκανδιναβία και τη Λαπωνία… Και δεν φορούσε κόκκινα πανωφόρια με άσπρες δαντέλλες…. Ο δικός μας Άη- Βασίλης, φορούσε ένα τριμμένο ράσο, έρχονταν απ ’τη μακρινή Καισάρεια της Μικράς Ασίας, με την «πατερίτσα» του, το «καλαμάρι» και το «χαρτί»…. Το «καλαμάρι», ήταν η πέννα γραφής, με το μελανοδοχείο…. Κάτι που εμείς οι παλαιότεροι και ορεινότεροι, το προλάβαμε στις τάξεις του δημοτικού Σχολείου. Έρχονταν όχι να φέρει μόνο δώρα, αλλά το καλύτερο, σπουδαιότερο και ιερότερο ΔΩΡΟ για τα παιδιά μας και τη νεολαία γενικότερα : το Αλφάβητο!!!! Έρχονταν να τους βοηθήσει να μάθουν γράμματα, να σπουδάσουν, να προοδεύσουν… (Δείτε τι έλεγε το τραγούδι : το «καλαμάρι » έγραφε και το χαρτί μιλούσε. Και πιο κάτω : στην πατερίτσα ακούμπησε, να πει την αλφαβήτα….). Τα γράμματα που στις δύσκολες μέρες του σκοταδισμού που επέβαλε ο Τούρκος κατακτητής, κράτησαν ζωντανή την αυτογνωσία των Ελλήνων. Κράτησαν ζωντανή την πίστη τους και την Ορθοδοξία. Και βοήθησαν τα μέγιστα στην εθνική μας παλιγγενεσία και ολοκλήρωση .(Πιο κάτω διαβάστε το τραγούδι που λέγαμε την Πρωτοχρονιά….).
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, οι άνδρες μαζεύονταν στα δύο καφενεία του χωριού. Εκεί είχε περισσότερο και καλύτερο φωτισμό, γιατί χρησιμοποιούσαν τα περίφημα «Λούξ».
Το «Λούξ», ήταν μια κρεμασμένη συσκευή στο ταβάνι, που έκαιγε φωτιστικό πετρέλαιο υπό πίεση. Όταν έπεφτε η πίεση, με ένα έμβολο που ήταν στη βάση του, αύξαναν την πίεση. Γύρω από την λάμπα, υπήρχε ένα δικτυωτό πλέγμα , μάλλον από αμίαντο. Πάνω σ αυτό το δικτυωτό, καιγόταν τα σταγονίδια του πετρελαίου. Με την πυράκτωση, εξέπεμπε δυνατό λευκό φως. Εννοείται ότι ήταν κάτι πρωτοποριακό, για την εποχή μας.
Εκείνη τη βραδιά, οι άνδρες έπαιζαν χαρτιά, ως συνήθως…. Μιλάμε για…. «βιδαριστό » 31!!! Ήταν ένα παιχνίδι που οι παίχτες μπορούσαν να ποντάρουν περισσότερα χρήματα, ανάλογα με το φύλο. Αν π. χ. έπιαναν «άσσο», ρίσκαραν περισσότερα…. Στη συνέχεια, επικράτησε το 21. Μια παραλλαγή του…. «Black Jack…». Που μπορούσες να μπλοφάρεις ότι έχεις καλό φύλο και να κάψεις τη μάνα…… Και μη νομίσετε ότι επειδή ήταν χωριό, δεν έπαιζαν μεγάλα- για τα βαλάντια τους-ποσά. Κάθε άλλο, μάλιστα….. Εννοείται ότι υπήρχαν και «συνεννοήσεις» και… «συμμαχίες», που στο τέλος μοιράζονταν τα κέρδη. Ιδιαίτερα αν κατάφερναν και έβαζαν στο παιχνίδι κανένα «ξένο», αλλοίμονό του… Όταν λέμε ξένο, αυτός ήταν συνήθως κάποιος πλανόδιος έμπορος, ζωέμπορος, κάποιος κοντοχωριανός ή χωριανός που ζούσε στην πόλη κλπ. Αμέτρητα τα παραδείγματα ανθρώπων που μετά από μία τέτοια εμπειρία, έφευγαν σχεδόν…. «ξεβράκωτοι…», αλλά μυαλό δεν έβαζαν, γιατί του…. χρόνου, ξανάρχονταν… Μάλιστα σ’ έναν εξ αυτών των…. «ξένων», που πολλοί δεν ήξεραν καν τ’ όνομά τους, είπε σε κάποια στιγμή ο μακαρίτης Γιώργος Μπέκος να…. εμβολίσει το λούξ που αργόσβηνε, με την παροιμιώδη φράση : «Πατριώτη, το…. Λούξ», κάνοντας τη χαρακτηριστική κίνηση με το χέρι του…. Όσο ο ξένος «φόρτιζε» με το έμβολο το λούξ, οι άλλοι στο τραπέζι «μαγείρευαν» τα χαρτιά και ακολούθως, όλως…. τυχαίως, ο «ξένος», έχανε…
Θυμάμαι μία παραμονή πρωτοχρονιάς το 1965, που παίζανε ως συνήθως 31, στο καφενείο. Στο τραπέζι και ο μακαρίτης Παύλος Βασταρούχας, δόκιμος στη Σχολή Υπενωμοταρχών και αδειούχος τότε. Μόλις είχε έρθει ένας περιπλανώμενος πωλητής «Αθίγγανος», όπως τους λέγαμε τότε, «Ρομά» τώρα…. Τον προκάλεσαν να παίξει μαζί τους, πρόταση που αποδέχτηκε, ίσως και να την επιδίωκε. Όλως παραδόξως, τα πήγαινε πολύ καλά…. Σε μισή ώρα, είχε ξεπαραδιάσει τους «παικταράδες χωριανούς». Και ετοιμάζονταν να φύγει…. «φορτωμένος». Τότε συνεννοήθηκαν οι ομοτράπεζοί του, για να τον…. ελαφρύνουν απ το φορτίο. Ο Παύλος ανέβηκε πάνω στην κάμαρα του σπιτιού , έβαλε τη στολή του Αστυνομικού και κατέβηκε πάλι κάτω στο καφενείο. Με αυστηρό ύφος είπε: «ποιοί έπαιζαν χαρτιά;» Όλοι έδειξαν προς την πλευρά του Αθίγγανου…… «Ποιος είσαι σύ;» Του είπε αυστηρά…. «Εγώ….. Εγώ……»
«Εγώ… κιλίμια και…. προικιά, πουλάω, είπε φοβισμένος…». «Μήπως, έπαιζες χαρτιά; Μήπως, τους…. έκλεψες; » του είπε. «Συλλαμβάνεσαι και κατάσχεται όλη η πραμάτεια σου…». «Όχι, αστυνόμε…. Όχι…., έχω παιδιά…. Κρίμα…. Να τα δώσω πίσω, όλα….», είπε φοβισμένος….. «Κρίμα, αστυνόμε, κρίμα», φώναξαν οι ομοτράπεζοί του…. «Φτωχός άνθρωπος….. Άστον να φύγει….». «Ας μας δώσει πίσω τα χρήματά μας και να φύγει», είπε κάποιος αγριεμένος….. «Μάλλον, έκλεβε στα χαρτιά….»,συμπλήρωσαν κάποιοι άλλοι. «Πάρτε τα όλα, κι αφήστε με να φύγω», είπε ο ξένος…. Άδειασε τις τσέπες του, είπε ευχαριστώ κι εξαφανίστηκε!!!!!
Η αλλαγή του χρόνου έβρισκε την ευρύτερη οικογένεια στο σπίτι, γύρω από το αναμμένο τζάκι. Η νοικοκυρές είχαν φροντίσει για την κλασσική τηγανιά, τη σούβλα με το φιλέτο του γουρουνιού (ψαρονεύρι), ψητά κρεμμύδια στο τζάκι και κάστανα…… Σχεδόν όλη η οικογένεια, έπαιζε για το… καλό, χαρτιά. Αντί για κέρματα, παίζαμε με….. φασόλια. Αλλά η νίκη, νίκη….. Πάντα, έχει την αξία της. Ο νικητής, είναι πάντα «νικητής». Όταν πλησίαζε η αλλαγή του χρόνου, σταματούσε το παιχνίδι και έσβηνε η λάμπα, για να υποδεχθούν με ( νέο) φως, τον καινούργιο χρόνο. Το πρωί, πήγαιναν στην εκκλησία και μόλις τελείωνε («απόλαγε» , στη δική μας ντοπιολαλιά)
τα «παιδιά» (ως τέτοια εννοούσαν φυσικά τα…. αγόρια) πήγαιναν «καρκατζάλια» – παραφθορά από τη λέξη καλλικαντζάρια-….. Όχι όλα τα «παιδιά», αλλά σχετικά τα μικρότερα, μέχρι 15-16 χρόνων. Τα μεγαλύτερα πήγαιναν «καρκατζάλια» τα Φώτα.
Ένα πανάρχαιο έθιμο, με ρίζες Παγανιστικές και Διονυσιακές. Που αργότερα μπολιάστηκε, όπως τόσα έθιμα με ρίζες στα βάθη των αιώνων , με τη Χριστιανική παράδοση.
Με αυτοσχέδιες ξύλινες σπάθες στο χέρι, που συνήθως φτιάχναμε από «σταύρα»(πελεκημένα ισομεγέθη ξύλα) που κλέβαμε ,-μάλλον…. υπεξαιρούσαμε…. – από τους ξύλινους φράχτες των αγρών. Συνήθως, ήταν από ξύλο καστανιάς ή βελανιδιάς. Αφού τα πελεκούσαμε λίγο, ώστε να φτιάξουμε χειρολαβή και κυρτή κόψη απ τη μια πλευρά, που να προσομοιάζει με σπάθη, τα προσαρμόζαμε στο….. μπόι μας…. Γύρω από τη μέση, ζωνόμαστε κυπριά και κουδούνια….. Τα κυπριά τα έβαζαν οι τσοπαναραίοι στα γίδια και τα κουδούνια στα πρόβατα. Όποιος είχε τα μεγαλύτερα και πιο θορυβώδη, ήταν ο….. μάγκας του χωριού…
Στο πρόσωπο βάζαμε αυτοσχέδιες προσωπίδες, που φτιάχναμε από κάποιο σκληρό χαρτί, συνήθως χαρτόνι από τις κούτες της Αμερικανικής βοήθειας που έρχονταν στο σχολείο. Το χαρτόνι το κόβαμε στο σχήμα του προσώπου, κάναμε δύο οπές στα άκρα δεξιά κι αριστερά, το ζωγραφίζαμε και περνώντας μέσα ένα σπάγκο, δέναμε – προσαρμόζαμε στ’ αυτιά και γύρω απ το κεφάλι,τις δύο άκρες.
Αφού γινόμαστε ένα….μεγάλο «μπουλούκι» μετά τη λειτουργία, ξεκινούσαμε από το «κορφυνά» σπίτια, να πούμε τον Αϊ-Βασίλη.
« Άγιος Βασίλης έρχεται, από την Καισαρεία. Βαστάει πέννα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι. Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε. Βασίλη πόθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις. Από το δάσκαλ’ έρχουμαι και στου χουριό πααίνω. Σαν έρχεσαι απ το δάσκαλο, πες μας την Αλφαβήτα. Στην πατερίτσα ακούμπησε, κι είπε την Αλφαβήτα. Κι η πατερίτσα ήταν χλωρή, κι αμπόλιασε κλωνάρι. Κλωνάρι, χρυσοκλώναρο και τ’αγια τα Ευαγγέλια . Και του…. χρόνου….».
Αυτό περίπου, αν θυμάμαι καλά, ήταν το τραγούδι που λέγαμε. Μετά, χτυπούσαμε δυνατά τις σπάθες, τα κυπριά και τα κουδούνια, για να μην κάνουν μεγάλη…. ζημιά τα «καλλικαντζάρια» στο σπιτικό, μέχρι να φύγουν οριστικά των Φώτων , με τον αγιασμό του παπά, αλλά και να δώσουμε το μήνυμα της ελπίδας που φέρνει ο νέος χρόνος . . Ο νοικοκύρης και συνηθέστερα η νοικοκυρά, στέκονταν στο κεφαλόσκαλο κι άκουγαν με ευλάβεια το τραγούδι. Μετά, η κυρά του σπιτιού, μας…. «φίλευε»: τηγανίτες, «κοκόσιες», μήλα, ρόδια, λουκούμια , καραμέλες. Στο τέλος, έδινε κι ένα «κοψίδι» (κομμάτι κρέας απ’ «του γρούν’» που είχε σφάξει τα Χριστούγεννα) , το οποίο βάζαμε στον «τρουβά», που κουβαλούσαμε στον ώμο, εναλλάξ… Σε μια «κονσέρβα» -( μικρά τσίγκινα δοχεία από κασέρι της Αμερικανικής βοήθειας, που τρώγαμε στο σχολείο και με τη σειρά τα παίρναμε για οικιακή χρήση….)_ ή σ ένα «κακάβι» , βάζαμε τη «λίπα» ( το λίπος που έβγαινε μετά το βράσιμο του λιπαρού τμήματος του χοιρινού κρέατος) και συνεχίζαμε σ άλλο σπίτι….
Στο τέλος της περιοδείας κι αφού είχαμε επισκεφθεί όλα τα σπίτια του χωριού , (μαζί και τα…προάστια Ράχοβο και Λάκκα), πηγαίναμε στον αύλειο χώρο της εκκλησιάς, στην Αγία Παρασκευή. Οι μεγαλύτεροι έκαναν δίκαιες μερίδες απ’ τα καλούδια. Ένα κομμάτι κρέας, ένα ή δύο κουταλιές «λίπα», «κοκόσιες», μήλα, ρόδια κλπ, ανάλογα με την ποσότητα που είχαμε μαζέψει. Μετά, ο μικρότερος από μας πήγαινε πίσω από την εκκλησία. Ο μεγαλύτερος διάλεγε τυχαία μια μερίδα και φώναζε στον μικρό, σε ποιόν να τη δώσει. Εκείνος έλεγε π. χ στον Λιάκο, τον Κωστάκη, το Γιάννη, το Μήτρο κλπ
Κι έτσι η μοιρασιά γινόταν κατά τον πιο δίκαιο τρόπο και δεν υπήρχε κανένα παράπονο.
Τα Φώτα ντύνονταν «καρκατζάλια» μικροί και μεγάλοι, πάντα όμως τα…. παιδιά (αγόρια) , εννοείται!!!! Οι μικρότεροι πήγαιναν λίγο νωρίτερα γυροβολιά στα σπίτια, πάλι με σπάθες, ζωσμένοι κυπριά – κουδούνια ,φορώντας προσωπίδες….. Τραγουδούσαν το «Σήμερα ειν’ τα φώτα κι ο φωτισμός και χαρά μεγάλη στον κύριο μας, σήμερα η κυρά μας η Παναγιά, σπάργανα βαστάει και γιό κρατεί, μες στην κολυμπήθρα την αργυρή. Άη Γιάννη αφέντη και Πρόδρομε, δύνασαι βαστάζεις Θεού παιδί, μες στην κολυμπήθρα την αργυρή….Και του χρόνου!!!! .»Κάπως, έτσι.
Οι πιο μεγάλοι, ντύνονταν πολύ παράξενα. Άλλος ντύνονταν γαμπρός, κάποιος νύφη, κάποιος έκανε τον «Τουρκόγυφτο», κάποιος τη μαϊμού (ρόλο που «επιτυχώς» τον έχω παίξει, όταν επιστρατεύτηκα προς τούτο …) , κάποιος τον μυλωνά, άλλος τον Πρόεδρο, τον Αγροφύλακα κλπ. Εξυπακούεται ότι το μεγάλο γλέντι λάβαινε χώρα στο Μεσοχώρι (Μπσουχώρι…, στη δική μας ντοπιολαλιά….). Πολλές φορές είχαμε επισκέψεις αντίστοιχων ομάδων από τα γειτονικά χωριά Καλόγηροι ή Πετροχώρι και τανάπαλι ….. Οι συγκρούσεις φυσικά, ήταν…. νομοτελειακές και αναπόφευκτες….
Στα «φιλέματα» της νοικοκυράς τα Φώτα, προστίθεντο και λουκάνικα, το πιο δημοφιλές έδεσμα για όλους….
Πηγαίνοντας στα σπίτια μας με καμάρι για τα «καλούδια» που κερδίσαμε, βρίσκαμε όλη την οικογένεια στην μεγάλη κάμαρα, γύρω απ τη ζεστασιά του τζακιού. Η μάνα και συνηθέστερα η «μανιά», είχε ετοιμάσει τη Βασιλόπιτα. Συνήθως ήταν με ρύζι, κομμάτια κρέατος, τυρί, τραχανά κλπ ή….. κάπως έτσι…. Μέσα υπήρχε το φλουρί. Συνήθως ήταν μια δραχμή ή ένα πενηνταράκι(μισό δραχμής) ή δεκάρα(δέκατο δραχμής). Παράλληλα υπήρχαν μικρά κομμάτια από καρποφόρα κλαδιά, στάχυα σταριού κλπ, που η νοικοκυρά ήξερε σε τι αντιστοιχούσε το καθένα. Π. χ. υπήρχε βραβείο για τα πρόβατα, τα γίδια, το άλογο, τα μελίσσια, τα δένδρα, τα κλήματα …. Κι όλοι ήταν, περίπου, ή αισθάνονταν, κερδισμένοι…. Εγώ χαιρόμουν περισσότερο, όταν κέρδιζα το βραβείο για τα… γίδια, που ήταν η αδυναμία μου…
Εννοείται ότι τα «παγανά», οι «τζόγιες»(κακάσχημες, αλλά καλοκάγαθες γυναίκες-φαντάσματα),οι «λάμιες»( ατσούμπαλες -ατημέλητες γυναίκες) και οι «καλικάντζαροι», δεν έφευγαν την Πρωτοχρονιά, αλλά των Φώτων. Γιατί είχαν ειδική…. «δεκαπενθήμερη άδεια διακοπών», λόγω Χριστουγέννων… Η οποία άδεια, τελειώνει-ως….συνήθως… – των Φώτων( τα Φώτα, όπως τα λέγαμε) . Όταν ο παπάς θα περάσει ν’ αγιάσει τα σπίτια, για να φύγουν τα κακά πνεύματα….Φυσικά θα φύγουν απ την καμινάδα του τζακιού, απ όπου και μπήκαν… Και στη θέση τους έρχονταν η «καλότχιες»( καλό-τυχες),που έφερναν καλή τύχη στο σπιτικό.
Ο παπάς συνοδεία δύο-τριών εμπίστων από μας, περνούσε τα σπίτια με το Σταυρό στο χέρι, τυλιγμένο με βασιλικό και το αγιονέρι στο κακάβι. Ένας από μας κρατούσε το «κακάβι», ένας το δισάκι για να βάζουμε μέσα τα λουκάνικα, τα κοψίδια κλπ των νοικοκυρών για τον παπά και ο τρίτος ήταν μπαλαντέρ ποι άνοιγε «τορό» ,όταν είχε χιόνι …. (εγώ, συνήθως, ήμουν μόνιμος στη συνοδεία του παπά, ίσως ως πολύ «έμπιστος» ….). Μέσα στο κακάβι με τον αγιασμό, οι νοικοκυρές έριχναν τα κέρματα για τον παπά και την εκκλησία… Συνήθως δραχμή, πενηνταράκι, σπάνια και δίφραγο (δίδραχμο) . Ο παπάς έριχνε από νωρίς ένα τάληρο – όπως κάνουν οι…. επίτροποι στους εράνους-δίσκους της Εκκλησίας-, μήπως και παρακινηθεί καμμιά κυρά….. Αλλά, εις μάτην….. Εμείς φροντίζαμε να…. «ξαλαφρώνουμε» το κακάβι, κυρίως από τα πενηνταράκια και τις δραχμές, που ήταν και οι περισσότερες…. Δεν πειράζαμε ποτέ το….. τάληρο, γιατί ο παπάς το ήξερε και θα μας είχε… «χειροτονήσει» επί τόπου… Στο τέλος της περιοδείας του αγιασμού, παίρναμε και τη…. «νόμιμη μοίρα», ξανά απ τα χέρια του παπά, αυτή τη φορά!!!!
Έτσι, αγιασμένοι και…. δυναμωμένοι απ τα κοψίδια και τα λουκάνικα, συνεχίζαμε το σχολείο (πρωί, απόγευμα και Σάββατο πρωί ), την επόμενη του Άη-Γιαννιού….. Πρωί – πρωί μ ένα ξύλο στη μασχάλη ο καθένας, για τη σόμπα του σχολείου. Κι αν ήταν λίγο μικρό, την επόμενη πήγαινες…. τρία ξύλα. Αλλιώς, είχε «ξύλο» απ’ το δάσκαλο με την κρανίσια βέργα. Ένας δάσκαλος-ήρωας, για έξη τάξεις και 60(!!!!), παιδιά!!!!
Καλή μας χρονιά, φίλες και φίλοι!!!!! Ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος!!!!
Ηλίας Γ. Βλαχογιάννης